Διακοπές στην Κέρκυρα

Διακοπές στην Κέρκυρα Facebook Twitter
0

Στις αρχές της δεκαετίας του 2010, ένα απόγεμα στη καρδιά του καλοκαιριού, με πήρε στο κινητό ο φίλος μου ο Σπύρος. Σπούδαζε σ' ένα ΤΕΙ και δούλευε μπάρμαν στα Εξάρχεια. Είχαμε γίνει φίλοι ένα φεγγάρι που οι γκόμενές μας ήτανε φίλες κολλητές. Είπε ότι τηλεφωνεί από την ιδιαίτερη πατρίδα του την Κέρκυρα. Ήτανε αραχτός σ' ένα παλιό σπιτάκι του παππού του στην εξοχή. Όταν του 'πα ότι είμαι ρέστος, κολλημένος στην Αθήνα χωρίς λεφτά για διακοπές, πρότεινε αν θέλω, να πάω εκεί να με φιλοξενήσει. Χωρίς ανέσεις αλλά δίπλα στη θάλασσα. Είχα επισκεφθεί το νησί πριν. Η Κέρκυρα είναι πολύ όμορφος τόπος.

 

Αποδέχτηκα την πρόσκληση. Έβαλα σ' ένα σάκο λίγα απαραίτητα και πέδιλα, μάσκα, ψαροντούφεκο. Πήρα το λεωφορείο του ΚΤΕΛ ένα μεσημέρι του Αυγούστου. Σε πεντέμισυ ώρες έφτασα. Ο Σπύρος με περίμενε μες τ'αυτοκίνητό του, ένα αρχαίο ντεσεβό. Έριξα το σάκο στο πίσω κάθισμα και κάθισα αναπαυτικά μπροστά ν' απολαύσω τη διαδρομή. Είχε ένα μπάφο έτοιμο και τον άναψε για wellcome. Οδήγησε προς τα βόρεια του νησιού. Κάπου άφησε την άσφαλτο και μπήκε σ' ένα χωματόδρομο. Δεξιά κι αριστερά ατέλειωτα λιόφυτα. Σ'ένα σημείο έκοψε ταχύτητα, βγήκε από το δρόμο κι οδήγησε προσεκτικά μες τα χωράφια, ανάμεσα στις ελιές. Το ντεσεβό χοροπηδούσε πάνω στις πέτρες και σκαρφάλωνε τις ανηφόρες σαν κατσίκι. Περάσαμε μερικές πεζούλες, φέραμε βόλτα ένα λόφο, κι ανεβήκαμε στο διάσελο του επόμενου. Φάνηκε από κάτω η θάλασσα. Στην πλαγιά, μέσα σ' ένα μεγάλο ακαλλιέργητο λιόφυτο ήταν ένα σπιτάκι. Μετά από λίγο φτάσαμε.

 

Τη φούντα τη μοιράσαμε. Χωρίς ζύγισμα. Ο ένας μοίρασε ο άλλος διάλεξε. Είπαμε μόνο για πάρτη μας, τσιμουδιά σε κανένα. Το τήρησα. Η δική μου κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο κι έχω ακόμα άλλη τόση.


Δίπλα στο χαμηλό κτίριο, μια τεράστια συκιά άπλωνε τα κλαδιά της. Ήταν γεμάτη σύκα. Παρκάρισε το ντεσεβό στη παχιά σκιά, δίπλα σ' ένα πηγάδι με σκέπασμα και σκουριασμένο μαγγάνι. Στην άκρη της μικρής αυλής, ένα μονοπάτι μες την ξερή βλάστηση, κατέβαινε εκατό περίπου μέτρα μέχρι μια μικρή παραλία στη μέση του πουθενά. Μπροστά στην πόρτα του σπιτιού, φύτρωνε γέρικη κληματαριά, αφρόντιστη αλλά φορτωμένη με τεράστια τσαμπιά. Μέσα υπήρχανε δύο χωριστά δωμάτια. Το ένα —το δικό του— ήταν κρεββατοκάμαρα. Το άλλο —για μένα— ήταν μεγαλύτερο. Είχε παράθυρο προς την αυλή, τζάκι, τραπέζι και καρέκλες, έναν καναπέ, τενεκεδένιο νιπτήρα κρεμαστό στον τοίχο, πετρογκάζ, νεροχύτη και κουζινικά σ΄ένα ράφι από πάνω. Θα κοιμόμουνα σ' ένα χαμηλό ντιβάνι.

