Τον Νοέμβριο του 2020 ο φωτογράφος Ηλίας Κοσίντας και η οικογένειά του αποφάσισαν να περάσουν την καραντίνα στο σπίτι τους, στις Σπέτσες, μακριά από την Αθήνα και το εργαστήριό του, ένα από τα λίγα εργαστήρια μαυρόασπρης αναλογικής φωτογραφίας που έχουν μείνει στην Ελλάδα. Για τον Ηλία η καραντίνα ήταν μια δημιουργική περίοδος, αφού εφηύρε κυριολεκτικά ένα πρότζεκτ που ονομάζεται πλέον «Waterlock» και είναι συνέχεια της προηγούμενης δουλειάς του, των «Watermarks», με παρόμοια τοπία από θάλασσες, επιφάνειες και τον βυθό. Το Waterlock γεννήθηκε μέσα στη χειμωνιάτικη καραντίνα, από τα μέσα Νοεμβρίου μέχρι τον Απρίλιο, και δεν έχει σχέση με τις προηγούμενες φωτογραφίες που τραβούσε τα καλοκαίρια.
«Το κολύμπι σε αυτήν τη φάση ήταν και σαν θεραπεία, οι ψυχρολουσίες δούλεψαν. Ένιωθα μια απίστευτη ευεξία μέσα στο νερό, μετά από δύο λεπτά συνηθίζεις και δεν θέλεις να βγεις. Μπορείς να μείνεις άνετα και δεκαπέντε λεπτά στη θάλασσα, που ποτέ, ακόμα και κατά τη διάρκεια του χειμώνα, δεν είχε λιγότερο από 16 βαθμούς» λέει.
Σε αυτό το διάστημα εκμεταλλεύτηκε τον καιρό, την απίστευτη διαύγεια του φωτός, τα χρώματα της θάλασσας, τα σύννεφα, συνθήκες που δεν έβρισκε το καλοκαίρι.
Δεν είναι πολύ απλό να ελέγξεις το πλάνο σου μέσα στο νερό που παίζει μπροστά σου, οπότε την καλή φωτογραφία τη διαλέγεις στην επιλογή που θα κάνεις στο τέλος, γιατί η λήψη μπορεί να είναι ένα τυχαίο γεγονός, αλλά η επιλογή της φωτογραφίας όχι.
«Όλο αυτό είχε γίνει εμμονή, ήθελα κάθε μέρα να πηγαίνω στη θάλασσα, ακόμα και όταν είχε πολύ κρύο, ακόμα και τις μέρες που έριξε χιόνι στην Αθήνα. Όπως αυτοί που κυνηγούν τις καταιγίδες, εγώ κυνηγούσα τον κακό καιρό, που ήταν όμως καλός φωτογραφικά. Δεν είμαι χειμερινός κολυμβητής, αλλά σιγά-σιγά συνήθισα. Αυτό που με γοήτευε ήταν πως αυτό που βλέπεις όταν είσαι στην επιφάνεια της θάλασσας είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που βλέπεις όταν είσαι στην επιφάνεια μιας βάρκας, για παράδειγμα.
Όταν τα μάτια σου είναι ευθυγραμμισμένα με την επιφάνεια της θάλασσας γίνεται ένα παιχνίδι με τον φακό. Το κάδρο μπορεί να μοιάζει μεγάλο και λίγο σουρεαλιστικό, βλέπεις τα σπίτια να επιπλέουν ή να τα σκεπάζει το κύμα. Είναι περίεργο και καμιά φορά ο φακός παίρνει λίγο από τον βυθό και βλέπεις και μέσα και έξω από το νερό. Κυνηγούσα και τις λεπτομέρειες κάτω από το νερό, όπως και στην επιφάνεια, τις αντανακλάσεις, και μου έβγαινε κάτι πιο αφαιρετικό, που επίσης είχε ένα νόημα».
Εφοδιασμένος με μια μηχανή σε σκάφανδρο, ο Ηλίας Κοσίντας αγάπησε το κυνήγι του τυχαίου, γιατί, όπως λέει, «δεν είναι πολύ απλό να ελέγξεις το πλάνο σου μέσα στο νερό που παίζει μπροστά σου, οπότε την καλή φωτογραφία τη διαλέγεις στην επιλογή που θα κάνεις στο τέλος, γιατί η λήψη μπορεί να είναι ένα τυχαίο γεγονός, αλλά η επιλογή της φωτογραφίας όχι. Το αν το φόντο, το βουνό ή τα σπίτια θα είναι μέσα στο κάδρο είναι επιλογή, αλλά το πρώτο πλάνο είναι ρευστό, είναι νερό. Το τυχαίο ήταν αυτό που κινητοποιούσε διαρκώς το ενδιαφέρον μου, το να πηγαίνω να βγάλω σύννεφα και κύματα και να εμφανίζεται μπροστά μου ένα χταπόδι ή να έρχεται πολύ κοντά μου ένας κορμοράνος ή τρεις χήνες να κόβουν βόλτα δίπλα μου. Αυτά σου τα στέλνει ο θεός της φωτογραφίας, είναι αναπάντεχα».
Το άλλο που ανακάλυψε ο Ηλίας είναι η χειμερινή εικόνα και δραστηριότητα στο νησί. «Ζώντας πάρα πολύ καιρό χειμώνα στις Σπέτσες, ανακάλυψα καινούργια πράγματα, είδα τον κόσμο και τη χειμερινή του δραστηριότητα, π.χ. τους καραβομαραγκούς και τους ψαράδες, γιατί οι άλλες δραστηριότητες ήταν κλειστές. Έτσι ένιωσα διαφορετικά τη ζωή του νησιού.
Γεννημένος στην Αθήνα το 1968, ο Ηλίας Κοσίντας έκανε σπουδές φωτογραφίας στη σχολή Focus. Παρακολούθησε σεμινάρια στην Aegean School for the Fine Arts και υπήρξε μέλος του Φωτογραφικού Κύκλου. Το έργο του επικεντρώνεται στην καθημερινή ζωή, στις απλές αφηγήσεις της και στις ήμερες στιγμές της. Η φωτογραφία του πραγματεύεται την καθημερινότητα ως απώτατη πηγή έμπνευσης και το ασήμαντο ως αισθητική εμπειρία. «Δεν ξεχωρίζω τα θέματα. Επί σειρά ετών φωτογραφίζω ζώα, κάνω πορτρέτα, δεν ξεχωρίζω τη φωτογραφία θεματικά, πάω να βγάλω κάτι και μπορεί να γυρίσω με κάτι άλλο. Με πηγαίνει μόνο του το θέμα» λέει. Όσο για τη φωτογραφία, σήμερα παρατηρεί μια επιστροφή κυρίως των εικαστικών φωτογράφων στο φιλμ, αλλά το μεροκάματο, όπως λέει, βγαίνει από ψηφιακές μηχανές, «γιατί κανένας πελάτης δεν θα σου πληρώσει τυπώματα, δείγματα. Είναι και θέμα επικαιρότητας, οι εφημερίδες δεν μπορούν να περιμένουν, θέλουν να έχουν μια φωτογραφία μέσα από τη Βουλή ή το γήπεδο κατευθείαν. Η αμεσότητα του μέσου είναι κάτι σημαντικό για την είδηση».