Camp, δηλαδή κάμπος: Η ιστορία των στρατοπέδων για Εβραίους στην Αμμόχωστο

ΤΡΙΤΗ Camp, δηλαδή κάμπος Facebook Twitter
Η νουβέλα της Διονυσίου είναι κατά κάποιον τρόπο ένα διπλό βιβλίο.
0

Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου χιλιάδες Εβραίοι από την Ευρώπη, που επέζησαν της βίας των στρατοπέδων, μετακινήθηκαν με πλοία προς την Παλαιστίνη λίγο πριν από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ.

Αυτή η εποποιία έχει μεταγραφεί λογοτεχνικά αρκετές φορές. Ως αναγνώστης δεν θα ξεχάσω ποτέ την αναστάτωση που μου είχε προκαλέσει η ανάγνωση του μυθιστορήματος του Λέον Γιούρις «Έξοδος». Σε αυτήν τη μετακίνηση η Κύπρος ήταν ένας βασικός «σταθμός». Περίπου πενήντα χιλιάδες Εβραίοι κρατήθηκαν στα στρατόπεδα που είχαν φτιάξει οι Εγγλέζοι έξω από την Αμμόχωστο. Οι Κύπριοι ονόμαζαν τα στρατόπεδα «κάμπους», γλωσσική οικειοποίηση των camps. 

Στη νουβέλα της «Τι είναι ένας κάμπος» η Νάσια Διονυσίου ανασυστήνει αυτό το επεισόδιο που συνδέεται με το Ολοκαύτωμα αλλά και με τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου. Στο υπόβαθρο της νουβέλας υπάρχουν όλα τα πραγματολογικά στοιχεία. Αλλά το αφήγημα της Διονυσίου δεν είναι ιστορικό. Είναι μια νουβέλα για την καλοσύνη, τη μνήμη, την ταυτότητα και την ελευθερία, που ακροβατεί με απίστευτη ισορροπία ανάμεσα στον ρεαλισμό και στην υπέρβασή του.

Η λέξη «κάμπος» στον τίτλο της νουβέλας δηλώνει ακριβώς αυτή την ισορροπία: είναι το στρατόπεδο, αλλά είναι και ο κάμπος, που κάποτε θα πρασινίσει. Είναι όμως και κάτι που θα παραμείνει άγνωστο, «κάτι που ακόμη δεν το ’χουμε ονοματίσει».

Διαβάζοντας τη νουβέλα, που δημιουργεί μεγάλη συγκίνηση, σκέφτομαι πως «κάμπος» μπορεί να είναι και η ίδια η γλώσσα. Αυτά τα πλούσια ελληνικά της καθομιλουμένης, με την εικονοποιητική δύναμη. Ιδιαίτερα στα σημεία που η γλώσσα της νουβέλας διανθίζεται με τα κυπριακά ελληνικά νομίζεις πως κυλάς πάνω στο όχημα μιας μακράς παράδοσης, ας πούμε του δημοτικού τραγουδιού, που αναπόφευκτα σε οδηγεί στην υπέρβαση. Μεγάλη μαεστρία. 

Διαβάζοντας τη νουβέλα, που δημιουργεί μεγάλη συγκίνηση, σκέφτομαι πως «κάμπος» μπορεί να είναι και η ίδια η γλώσσα. Αυτά τα πλούσια ελληνικά της καθομιλουμένης, με την εικονοποιητική δύναμη. Ιδιαίτερα στα σημεία που η γλώσσα της νουβέλας διανθίζεται με τα κυπριακά ελληνικά νομίζεις πως κυλάς πάνω στο όχημα μιας μακράς παράδοσης, ας πούμε του δημοτικού τραγουδιού, που αναπόφευκτα σε οδηγεί στην υπέρβαση. Μεγάλη μαεστρία. 

Η νουβέλα της Διονυσίου είναι κατά κάποιον τρόπο ένα διπλό βιβλίο. Η κύρια αφήγηση ξετυλίγεται μέσα από τις ημερολογιακές καταγραφές του κεντρικού ήρωα, του δημοσιογράφου Φαίδωνα, που σπούδασε στη Χαϊδελβέργη, αφού είχε τελειώσει το Παγκύπριο, κάπου στη δεκαετία του 1920.

