Το κρεόζωτο με το οποίο είχα αλείψει, πριν ξεκινήσω την εκστρατεία μου, τις αποσκευές μου για να τις προστατεύσω από τους τερμίτες και τη μούχλα, το μυρίζω ακόμα όταν ανοίγω τα σημειωματάριά μου. Σχεδόν αδιόρατο μετά από μισό αιώνα, το ίχνος αυτό με μεταφέρει κατευθείαν στις σαβάνες και τα δάση της κεντρικής Βραζιλίας, αναπόσπαστο συστατικό άλλων μυρωδιών, ανθρώπων, ζώων και φυτών, αλλά και ήχων και χρωμάτων. Επειδή, όσο ισχνή κι αν είναι τώρα, αυτή η μυρωδιά, άρωμα για μένα, είναι το πράγμα το ίδιο, ένα κομμάτι πάντα υπαρκτό αυτού που έζησα.
Ίσως επειδή πέρασαν πολλά χρόνια, η φωτογραφία δεν μου μεταδίδει πια τίποτα τέτοιο. Οι εικόνες μου δεν αποτελούν ένα αντικειμενικά και ως εκ θαύματος διαφυλαγμένο τμήμα εμπειριών όπου όλες οι αισθήσεις, οι μυς, το μυαλό ήταν σε επιφυλακή. Είναι μόνο ενδείξεις. Από ανθρώπους, τοπία, γεγονότα, που ξέρω ότι τα είδα και τα γνώρισα. Μετά όμως από τόσο καιρό, δεν θυμάμαι πάντα που και πότε. Τα φωτογραφικά ντοκουμέντα αποδεικνύουν την ύπαρξή τους, χωρίς να μου μεταδίδουν τη μαρτυρία και την αίσθησή τους.
Είναι σα να μπορούσαν, αντίθετα μ' αυτό που αισθάνομαι ο ίδιος, να προσφέρουν κάποιο περιεχόμενο σε ένα αναγνωστικό κοινό επειδή δεν ήταν παρών και πρέπει να αρκεστεί σ' αυτή τη βουβή εικονογραφία.
Όταν τις ξανακοιτάζω, αυτές οι φωτογραφίες μου δίνουν την εντύπωση ενός κενού, μιας έλλειψης κάποιου πράγματος που ο φακός αδυνατεί ουσιαστικά να καταγράψει. Αντιλαμβάνομαι πόσο παράδοξο είναι να θέλω να τις δημοσιεύσω με καλύτερη εκτύπωση, με άλλο κάδρο απ' αυτό που επέτρεπε παλιότερα το σχήμα των Θλιβερών Τροπικών, και με μια πιο ευρεία επιλογή. Είναι σα να μπορούσαν, αντίθετα μ' αυτό που αισθάνομαι ο ίδιος, να προσφέρουν κάποιο περιεχόμενο σε ένα αναγνωστικό κοινό επειδή δεν ήταν παρών και πρέπει να αρκεστεί σ' αυτή τη βουβή εικονογραφία, και κυρίως επειδή, όλα αυτά, αν τα ξαναβλέπαμε εκεί που ήταν, θα μας φαίνονταν αγνώριστα, κι επειδή από πολλές απόψεις, πολύ απλά, θα είχαν πάψει και να υπάρχουν (...)
Πρόλογος του Claude Lévi-Strauss στο φωτογραφικό λεύκωμα Saudades do Brasil (εκδ. Plon, Παρίσι, 1994).