Το 1965, η Lisetta Carmi φιλοξενήθηκε σε ένα πρωτοχρονιάτικο πάρτι στη γενέτειρά της, τη Γένοβα. Η γεννημένη το 1942 σε εβραϊκή οικογένεια, Carmi ήταν εκείνη την εποχή καταξιωμένη πιανίστρια και ενεργή πολιτική ακτιβίστρια, ενώ είχε πρόσφατα στρέψει το ενδιαφέρον της προς τη φωτογραφία, εστιάζοντας αρχικά στις σκληρές συνθήκες εργασίας των λιμενεργατών της πόλης, αλλά στο πάρτι εκείνο θα ανακάλυπτε έναν κόσμο που θα αναζωογονούσε το ενδιαφέρον της: την τρανς κοινότητα της Γένοβας.
Μέσα στα επόμενα χρόνια, η Carmi βυθίστηκε στον αθέατο κόσμο της τρανς κοινότητας της πόλης, ένα πρότζεκτ που τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει μια δεύτερη ζωή, αναζωπυρώνοντας -έστω και καθυστερημένα- το ενδιαφέρον για το σύνολο του έργου της.
Η έκθεση Lisetta Carmi: Identities είναι αφιερωμένη στο αντισυμβατικό της όραμα και θα φέρει για πρώτη φορά σε επαφή το βρετανικό κοινό με τον ιδιαίτερο κόσμο της. Η έκθεση που θα εγκαινιαστεί τον επόμενο μήνα κατοχυρώνει, έναν χρόνο μετά τον θάνατο της, τη θέση της ανάμεσα στους τιτάνες της σύγχρονης ιταλικής φωτογραφίας.
Η έκθεση διαρθρώνεται σε δύο μέρη: το πρώτο αναδεικνύει τη σειρά φωτογραφιών της για τους λιμενεργάτες ("Genova Porto, 1964") και το δεύτερο στις απεικονίσεις της τρανς κοινότητας της πόλης ("I Travestiti, Genova, 1965-67") αποκαλύπτοντας έτσι την κοινωνικοπολιτική ευαισθησία και το επαναστατικό της πνεύμα. «Το έργο της Carmi μας επιτρέπει να έρθουμε πιο κοντά με όλους όσοι αγωνίζονται για να διεκδικήσουν την ταυτότητά τους, είτε πρόκειται για το φύλο είτε για την τάξη», λέει στο AnOther ο επιμελητής της έκθεσης Gianni Martini.
Παρόλο που οι σεξουαλικές επαφές μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου είχαν νομικά κατοχυρωθεί στην Ιταλία ήδη από το 1890, με την άνοδο του φασισμού και την εμφάνιση του Μουσολίνι, όσοι παρέκκλιναν από τα ετεροκανονικά πρότυπα αντιμετωπίζονταν ως «εκφυλισμένοι», εκδιώχνονταν από τα σπίτια τους και οδηγούνταν σε αναγκαστικό εγκλεισμό, ορισμένες φορές ακόμη και σε φυλακές σε νησιά στα ανοικτά των ακτών της Ιταλίας. Εκφράσεις της ομοφυλόφιλης επιθυμίας δεν ήταν ανεκτές σε μια καθολική και συντηρητική κοινωνία, ενώ και η παρενδυσία παρέμενε αδίκημα έως το 1981.
Αλλά στην πόλη-λιμάνι της Γένοβας, οι queer κοινότητες βρήκαν ένα φτωχό καταφύγιο, ιδιαίτερα στα σκοτεινά σοκάκια του ιστορικού εβραϊκού γκέτο της πόλης, μεταξύ της Piazza Fossatello και της Via del Campo. Σύμφωνα με τον Martini, αυτή η περιοχή της πόλης ήταν «το μέρος όπου η κοινότητα των τρανς ατόμων μπορούσε να ζήσει χωρίς να συγκρούεται με τον τοπικό πληθυσμό».
Κρυμμένοι σε ένα σκοτεινό δίκτυο αμυδρά φωτισμένων, στενών δρόμων, μπορούσαν να προφυλαχθούν από την αστυνομία, αλλά και να εκφραστούν έστω σε έναν περιορισμένο δημόσιο χώρο. Σε μια εποχή που το να είσαι τρανς άτομο ερχόταν σε αντίθεση με τον νόμο, ήταν ζωτικής σημασίας για τα ίδια τα άτομα να μην αναγνωρίζονται, για να αποφεύγουν έτσι τη σύλληψη και το "foglio di via" (ταξιδιωτικό ένταλμα): την υποχρεωτική επιστροφή στους τόπους καταγωγής και στις οικογένειές τους, οι οποίες συχνά αγνοούσαν τον τρόπο ζωής τους», εξηγεί ο Martini.
Ως Εβραία Ιταλίδα, η οποία αποβλήθηκε από το λύκειο μετά τους ρατσιστικούς νόμους που εξέδωσε ο Μουσολίνι κατά των Εβραίων στα τέλη της δεκαετίας του 1930, η Carmi ένιωσε κι εκείνη αναμφισβήτητα παρείσακτη και ανεπιθύμητη στην ίδια της τη χώρα. Η αποδοχή της από την τρανς κοινότητα οφείλεται στην ειλικρινή ενσυναίσθηση και περιέργειά της. Συνήθως απαθανάτιζε τα υποκείμενα της σε στιγμές ιδιωτικής ανάπαυσης, σε ήσυχους οικιακούς χώρους όπου πόζαραν στον φακό φτιάχνοντας το μακιγιάζ τους ή παίρνοντας σέξι και παιχνδιάρικες πόζες. Όλες αυτές οι οικείες και καθημερινές αναπαραστάσεις πολεμούσαν τη δαιμονοποίηση των τρανς ατόμων, επιτρέποντας στην αλήθεια και την ομορφιά τους να λάμπει μέσα στο επιβεβλημένο ημίφως της ζωής τους.
