1.
Πλατεία Καρύτση. Συναντιόμαστε, ξανά και ξανά, και με εντυπωσιάζει το πάθος του βλέμματός του, το βλέμμα του πάθους του. Μιλάμε, σχεδόν όπως ο Μπόρχες με τον Κασάρες, σχεδόν για τα πάντα: για τα τσίπουρα, για τα ανυπέρβλητα συκωτάκια πουλιών με μπέικον στην ταβέρνα Σπυραντώνης στα Άνω Πατήσια, για τις πρώτες Kodak, για την ποίηση του T.S. Eliot, για την ανήσυχη εφηβεία, για τους μαραθώνιους (είναι δεινός δρομέας και επίμονος μαραθωνοδρόμος), για την αθώα τρέλα της δεκαετίας του Ογδόντα, για τις ψηλοτάβανες κατοικίες, για το αλησμόνητο Magic Bus, για τη μουσική της Τάνιας Γιαννούλη, για τα κορίτσια, για τον Γιώργο Τζιρτζιλάκη και την Παρέα της Χαράς (του ζαχαροπλαστείου με το καλύτερο παρφέ παγκοσμίως, όπου σύχναζαν ο Τζιρτζιλάκης, ο Δημήτρης Φύσσας, ο Θόδωρος Στεφανόπουλος, ο Διονύσης Μενίδης), για την Ίο, για τους υπνόσακους, για την αγαπημένη φωτογραφική μηχανή των happy few, τη Leica, για τις σκηνές στον δρόμο, για τους Τσιγγάνους, για τους αναστενάρηδες, για το ασπρόμαυρο φιλμ, για τη Leica και πάλι, για το πώς φωτογραφίζεις ακαριαία και χωρίς να εστιάσεις όταν το θαύμα παρουσιάζεται εκεί που περιπλανιέσαι στα σοκάκια της Νότιας Ιταλίας. Και για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο.
2.
Τεό / Ηλίας. Γράφει ο Ηλίας Μπουργιώτης: «Ξεκινώντας τη φωτογραφική μου αναζήτηση στην ελληνική ύπαιθρο στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ένας από τους δημιουργούς που με επηρέασαν με το έργο τους ήταν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Με εντυπωσίαζε ο τρόπος που κινηματογραφούσε, τα πλάνα του, η φωτογραφία του, η μουσική των ταινιών του κ.ά. Κάπως έτσι γεννήθηκε το πρώτο μου βιβλίο με τίτλο Αθέατη Ελλάδα. Από τότε είχα την επιθυμία να βρεθώ κοντά του σε μια κινηματογραφική δημιουργία του και να φωτογραφίσω το backstage. Αυτό είχε το μεγαλύτερο φωτογραφικό ενδιαφέρον για μένα, ήταν κάτι που μπορούσε να έχει τη δικιά μου φωτογραφική ματιά, ενώ όλοι και όλα κινιόντουσαν στον ρυθμό της προετοιμασίας για κάποιο κινηματογραφικό πλάνο, ενώ όλα συνέβαιναν πίσω από την κινηματογραφική κάμερα. Πάντα θα θυμάμαι τα όσα έζησα στις ταινίες του. Από την πρώτη συνάντηση στη λίμνη Κερκίνη, όταν με ρώτησε γιατί θέλω να φωτογραφίσω. Του έδωσα τότε και ξεφύλλισε το βιβλίο μου Αθέατη Ελλάδα, με κοίταξε, χαμογέλασε και συνέχισε... Έως το τελευταίο πορτρέτο που του έκανα εκείνο το εφιαλτικό βράδυ στο Κερατσίνι, στην ανολοκλήρωτη ταινία του Η άλλη θάλασσα».
3.
