Σε ένα από τα καλύτερα κομμάτια που έχει γράψει ο ΛΕΞ απ’ το δεύτερο προσωπικό άλμπουμ του «2XXX», τα «Κοράκια», αναφέρεται στον φίλο του τον Μήτσο, λέγοντας στο ρεφρέν: «Δε θέλω να φοβάσαι όταν νυχτώνει, τα κοράκια δεν κατέβηκαν ακόμη. Κωλοδάχτυλα κι άλλες χειρονομίες, Μήτσο τράβα κάνα δυο φωτογραφίες./ Όταν φύγουμε θα μείνουν μόνοι δρόμοι, κανείς δε θα χορεύει όταν νυχτώνει. Το μόνο που θα αφήσουμε ιστορίες και κάνα δυο φωτογραφίες».
Ο Μήτσος είναι ο Δημήτρης Μουγκός, ο φωτογράφος. Ξεκίνησαν να συνεργάζονται επίσημα το 2014, από το πρώτο σόλο άλμπουμ του «Ταπεινοί και Πεινασμένοι», και από τότε τον ακολουθεί σε όλη του την πορεία. Στο οπισθόφυλλο των «Ταπεινών και Πεινασμένων» τα πορτρέτα του ΛΕΞ και του Dof Twogee, του παραγωγού του δίσκου, είναι δικά του.
Ο Δημήτρης είναι μέρος της παρέας από πολύ νωρίς, από το γυμνάσιο. Ήταν συμμαθητής με τον Dof και ως μέλη μικρών crew που έκαναν γκράφιτι, αυτοί στο κέντρο, ο ΛΕΞ και άλλοι από τα ανατολικά, κάποια στιγμή συναντήθηκαν και έγιναν μια μεγαλύτερη παρέα. Γνωρίστηκαν το 1997 στα Ιλίσια, το αναφέρει και ο ΛΕΞ στους στίχους του.
Στο λεύκωμα αυτό παρουσιάζω μια επιλογή από φωτογραφίες που τράβηξα μετά την επιστροφή μου από την Αγγλία, την περίοδο από το 2014 ως το 2023. Είναι μια απόπειρα να μοιραστώ εικόνες και στιγμές από την αρχή της συνεργασίας μου με τον Αλέξη, την πορεία και την εξέλιξη όλων μας.
«Η φωτογραφία υπήρχε στο σπίτι από την παιδική μου ηλικία· η μητέρα μου ήταν ερασιτέχνης φωτογράφος. Είχε ένα σύστημα της Pentax, τηλεφακούς, φίλτρα και προτζέκτορα για slides», γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου του, ένα καταπληκτικό φωτογραφικό λεύκωμα αφιερωμένο στη διαδρομή του ΛΕΞ από τότε που έγινε ο επίσημος φωτογράφος του μέχρι το πρόσφατο θριαμβευτικό live στο Λονδίνο. Το βιβλίο κλείνει με μια «κινηματογραφική» φωτογραφία του ΛΕΞ να περπατάει με την πλάτη στον φακό στην Oxford Street. «Όταν το καλοκαίρι του 1996 μετακόμισα στη Θεσσαλονίκη, την πόλη όπου γεννήθηκα, κάναμε με τον πατέρα μου την πρώτη μας εκδρομή και δημιούργησα το πρώτο μου φωτογραφικό άλμπουμ.
Η ενασχόληση του πατέρα μου με τις γραφικές τέχνες με έφερε κοντά σε έννοιες συναφείς με αυτές της φωτογραφίας: σκοτεινός θάλαμος, φιλμ, φώτισμα, εμφάνιση, κάδρο, σύνθεση, οπτική επικοινωνία.
Έτσι, στη Γ’ Γυμνασίου αποφάσισα ότι θέλω να δώσω εξετάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών. Έκανα τρία χρόνια προετοιμασία, αλλά δεν έδωσα ποτέ. Μετά από διαφωνίες, κακά αποτελέσματα στις Πανελλήνιες, αλλά δύο καλά γραπτά στο σχέδιο, πέρασα στο τμήμα Φωτογραφίας του ΤΕΙ Αθήνας. Λίγα χρόνια μετά ακολούθησε το Λονδίνο και κάπου στο 2012 η επιστροφή στη Θεσσαλονίκη, όπου ζω και εργάζομαι μέχρι σήμερα.
Στο λεύκωμα αυτό παρουσιάζω μια επιλογή από φωτογραφίες που τράβηξα μετά την επιστροφή μου από την Αγγλία, την περίοδο από το 2014 ως το 2023. Είναι μια απόπειρα να μοιραστώ εικόνες και στιγμές από την αρχή της συνεργασίας μου με τον Αλέξη, την πορεία και την εξέλιξη όλων μας. Από το διαμέρισμα που νοίκιαζα στις Σαράντα Εκκλησιές το 2014, στο σπίτι μας με τον Κώτσο (Dof) στη Ναυαρίνου· και από το πρώτο live στον Μύλο το 2015 μέχρι το Καυτανζόγλειο και το Λονδίνο».
Ο Dof ήταν συγκάτοικος του Δημήτρη για πέντε χρόνια, έμεναν στο ίδιο σπίτι στη Ναυαρίνου, στον τρίτο όροφο, οπότε έζησε από κοντά την εξέλιξή του σε έναν κορυφαίο beatmaker. Μοιράστηκε πολλές κοινές εμπειρίες με την παρέα και κατέγραψε τις περισσότερες από αυτές.