 

Υπήρχε μια ξύλινη παράγκα-τουαλέτα αρκετά μέτρα χαμηλότερα στην πλαγιά, με νερό σ' ένα κιούπι δίπλα στη λεκάνη. Μου 'πε το νερό του πηγαδιού είναι πόσιμο και πρέπει να το χρησιμοποιούμε με τσιγκουνιά. Θέλει κουβάλημα με τον κουβά από το πηγάδι μέχρι να γεμίσουνε νταμιτζάνα, νιπτήρας, κιούπι στην τουαλέτα κι ένα βαρέλι στην αυλή, που 'χε λάστιχο να τρέχει το νερό στην πεζούλα από κάτω —όπου θα κάναμε ντους.


 Δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα. Τα φαγώσιμα, τα 'βαζε σ'ένα φανάρι τροφίμων κρεμασμένο σ' ένα γάντζο στο ταβάνι. Δίπλα του κρεμότανε μια ταινία με κόλλα —παγίδα για τις μύγες. Ζωή πρωτόγονη στο ύπαιθρο. Βέβαια αν γουστάραμε μπορούσαμε να πάμε με τ' αμάξι σε κάνα μπαρ ή ντίσκο της περιοχής.

 

Πέταξα το σάκκο σε μια άκρη και κατεβήκαμε στη θάλασσα. Κολύμπησα στην έρημη παραλία και ξάπλωσα στον απογευματινό ήλιο. Ο Σπύρος έπιασε το μοντέρνο ψαροντούφεκο που έφερα να το δοκιμάσει. Με πήρε ο ύπνος. Όταν με ξύπνησε, ο ήλιος είχε δύσει. Είχε πιάσει μερικά ψάρια, τα καθάρισε κι ανηφορίσαμε. Τα τηγανίσαμε, βγάλαμε το τραπέζι έξω και δειπνήσαμε στο φως λάμπας πετρελαίου. Ήπιαμε κόκκινο κρασί από μια μεγάλη γυάλινη μπουκάλα με καλαμένιο πλέγμα. Για επιδόρπιο φάγαμε ώριμα σύκα. Κάναμε και μερικούς μπάφους. Είπαμε όσα λένε οι φίλοι που έχουνε να ιδωθούνε καιρό. Πέσαμε για ύπνο λίγο μετά τις δώδεκα.
  

Ξύπνησα πριν την αυγή. Έψησα καφέ και τον ήπια έξω, κάτω από την κληματαριά. Φάνηκε το πρώτο φως. Το κελάηδισμα των πουλιών, χάϊδεψε τ' αυτιά μου. Κατηφόρισα μέχρι τη θάλασσα. Κοίταξα προσεκτικά τα ήρεμα νερά. Περπάτησα πέρα δώθε στην παραλία. Τι να υπάρχει άραγε πίσω απ' τα βράχια; Σκαρφάλωσα στην πλαγιά δεξιά. Από την κορφή φάνηκε μια παραλία όχι πάνω από εξήντα μέτρα μήκος. Κάτω από το σημείο που ήμουνα, υπήρχε ένας σωρός από στοιβαγμένους μαύρους νάϊλον σάκους.
  