Όπως φανερώνει η φωτογραφική σειρά, τα σύμβολα που συνδέονται με την ιταλική ιστορία, την τέχνη και την εικονογραφία της εκκλησίας παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στις εικόνες. «Τα σπίτια τους είναι μεσοαστικά, με αναπαραγωγές πινάκων του Bronzino, υπνοδωμάτια με έπιπλα ζωγραφισμένα σε βενετσιάνικο στυλ και παλιομοδίτικα τηλέφωνα», προσθέτει ο Martini.
Η ενσωμάτωση συμβόλων που σχετίζονται με την πλούσια ιστορία και τη σύνδεση της ιταλικής κοινωνίας με την εκκλησία και την κουλτούρα της Ιταλίας (που αντιμετωπίζονται με ευλάβεια), χέρι με χέρι με μια περιφρονημένη και στιγματισμένη τρανς κοινότητα, έφερε κοντά δύο κόσμους, οι οποίοι στην Ιταλία της δεκαετίας του 1960 θεωρούνταν όχι απλώς διαχωρισμένοι, αλλά σχεδόν αντιθετικοί μεταξύ τους.
«Αμέσως τους είδα ως ανθρώπινα όντα που βίωναν και υπέφεραν με έναν τρόπο πολύ βαθύ από τις αντιφάσεις της κοινωνίας μας, μια μειονότητα που ήταν ταυτόχρονα πολύ επιθυμητή αλλά και εγκληματικά απορριπτέα», ανέφερε η Carmi το 1972. Σύμφωνα με τον Martini, «τα τρανς άτομα απορρίπτονταν από την αστική κοινωνία, η οποία τους αρνιόταν κάθε δικαίωμα, ακόμη και το δικαίωμα στην εργασία, αλλά ταυτόχρονα, άνδρες από όλα τα κοινωνικά στρώματα (συμπεριλαμβανομένου του κλήρου) τα κυνηγούσαν ως ερωτικά και σεξουαλικά υποκείμενα».
«Η ίδια η Carmi αντιμετώπισε προβλήματα με τo δίπολο αρσενικού/θηλυκού, ή ακριβέστερα απέρριπτε τους προκαθορισμένους ρόλους των φύλων», προσθέτει ο Martini. Σε κείμενό της η Carmi εξηγεί ότι η συνύπαρξή της με την τράνς κοινότητα τη βοήθησε να αποδεχτεί τον εαυτό της για αυτό που είναι: «ένα άτομο που ζει δίχως κάποιον ρόλο, η παρατήρηση αυτή με έκανε να συνειδητοποιήσω πως ό,τι είναι αρσενικό μπορεί να είναι και θηλυκό, και το αντίστροφο. Δεν υπάρχει κάποια υποχρεωτική συμπεριφορά, εκτός από αυτήν που επιβάλλει μια αυταρχική παράδοση που έχει τις ρίζες της στην παιδική μας ηλικία».
Η εξερεύνηση αυτής της καταπιεσμένης κοινότητας από την Carmi δεν ήταν μονάχα μια προσπάθειά της να σοκάρει τους συγχρόνους της, παρά επιχείρησε να δώσει ορατότητα στην τρανς κοινότητα της Γένοβας, επισημαίνοντας την ανάγκη μιας ριζικής επανεξέτασης των ρόλων των φύλων στο πλαίσιο της πατριαρχίας. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι εκδοτικοί οίκοι της εποχής δίστασαν να αναλάβουν το εγχείρημα, αλλά το 1972 και μετά από αρκετά χρόνια επίμονης αναζήτησης, η Carmi εξασφάλισε την οικονομική υποστήριξη του Sergio Donnabella, κάτι που επέτρεψε και την κυκλοφορία του τόμου με τίτλο "I travestiti".
Το σύνολο του έργου της αποκαλύπτει μια τρυφερή και ευγενική απεικόνιση των τρανς ατόμων που η ίδια συνάντησε στη διάρκεια της ζωής της, πολλά εκ των οποίων έγιναν μετέπειτα στενοί της φίλοι. Η σειρά των φωτογραφιών μεταφέρει την ειλικρινή εμπιστοσύνη μεταξύ φωτογράφου και υποκειμένου. «Δεν πούλησα ποτέ καμία φωτογραφία τους, παρά το γεγονός ότι θα μπορούσα να βγάλω χρήματα από αυτό, για μένα ήταν πιο σημαντικό να μην καταστρέψω τη φιλία μας» έγραψε η ίδια αργότερα.
Είτε στην ιδιωτικότητα των σπιτιών τους, είτε στις πλατείες και τα μεσαιωνικά σοκάκια της Γένοβας, η Carmi δημιούργησε μια ανορθόδοξη φωτογραφική γλώσσα που εξέφρασε το παράδοξο γύρω από την θέσης της τρανς κοινότητας: τον αγώνα της για ενδυνάμωση παράλληλα με την αναμφισβήτητη ευαλωτότητά της σε μια παραδοσιακά καθολική κοινωνία.