«Με τον Μήτσο γνωριζόμαστε είκοσι πέντε χρόνια. Ίσως είκοσι έξι. Η έκφραση “μια ολόκληρη ζωή” δεν μου αρέσει για να περιγράψω τον αριθμό αυτών των χρόνων που τρέχει η σχέση μας, γιατί αν ήταν όντως μια ολόκληρη ζωή, θα ήταν μια σύντομη ζωή», γράφει ο ΛΕΞ.
«Είκοσι πέντε χρόνια. Ίσως είκοσι έξι. Πριν από τα 30 μου δεν είχα ακόμα καταφέρει να κάνω αυτό που πραγματικά ήθελα, να βγάζω δίσκους και να μπορώ να βιοπορίζομαι από αυτό. Στα 30 άρχισαν να μπαίνουν αυτές οι βάσεις, όταν μαζί με τον Dof κυκλοφορήσαμε το “Ταπεινοί και Πεινασμένοι”, τον πρώτο προσωπικό μου δίσκο.
Τον Οκτώβριο του 2014, όταν ο δίσκος αυτός ήταν στη φάση της μείξης, φώναξα τον Μήτσο σε ένα καφέ όπου δούλευα τότε στη Ναυαρίνου, το οποίο δεν υπάρχει πλέον, και του είπα ότι τον Νοέμβριο θα έβγαινε το “Ταπεινοί και Πεινασμένοι”. Του είπα ότι πιστεύω σε αυτό ή μάλλον, ακόμα πιο συγκεκριμένα, ότι ποντάρω σε αυτό και ότι πρέπει το μουσικό υλικό να πλαισιωθεί με φωτογραφίες ανάλογης αισθητικής, ώστε να δημιουργηθεί ένα είδος σύμπαντος.
Ο Mουγκός πάντα ήταν και είναι ένας αξιόπιστος φίλος αλλά, μη έχοντας ακούσει ούτε ένα κομμάτι του δίσκου μέχρι εκείνη τη στιγμή, με κοίταξε, όπως ήταν λογικό, με ένα μείγμα απορίας, επιφυλακτικότητας και αγάπης. Ήξερα ότι αυτός είναι ο κατάλληλος άνθρωπος και ο κατάλληλος φωτογράφος.
Οι πρώτες “Τ.Γ.Κ.” φωτογραφίες τραβήχτηκαν στο διαμέρισμά του στις Σαράντα Εκκλησιές και ανέβηκαν στη σελίδα μου στο Facebook στις 11 Νοεμβρίου του 2014, την ημέρα που κυκλοφόρησε ο δίσκος. Από την εποχή αυτών των φωτογραφιών στο σπίτι στις Σαράντα, με εμένα και τον Dof στους καναπέδες του σαλονιού και με τους δυο μας πάλι στην κουζίνα, σκυφτούς πάνω από τον ευρυγώνιο, με τον Μήτσο δεν είμαστε απλώς καλοί φίλοι, είμαστε πλέον ομάδα.
Ύστερα ήρθαν οι συναυλίες, από το εντός έδρας στον Μύλο στην εκδρομή με πούλμαν για το Χυτήριο στην Αθήνα. Το ’18 επόμενος δίσκος, οπισθόφυλλο στο City Gate, συναυλία στο Ιβανώφειο και στο Γκάζι στην Αθήνα. Παράλληλα, βιντεοκλίπ, συναυλίες σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, αράγματα στο σπίτι όπου συγκατοικούσαν με τον Dof στη Ναυαρίνου, συναυλία στο Hackney στο Λονδίνο και πόσα άλλα. Το ’22, Μετρό. Νέα Σμύρνη, Καυτανζόγλειο, Λονδίνο και συνεχίζουμε.
Οι αναμνήσεις είναι για τους παρευρισκόμενους και τους συμμετέχοντες. Οι φωτογραφίες, από την άλλη, είναι για όλους, και αν οι αναμνήσεις καμιά φορά ξεθωριάζουν, οι φωτογραφίες είναι εκεί για να θυμίζουν. Οπότε, Μήτσο, τράβα κάνα-δυο να υπάρχουν».
«Σκοπός του λευκώματος δεν είναι η ανάδειξη της δουλειάς μου ως φωτογράφου συναυλιών ή ως φωτορεπόρτερ», γράφει ο Δημήτρης Μουγκός.
«Σκοπός του είναι να συμπληρώσει την ιστορία, να αποκαλύψει το πρόσωπο της σιλουέτας, να δείξει τα πράγματα από την άλλη πλευρά και να μιλήσει για τη φιλία, την ενότητα και τη μουσική. Οι φωτογραφίες αυτές έχουν γίνει με αγάπη. Είναι το αποτέλεσμα δημιουργικού χρόνου με φίλους αδελφικούς. Έχουν ιδρώτα από στούντιο το καλοκαίρι και καπνό από πυρσούς, μυρίζουν μπίρα και τσιγάρο.
Έχουν φίλους που γκρίζαραν και σπόρους που μεγάλωσαν. Έχουν Σαλονίκη, Φάληρο και πολυκατοικίες. Έχουν Αλέκο, Μελενίκου και Ναυαρίνου. Και έχουν και μερικά από τα live που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ.
Το λεύκωμα αυτό είναι αφιερωμένο στην παρέα μου – στη δεύτερη οικογένειά μου. Στους φίλους που, είτε φαίνονται στις φωτογραφίες είτε όχι, ήταν και είναι εκεί. Σ’ αυτούς που μαζί μάθαμε να περπατάμε στους δρόμους της πόλης με χέρια βαμμένα και λερωμένα αθλητικά. Που μάθαμε να ακούμε μουσική και να στηρίζουμε ο ένας τον άλλο.
Στο crew, στην παρέα, στους δικούς μας».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.