«Θέλω να με συζητάνε σε σιωπηλούς τόνους», φέρεται να είχε πει σ’ έναν φίλο του ο φωτογράφος Πίτερ Χούτζαρ, λίγο πριν από τον θάνατό του. «Όταν οι άνθρωποι μιλούν για μένα, θέλω να ψιθυρίζουν». Η επιθυμία του έγινε σεβαστή μέχρι ένα σημείο. Σήμερα το όνομα και το έργο του είναι παντού, σε εκθέσεις, εξώφυλλα δίσκων, ακόμα και σε κινηματογραφικές ταινίες (πριν από μερικούς μήνες ανακοινώθηκε ότι θα γυριστεί μια ταινία για τη ζωή του με πρωταγωνιστή τον Μπεν Γουίσοου).
Όταν πέθανε σε ηλικία 53 ετών το 1987, θύμα του AIDS όπως και πολλοί φίλοι του στο νεοϋρκέζικο underground, ήταν γνωστός μόνο σε συγκεκριμένους καλλιτεχνικούς κύκλους και είχε δημοσιεύσει μόνο ένα φωτογραφικό βιβλίο. Τι βιβλίο όμως…
Το λεύκωμα «Portraits in Life and Death», το οποίο εξελίχθηκε σε θρύλο τις δεκαετίες μετά τον θάνατό του και τώρα επανεκδίδεται για πρώτη φορά μετά την πρώτη του έκδοση το 1976, έγινε το σύμβολο ενός χαμένου κόσμου: ενός κόσμου πριν από το AIDS, ενός μποέμικου σύμπαντος στο downtown της Νέας Υόρκης, του οποίου οι σοφίτες ήταν γεμάτες με καλλιτέχνες.
Ο φωτογράφος του οποίου την ανάσα μπορούμε μερικές φορές να νιώσουμε νευρικά στο σβέρκο μας, έχει βρει τον τρόπο να κάνει αυτούς τους ανθρώπους να χαλαρώσουν: τουλάχιστον δεκαπέντε από τις είκοσι εννέα φωτογραφίες δείχνουν τους εικονιζόμενους ξαπλωμένους.
Καθώς πέρασαν οι δεκαετίες, αυτό το ταπεινό βιβλίο –που περιέχει μόλις σαράντα φωτογραφίες στις οποίες περιλαμβάνονται πορτρέτα διάσημων και μη φίλων του, αλλά και φωτογραφίες κτιρίων, καθώς και κάποιες εκπληκτικές εικόνες μακάβριου μεγαλείου που είχε τραβήξει στις κατακόμβες του Παλέρμο το 1963– έγινε ένα υπερπολύτιμο τεχνούργημα.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πολλά άλλα βιβλία των 8,95 δολαρίων με κουρελιασμένα, λεκιασμένα από τον καφέ εξώφυλλα, που θα εμφανίζονταν στο διαδίκτυο, μισό αιώνα αργότερα, σε τιμή που υπερβαίνει το εκατονταπλάσιο της αρχικής τους. Αλλά το βιβλίο είχε αυτή τη σπάνια ιδιότητα ενός μοναδικού έργου τέχνης: ο χρόνος ήταν με το μέρος του.
«Δεν μελετάμε πλέον την τέχνη του θανάτου», έγραφε η Σούζαν Σόνταγκ στην εισαγωγή του βιβλίου, «κάτι που αποτελεί πάγια πρακτική στους παλαιότερους πολιτισμούς – όλα τα μάτια όμως, σε κατάσταση ηρεμίας, περιέχουν αυτήν τη γνώση. Το σώμα ξέρει. Και η φωτογραφική μηχανή το δείχνει, αμείλικτα... Η φωτογραφία μετατρέπει τον κόσμο σε νεκροταφείο».
Η Σόνταγκ, ένα πορτρέτο της οποίας περιλαμβάνεται στις σελίδες του βιβλίου, έγραψε την εισαγωγή ξαπλωμένη στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου. Την επόμενη μέρα θα έκανε την πρώτη από τις επεμβάσεις της για καρκίνο, η ακολουθία των οποίων, τριάντα χρόνια αργότερα, θα τη σκότωνε.