Κατηφόρισα γεμάτος περιέργεια. Όλοι μαζί οι σάκοι είχανε μέγεθος όσο περίπου τρεις παλέτες. Προς τη μεριά της ξηράς, μπροστά στο σωρό ήτανε μια δερμάτινη τσάντα με φερμουάρ. Την άνοιξα. Επάνω είχε ένα τεράστιο γυαλιστερό περίστροφο Magnum μέσα στη δερμάτινη θήκη του και κάμποσες γεμιστήρες γεμάτες σφαίρες. Όταν το σήκωσα μου φάνηκε πολύ βαρύ. Από κάτω ήταν ένα μεγάλο πακέτο φούντα ξερή κι αφράτη εκλεκτής ποιότητας όπως έκρινα από τη μυρουδιά.
 

Κοίταξα πέρα-δώθε προσεκτικά κι έστησα αυτί. Γύρω από το σωρό με τις σακούλες υπήρχανε πατημασιές. Μέχρι την άλλη άκρη της παραλίας, η άμμος ήταν κατακάθαρη, χωρίς πατήματα. Το μυαλό μου πήρε στροφές. Πάνω στην παρθένα άμμο, περπάτησα στα γρήγορα μέχρι την άλλη μεριά. Έβγαλα τα παπούτσια και γύρισα πίσω περπατώντας μέσα στο νερό. Τα φόρεσα ξανά, πήρα την τσάντα κι έφυγα. Μου πήρε περίπου ένα τέταρτο ν' ανεβοκατέβω την πλαγιά, να διασχίσω την παραλία και ν' ανηφορίσω μέχρι το σπίτι.
  

Ξύπνησα αμέσως το Σπύρο και του εξήγησα. Βάλαμε την τσάντα πάνω στο τραπέζι. Η φούντα μύριζε πολύ ωραία. Στρίψαμε ένα μικρό μονόφυλλο να δοκιμάσουμε. Κλάσαμε μαλλί και πατάτες! Ποτέ πριν δεν είχα πιείτέτοια ποιότητα! Ο Σπύρος συνοφρυώθηκε.
 

«Πάμε να δω κι εγώ,» είπε.
 

Κατεβήκαμε την πλαγιά και διασχίσαμε την παραλία σε χρόνο μηδέν. Σκαρφαλώσαμε προσεκτικά χωρίς κανένα θόρυβο. Κρυμμένοι από τα βράχια, ρίξαμε μια ματιά. Η διπλανή παραλία ήταν άδεια! Κατηφορίσαμε με φούρια.Οι σάκοι είχαν εξαφανιστεί! Στην άμμο υπήρχαν πολλές πατημασιές και σημάδια από ρόδες αυτοκινήτου. Στο έδαφος είδαμε άλλες ροδιές πιο αμυδρές. Λίγο παραπάνω ανάμεσα στις ελιές, διακρίναμε ένα φαρδύ μονοπάτι-χωματόδρομο.

 

«Γρήγορα,» είπε ο Σπύρος. «Κίνδυνος! Πρέπει να φύγουμε αμέσως!»
  

Στο σπίτι —με φούρια— βάλαμε μέσα το τραπέζι και τις καρέκλες και πετάξαμε άρον άρον στο ντεσεβό όλο το μικρό νοικοκυριό του, το ψαροντούφεκο και το σάκο μου. Δεν είχα προλάβει να τον ανοίξω. Βάλαμε την τσάντα κάτω από τις αποσκευές μας. Ο Σπύρος άρχισεμεθοδικά να εξαφανίζει κάθε σημάδι αποδεικτικό διαβίωσης. Κλείδωσε το σκέπασμα του πηγαδιού μ' ένα σκουριασμένο λουκέτο. Έριξε χώματα στην αυλή και μπροστά στην πόρτα. Κούνησε δυνατά τα κλαδιά της συκιάς μέχρι που πέσανε κάτω τα ώριμα σύκα και λίγα κίτρινα φύλλα. Πήρε το χαρτί τουαλέτας από την παράγκα κι άδειασε το κιούπι στη λεκάνη. Τράβηξε το λάστιχο από το βαρέλι κι άφησε το νερό να τρέξει στο χώμα. Μάζεψε τα σκουπίδια. Όταν τα πάντα όλα φορτώθηκαν στ' αμάξι, έκανε μια επιθεώρηση και φύγαμε. Το φορτωμένο ντεσεβό μας κουβάλησε αργά μα σταθερά μέσ' από τα χωράφια στο χωματόδρομο. Οδήγησε προς την πόλη της Κέρκυρας. 
 