Οι καταγραφές του ήρωα απλώνονται σε μόλις λίγες μέρες, από τις 26 Απριλίου έως τις 11 Μαΐου 1947. Αυτή η κύρια αφήγηση διακόπτεται τρεις φορές από ισάριθμες αυτοτελείς ιστορίες, κάτι σαν διηγήματα. Οι ιστορίες αυτές συνδέονται θεματικά με την κεντρική αφήγηση. Και μολονότι ο φλοιός τους είναι ρεαλιστικός, η γλώσσα τους και η γεωγραφία τους τις κάνει να μοιάζουν με ποιητικά ιντερλούδια. 

JEWS CYPRUS Facebook Twitter
Μια ομάδα προσφύγων κρατά μια σιωνιστική σημαία στα στρατόπεδα κράτησης της Κύπρου.

Όλα ξεκινούν όταν οι κρατούμενοι στους κάμπους ζήτησαν από τον Βρετανό διοικητή να τους στείλει έναν δημοσιογράφο για να καταγράψει τα αιτήματά τους. Μάλιστα είχαν ζητήσει να τους στείλει τον Φαίδωνα. Οι κρατούμενοι τον είχαν «εντοπίσει», διαβάζοντας τον Τύπο που τους μοίραζαν. Ήταν ο μόνος που έγραφε για ανθρώπους και όχι για «φορτία μεταναστών» ή για εποίκους, τρομοκράτες και πράκτορες, αναπαράγοντας κατά λέξη τα επίσημα ανακοινωθέντα των Βρετανών.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΜΠΟΣ
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ: Νάσια Διονυσίου, Τι είναι ένας κάμπος, σελ. 100, Εκδόσεις Πόλις

Ο Φαίδων εγκαταστάθηκε σε μια κάμαρα, κοντά στο στρατόπεδο, που του είχαν νοικιάσει οι Εγγλέζοι. Τη σπιτονοικοκυρά του τη λένε Ιουλιανή, «μια καλά γερασμένη γυναίκα, λιγνή και λιγόλογη, που χαμογελά μετρημένα καθώς αφήνει στο τραπέζι τον δίσκο ‒ καφές μέτριος και λεπτοκούλουρα».

Σ’ αυτό το στρατηγείο, απ’ όπου ο ήρωας θα ξεκινά για να κάνει τις συνεντεύξεις με κρατούμενους, κυριαρχεί η φύση, έστω και σε τενεκέδες με μυρωδικά και μενεξελιές ορτανσίες, αλλά και με μια μεγάλη συκαμιά που ρίχνει πυκνό ίσκιο. Σε αντίθεση με την ξερή γη και την άμμο του στρατοπέδου, η φύση έξω από τον κάμπο απλώνεται δοξαστική. Απλώνεται και μέσα στην αφήγηση, για να κυριαρχήσει, όπως ήδη είπαμε, στο τέλος, σαν μια προσδοκία: «Ίσαμε να πρασινίσει ο κάμπος, ίσαμε να πρασινίσει ο κόσμος». Συνειδητοποιώ ότι η φύση είναι ο άλλος ήρωας της νουβέλας της Διονυσίου.

Οι συνεντεύξεις ξεκινούν. Πρώτος ο Μωυσής, Ρωμανιώτης από τα Γιάννενα, που πολέμησε στο μέτωπο της Αλβανίας. Μετά, ένας νεαρός Πολωνοεβραίος. Ύστερα ένας άντρας από την Ουγγαρία, «λεπτό σκαρί, σημαδεμένο από τις κακουχίες, και με μια φωνή που έτρεμε».