Το Βλέμμα της Αιωνιότητας. Προλογίζει ο μετρ Αχιλλέας Κυριακίδης. Ένα πολύ συγκινητικό κείμενο για τον Τεό, για την Αθήνα, για τον κινηματογράφο, για τις συμπτώσεις, για την Ελλάδα, για την Τέχνη. Προηγείται ένα απόσπασμα από το «East Coker», το δεύτερο από τα Τέσσερα Κουαρτέτα του T.S. Eliot. «In my beginning is my end». «Στην αρχή μου βρίσκεται το τέλος μου. Διαδοχικά / σπίτια υψώνονται και πέφτουν, καταρρέουν, επεκτείνονται / μετακινούνται, καταστρέφονται, ανακαινίζονται / ή στη θέση τους / είναι ένα χωράφι, ή ένα εργοστάσιο, ή μια παρακαμπτήριος./ Παλιά πέτρα σε νέο κτίριο, παλιά ξυλεία σε νέες φωτιές,/ παλιές φωτιές σε στάχτες, και στάχτες στη γη / που είναι ήδη σάρκα, τρίχωμα και περιττώματα,/ κόκαλα ανθρώπου και θηρίου, κοτσάνι καλαμποκιού και φύλλο./ Σπίτια ζουν και πεθαίνουν: καιρός του οικοδομείν / και καιρός του ζην και του τίκτειν / και καιρός του ανέμου να σπάσει στο ξεχαρβαλωμένο τζάμι / και να τραντάξει τον ξύλινο τοίχο / όπου χοροπηδάει ο αρουραίος / και να τινάξει την κουρελιασμένη ταπισερί που υφάνθηκε / μ᾽ ένα σιωπηλό ρητό.// Στην αρχή μου βρίσκεται το τέλος μου. Τώρα το φως πέφτει / πέρα στο χωράφι, αφήνοντας το βαθύ μονοπάτι / να σκιάζεται από κλαδιά, σκοτεινό το απόγευμα,/ εκεί που γέρνεις σε μια όχθη καθώς περνά ένα φορτηγό,/ και το βαθύ μονοπάτι επιμένει στην κατεύθυνση / που οδηγεί στο χωριό, στην ηλεκτρική ζέστη / υπνωτισμένο. Σε μια ζεστή αχλή το πνιγηρό φως / απορροφάται, δεν αντανακλάται, από την γκρίζα πέτρα./ Οι ντάλιες κοιμούνται στην κενή σιωπή./ Περίμενε την πρωινή κουκουβάγια» (Τέσσερα Κουαρτέτα, μτφρ. Χάρης Βλαβιανός, εκδ. Πατάκη). Ακολουθεί μια φράση του Θόδωρου Αγγελόπουλου: «Ὁι άνθρωποι χωρίζουν τον χρόνο σε παρελθόν, παρόν και μέλλον. Για μένα είναι όλα παρόντα». Και μετά, οι φωτογραφίες του Μπουργιώτη: όλες ασπρόμαυρες, βαθιά αισθαντικές, οργανωμένες με τον λυρικό ρεαλισμό του φωτογράφου που φροντίζει εδώ και δεκαετίες να απαθανατίζει βλέμματα και τοπία, σκηνές και στιγμές που διέπονται από θλίψη και θάλπος, από μελαγχολία και περηφάνια, από την περιλάλητη dignity, την αξιοπρέπεια για την οποία τόσο πολύ μίλησε και ο σπουδαίος Béla Tarr, ένας καλλιτέχνης που οι τρόποι του συγγενεύουν πολύ με αυτούς του Ηλία Μπουργιώτη. Στις σελίδες 140 και 141 ο Μπουργιώτης φωτογραφίζει με τη Leica τον Θόδωρο Αγγελόπουλο πέντε λεπτά πριν από τη μοιραία στιγμή, στις 24 Ιανουαρίου του 2012. Σε όλες τις φωτογραφίες του λευκώματος απλώνεται η σκόνη του χρόνου που ξέρει να τη βλέπει αυτός που ξέρει να ακούει το χορτάρι να βλασταίνει, αυτός που το βλέμμα του είναι το βλέμμα της αιωνιότητας, αυτός που μέσα του το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον γίνονται βραχνή προσευχή και μαγικός ψαλμός, γίνονται διαλεκτική. Ηλίας Μπουργιώτης