«Θα το καταλάβουν αργά ή γρήγορα,» είπε. «Είναι αδίσταχτοι. Θα προσπαθήσουνε να μας βρούνε. Πρέπει να εξαφανιστούμε χωρίς ν' αφήσουμε ίχνη. Μακάρι η πονηριά που έκανες να τους στείλει αλλού. Μπράβο. Κρίμα ρε γαμώτο. Θα περνάγαμε καλά στο σπιτάκι του παππού μου. Ανήκει σε μια ξαδέρφη μου που ζει στον Καναδά. Κανένας δεν μένει εκεί χρόνια τώρα. Φέτος, το άνοιξα με διάρρηξη για να μείνω. Ήτανε ωραίο όσο κράτησε. Τώρα πρέπει να προσέξουμε.
  

Στη διαδρομή τα κουβεντιάσαμε και συμφωνήσαμε.Του 'χα εμπιστοσύνη σε τέτοια θέματα. Ήτανε γάτα.
 

Το όπλο δεν είχε για μας καμιά χρησιμότητα, άσε που θα το βλέπανε τα σκάνερ στο λιμάνι. Σ' ένα σημείο της διαδρομής, πλησιάσαμε τη θάλασσα κάπου, όπου τα νερά ήτανε βαθιά. Τυλίξαμε το Magnum και τις γεμιστήρες με μια κουρελιασμένη πετσέτα, τα δέσαμε όλα σφιχτά με σπάγγο και τα φουντάραμε στο βαθύ μπλε.
 

Όταν φτάσαμε στην πόλη, πήγαμε στη μεγάλη πλατεία. Ψάξαμε και βρήκαμε σκατά από σκύλους. Τα πασαλείψαμε στην τσάντα. Η μυρουδιά τους απομακρύνει τα αστυνομικά σκυλιά. Το είχα μάθει από τον πατέρα μου. Στη γερμανική κατοχή δούλευε στην αντίσταση και ενίοτε ξηγιότανε έτσι να περνάει διάφορα από τα μπλόκα των Γερμανών που είχανε σκύλους.
 

Με τη ψυχή στο στόμα πήραμε το φέρι και φτάσαμε απέναντι. Με τη ψυχή στο στόμα πήραμε το δρόμο και φτάσαμε στην έδρα μας στην Αθήνα, χωρίς να συμβεί τίποτα δυσάρεστο. 
 

Τη φούντα τη μοιράσαμε. Χωρίς ζύγισμα. Ο ένας μοίρασε ο άλλος διάλεξε. Είπαμε μόνο για πάρτη μας, τσιμουδιά σε κανένα. Το τήρησα. Η δική μου κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο κι έχω ακόμα άλλη τόση. Φέτος, οΣπύρος βρήκε δουλειά μπάρμαν σ' ένα τουριστικό νησί στο Αιγαίο. Μου 'πε άμα θέλω, να πάω να με φιλοξενήσει στο σπίτι του. Λέω τον Αύγουστο να πάω να τον δω.