Ακολουθεί η Λιλιάνα, που καταγόταν από τη Βουλγαρία και μιλούσε με τόνο προστακτικό κι έναν πρωτόγνωρο θηλυκό δυναμισμό, μέχρι η ορμή της να κοπάσει και να πει, σχεδόν ψιθυριστά: «Δεν ζητούμε τίποτε άλλο από το να μην ξεχάσουμε ποιοι ήμασταν». Και μετά άλλες φωνές: ένας Ρωσοεβραίος που στα είκοσί του είχε πάει στο Ανόβερο, άνοιξε ραφτάδικο, παντρεύτηκε, έκανε τέσσερα παιδιά, μέχρι να χαθούν όλα. «Μη στέλνεις πια τα γράμματα στη Γερμανία… πάει η χώρα μας, μην τα στέλνεις, πάει, πάει όλη μας η ζωή», έγραφε στον γιο του στη Γαλλία.

JEWS REFUGEES Facebook Twitter
Εβραίοι εσωτερικοί κρατούμενοι εγκαταλείπουν το στρατόπεδο κράτησης της Κύπρου για μετανάστευση στο Ισραήλ.

Η Μπέρθα, μάτια αμυγδαλωτά, μεγάλα ματοτσίνορα, μαλλιά που θυμίζουν μετάξι, ανασηκώνει το μανίκι και φαίνεται ο πενταψήφιος αριθμός. Η Ρουθ, η δασκάλα του στρατοπέδου, μιλάει κυπριακά ελληνικά, αεράτη, φορά καλοραμμένο παντελόνι και διαφέρει από τον κόσμο των κάμπων. Είναι Εβραία της Κύπρου. Οι γονείς της είχαν μεταναστεύσει, πολύ πριν από  τον πόλεμο, από τη Ρωσία στην Παλαιστίνη και από την Παλαιστίνη στην Αμμόχωστο. Εκεί αγόρασαν ένα μεγάλο κομμάτι ακαλλιέργητης γης και το μετέτρεψαν σε πορτοκαλεώνες.

Η Ρουθ δίνει την ευκαιρία στον Φαίδωνα να σκεφτεί πάνω στη γεωγραφία που είναι χαραγμένη στις φυσιογνωμίες των ανθρώπων. «Ο άνθρωπος είναι ο τόπος», γράφει. Άλλος ο άνθρωπος που μεγαλώνει ανάμεσα σε μονοκόμματα βουνά της πέτρας κι άλλος αυτός που μεγαλώνει κοντά στη θάλασσα. Αντί για «μεγαλώνει», η Διονυσίου χρησιμοποιεί το υπέροχο ρήμα «αναγιώνομαι», δηλαδή σηκώνομαι πάνω από τη γη, μεγαλώνω, ανατρέφομαι. 

Οι ημερολογιακές καταγραφές διακόπτονται, όπως είπαμε, από τρεις αυτόνομες ιστορίες. Στην πρώτη, με τίτλο «Πορτοκάλια», μια αγρότισσα περιθάλπει έναν Γερμανό αιχμάλωτο, από αυτούς που είχαν κουβαλήσει οι Βρετανοί για να δουλέψουν στο χτίσιμο των στρατοπέδων. «Ματιές της λύπησης, ματιές της υποψίας».

Στη δεύτερη ιστορία, με τίτλο «Θάλασσα», μια Εβραία από τη Θεσσαλονίκη τραγουδά ένα σεφαραδίτικο τραγούδι για τη μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε την πόλη της. Ήταν σχεδόν σε μια παραφορά. Βουτούσε στο νερό και συλλάβιζε «Μάνα», «Ραχήλ», «Ελλέζερ», «Μορίς», «Ίντα».

Στην τρίτη, με τίτλο «Νερό», ο οδηγός του βυτίου που μεταφέρει νερό στο στρατόπεδο βγάζει κρυφά κάποια παιδιά και τα οδηγεί να παίξουν μέσα στα περιβόλια. «Κι έτσι όπως έβλεπε τα παιδιά να παίζουν άνενοιας, έκαμε τη σκέψη που τούτο ακριβώς σήμαινε η λέξη ελευθερία». Το ωραίο επίρρημα «άνενοιας» σημαίνει «χωρίς έγνοια». 