Όταν πέθανε ο Χούτζαρ το 1987, το να είσαι γκέι σήμαινε αυτομάτως σχεδόν κάτι περιθωριακό. Ο ίδιος φοβόταν ότι θα τον θυμόντουσαν «ως φωτογράφο που ήταν γκέι και όχι ως γκέι φωτογράφο». Για πολύ κόσμο εκείνα τα χρόνια, γκέι σήμαινε διεστραμμένος αλλά και άρρωστος. Ο Χούτζαρ δεν μπορούσε να φανταστεί πόσο ριζικά θα άλλαζε η τύχη του όρου – πως, μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, η γκέι κουλτούρα θα γινόταν της μόδας και στη συνέχεια, με ταχύτητα που εκ των υστέρων φαίνεται ασύλληπτη, μέρος του mainstream, και ως εκ τούτου όχι ξεχωριστή πλέον.
Παρότι πολλά από τα πορτρέτα του Χούτζαρ –η Σόνταγκ, ο Γουίλιαμ Μπάροουζ, η Φραν Λίμποβιτς, ο Τζον Γουότερς– ανήκαν σε προσωπικότητες που ήταν ή έγιναν ευρέως γνωστές, όλες τους ήταν ενταγμένες στην αντικουλτούρα. Άλλα πρόσωπα ήταν γνωστά στο ερμητικό ακόμα τότε καλλιτεχνικό σύμπαν, άγνωστα όμως έξω απ’ αυτό.
Και παρότι στη δουλειά του στον χώρο της μόδας, ο Πίτερ Χούτζαρ φωτογράφιζε πολλές διασημότητες, απέκλεισε σκόπιμα από το βιβλίο ανθρώπους που φοβόταν ότι παραήταν διάσημοι, πρώτος μεταξύ των οποίων ήταν ο Andy Warhol.
Αντ' αυτών, συμπεριέλαβε στο βιβλίο μια άγνωστη δασκάλα ονόματι Linda Moses και μια στρίπερ με τα αρχικά T.C., για την οποία οι ερευνητές του έργου του δεν έχουν καταφέρει να ανακαλύψουν εδώ και τόσα χρόνια απολύτως τίποτα.
Η επιλογή του ανήκειν σε μια κοινωνική μειονότητα –η επιλογή του καλλιτέχνη αλλά και του μοναχού– δεν ήταν, ή δεν ήταν μόνο, μια επιλογή απομόνωσης. Αν αισθάνεται κανείς σ’ αυτές τις εικόνες την επιφυλακτικότητα του μοναχικού ανθρώπου, αισθάνεται επίσης την επιθυμία να την ξεπεράσει.
Γνωρίζουμε ότι, αν και ο Χούτζαρ είχε πολλούς εραστές, οι ερωτικές του σχέσεις ποτέ δεν είχαν διάρκεια, παρότι μερικές φορές μετατράπηκαν σε φιλίες, και υπάρχει μια εγγύτητα σε αυτές τις φωτογραφίες που υποδηλώνει ένα κατευνασμένο πάθος, μια ανθεκτική οικειότητα που είναι προϊόν μακράς γνωριμίας.
Ο φωτογράφος του οποίου την ανάσα μπορούμε μερικές φορές να νιώσουμε νευρικά στο σβέρκο μας έχει βρει τον τρόπο να κάνει αυτούς τους ανθρώπους να χαλαρώσουν: τουλάχιστον δεκαπέντε από τις είκοσι εννέα φωτογραφίες δείχνουν τους εικονιζόμενους ξαπλωμένους. Παρότι (ή επειδή;) οι άνθρωποι αυτοί γνωρίζουν ότι η ματιά του αντιστέκεται σθεναρά στην εξιδανίκευση, τον εμπιστεύονται απόλυτα για να τους δείξει όπως είναι.
Με στοιχεία από The New Yorker