 

_____

* Ο Αντώνης Μακραντώνης είναι συγγραφέας του βιβλίου «Μύκονος, μια μυθολογία» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελευθερουδάκη

 

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ψέμα μέχρι αποδείξεως του εναντίου

Βιβλίο / Ψέμα μέχρι αποδείξεως του εναντίου

Στο νέο του βιβλίο, «Ψέματα που μας έμαθαν για αλήθειες», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα, ο Νικόλας Σμυρνάκης καταρρίπτει 23 μύθους που μας καταπιέζουν, βοηθώντας μας να ζήσουμε ουσιαστικότερα.
ΜΑΡΙΑ ΔΡΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ
Βασίλης Σωτηρόπουλος: «Έχουν γίνει μεγάλα βήματα στη νομοθεσία για τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα, υπάρχουν όμως ακόμα σημαντικά κενά»

Βιβλίο / Βασίλης Σωτηρόπουλος: «Έχουν γίνει μεγάλα βήματα στη νομοθεσία για τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα, υπάρχουν όμως ακόμα σημαντικά κενά»

Μια διαφωτιστική συζήτηση με τον γνωστό δικηγόρο παρ’ Αρείω Πάγω και συγγραφέα με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του ΛΟΑΤΚΙ + Δικαιώματα & Ελευθερίες (εκδ. Σάκκουλα), ένα μνημειώδες όσο και πολύτιμο βοήθημα για κάθε ενδιαφερόμενο άτομο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Βασιλική Πέτσα: «Αυτό που μας πάει μπροστά δεν είναι η πρόοδος αλλά η αγάπη»

Βιβλίο / Η Βασιλική Πέτσα έγραψε ένα μεστό μυθιστόρημα με αφορμή μια ποδοσφαιρική τραγωδία

Η ακαδημαϊκός άφησε για λίγο το βλέμμα του κριτή και υιοθέτησε αυτό του συγγραφέα, καταλήγοντας να γράψει μια ιστορία για το συλλογικό τραύμα που έρχεται να προστεθεί στις ατομικές τραγωδίες και για τη σημασία της φιλικής αγάπης.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Μιχάλης Γκανάς: Ο ποιητής της συλλογικής μας μνήμης

Απώλειες / Μιχάλης Γκανάς (1944-2024): Ο ποιητής της συλλογικής μας μνήμης

«Ό,τι με βασανίζει κατά βάθος είναι η οριστική απώλεια ανθρώπων, τόπων και τρόπων και το ανέφικτο της επιστροφής». Ο σημαντικός Έλληνας ποιητής έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Queer»: Το μυθιστόρημα της στέρησης που πόνεσε τον Μπάροουζ

Βιβλίο / «Queer»: Το μυθιστόρημα της στέρησης που πόνεσε τον Μπάροουζ

Μια αναδρομή στην έξοχη, προκλητική όσο και «προφητική» νουβέλα του Ουίλιαμ Μπάροουζ στην οποία βασίστηκε η πολυαναμενόμενη ταινία του Λούκα Γκουαντανίνο που βγαίνει σύντομα στις κινηματογραφικές αίθουσες.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Βιογραφίες: Aπό τον Γκαρσία Μάρκες στην Άγκελα Μέρκελ

Βιβλίο / Πώς οι βιογραφίες, ένα όχι και τόσο δημοφιλές είδος στη χώρα μας, κατάφεραν να κερδίσουν έδαφος

Η απόλυτη επικράτηση των βιογραφιών στη φετινή εκδοτική σοδειά φαίνεται από την πληθώρα των τίτλων και το εύρος των αφηγήσεων που κινούνται μεταξύ του autofiction και των βιωματικών «ιστορημάτων».
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
ΕΠΕΞ Λευτέρης Αναγνώστου, ένας μεταφραστής

Λοξή Ματιά / Λευτέρης Αναγνώστου (1941-2024): Ένας ορατός και συγχρόνως αόρατος πνευματικός μεσολαβητής

Ο Λευτέρης Αναγνώστου, που έτυχε να πεθάνει την ίδια μέρα με τον Θανάση Βαλτινό, ήταν μεταφραστής δύσκολων και σημαντικών κειμένων από τη γερμανική και αυστριακή παράδοση.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