Μια απόδραση από το στρατόπεδο διακόπτει βίαια τη διαδικασία των συνεντεύξεων. Ο διοικητής ζητάει από τον Φαίδωνα να του παραδώσει το πάσο. Έτσι κι αλλιώς, η εμπειρία τον έχει μεταμορφώσει. Στην τελευταία ημερολογιακή καταγραφή του αφήνει πίσω τους τούς κάμπους και τη σπιτονοικοκυρά του, την κυρία Ιουλιανή, που του δίνει παστελάκια για τον δρόμο, τυλιγμένα σε λευκό, κεντητό μαντίλι. Έχει μαζί του τις σημειώσεις του και τα χειρόγραφα μηνύματα που του έδωσαν οι κρατούμενοι. Οι μικρές ιστορίες που κάνουν τη μεγάλη ιστορία του κόσμου.

AΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Βασιλική Πέτσα: «Αυτό που μας πάει μπροστά δεν είναι η πρόοδος αλλά η αγάπη»

Βιβλίο / Η Βασιλική Πέτσα έγραψε ένα μεστό μυθιστόρημα με αφορμή μια ποδοσφαιρική τραγωδία

Η ακαδημαϊκός άφησε για λίγο το βλέμμα του κριτή και υιοθέτησε αυτό του συγγραφέα, καταλήγοντας να γράψει μια ιστορία για το συλλογικό τραύμα που έρχεται να προστεθεί στις ατομικές τραγωδίες και για τη σημασία της φιλικής αγάπης.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Μιχάλης Γκανάς: Ο ποιητής της συλλογικής μας μνήμης

Απώλειες / Μιχάλης Γκανάς (1944-2024): Ο ποιητής της συλλογικής μας μνήμης

«Ό,τι με βασανίζει κατά βάθος είναι η οριστική απώλεια ανθρώπων, τόπων και τρόπων και το ανέφικτο της επιστροφής». Ο σημαντικός Έλληνας ποιητής έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Queer»: Το μυθιστόρημα της στέρησης που πόνεσε τον Μπάροουζ

Βιβλίο / «Queer»: Το μυθιστόρημα της στέρησης που πόνεσε τον Μπάροουζ

Μια αναδρομή στην έξοχη, προκλητική όσο και «προφητική» νουβέλα του Ουίλιαμ Μπάροουζ στην οποία βασίστηκε η πολυαναμενόμενη ταινία του Λούκα Γκουαντανίνο που βγαίνει σύντομα στις κινηματογραφικές αίθουσες.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Βιογραφίες: Aπό τον Γκαρσία Μάρκες στην Άγκελα Μέρκελ

Βιβλίο / Πώς οι βιογραφίες, ένα όχι και τόσο δημοφιλές είδος στη χώρα μας, κατάφεραν να κερδίσουν έδαφος

Η απόλυτη επικράτηση των βιογραφιών στη φετινή εκδοτική σοδειά φαίνεται από την πληθώρα των τίτλων και το εύρος των αφηγήσεων που κινούνται μεταξύ του autofiction και των βιωματικών «ιστορημάτων».
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
ΕΠΕΞ Λευτέρης Αναγνώστου, ένας μεταφραστής

Λοξή Ματιά / Λευτέρης Αναγνώστου (1941-2024): Ένας ορατός και συγχρόνως αόρατος πνευματικός μεσολαβητής

Ο Λευτέρης Αναγνώστου, που έτυχε να πεθάνει την ίδια μέρα με τον Θανάση Βαλτινό, ήταν μεταφραστής δύσκολων και σημαντικών κειμένων από τη γερμανική και αυστριακή παράδοση.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
Κυκλοφόρησε η πιο διεξοδική μελέτη της δεκαετίας 1910-1920, μια τρίτομη επανεκτίμηση της «μεγαλοϊδεατικής» πολιτικής του Βενιζέλου

Βιβλίο / Κυκλοφόρησε η πιο διεξοδική μελέτη της δεκαετίας 1910-1920, μια τρίτομη επανεκτίμηση της «μεγαλοϊδεατικής» πολιτικής του Βενιζέλου

Ο Ιωάννης Στεφανίδης, καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική του ΑΠΘ και επιμελητής του τρίτομου έργου του ιστορικού Νίκου Πετσάλη-Διομήδη, εξηγεί γιατί πρόκειται για ένα κορυφαίο σύγγραμμα για την εποχή που καθόρισε την πορεία του έθνους.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