Για το ρεμπέτικο και το ελληνικό ροκ έχουν κυκλοφορήσει ή κυκλοφορούν, συγκριτικώς, τα πιο πολλά βιβλία. Το σημειώνω αυτό, γιατί για το «νέο κύμα» ας πούμε, ή για το λεγόμενο «ελαφρολαϊκό» τραγούδι δεν έχει κυκλοφορήσει σχεδόν τίποτα ή απολύτως τίποτα!
Αυτό κατ’ αρχάς κάτι σημαίνει. Πως οι φίλοι, οι οπαδοί, οι fans αυτών των μουσικών –του ρεμπέτικου και του ελληνικού ροκ εννοώ– το παίρνουν πολύ ζεστά το θέμα τους. Ψάχνουν και σκαλίζουν το παρελθόν, ανακαλύπτουν ξεχασμένους μουσικούς και χαμένες ηχογραφήσεις, φέρνουν στο φως μαρτυρίες, ιστορικές φωτογραφίες και άλλα διάφορα ντοκουμέντα.
Αν για το ρεμπέτικο έχουν γραφεί κι εκδοθεί «τα πάντα» (από μονογραφίες, βιογραφίες και δισκογραφίες, μέχρι κοινωνιολογικές και αισθητικές μελέτες και αναλύσεις), για το ελληνικό ποπ/ροκ μένει προς διερεύνηση και διευθέτηση, μόνο, μία τέτοια μελέτη (κοινωνική και αισθητική), που να στηρίζεται σ’ εκείνο που πραγματικά συνέβη και όχι σε «φαντάσματα».
«Η ανεύρεση εν ενεργεία μουσικών ήταν πιο εύκολη υπόθεση, αν και για μερικούς δεν φανταζόσουν ότι ήταν κάποτε μέλη σε γκρουπ. Οι μουσικοί που στράφηκαν σε άλλα επαγγέλματα έμεναν συνήθως άναυδοι όταν τους έβρισκα – πίστευαν ότι τους έκανε κάποιος φάρσα! Συνήθως, όμως, αυτοί είχαν πιο συγκροτημένη σκέψη και θυμόντουσαν καλύτερα τη ροή των πραγμάτων, από κάποιον που είχε 40+ χρόνια καριέρας στη μουσική»
Πριν, όμως, απ’ αυτή τη μελέτη, ή τις μελέτες, που κάποια στιγμή θα υπάρξουν, απαιτείται η γνώση και η καταγραφή του χώρου. Και αν μιλάμε για τη δεκαετία του ’60, εκείνο που απαιτείται είναι η γνωριμία του αναγνώστη (και του επίδοξου μελετητή) με τα συγκροτήματα – και όχι μόνο μ’ εκείνα που ηχογράφησαν, αλλά και μ’ εκείνα που έπαιξαν, πολλές φορές, έναν ξεχωριστό ρόλο, δίχως ποτέ να δουν τη δουλειά τους στο βινύλιο.
Ο Νίκος Σάρρος συλλέκτης και fan των ελληνικών συγκροτημάτων του ’60 κυκλοφόρησε πριν λίγες ημέρες ένα μοναδικό βιβλίο. Ο τίτλος του τα λέει όλα: «Τα ελληνικά μουσικά συγκροτήματα των sixties / Ένα φωτογραφικό λεύκωμα» [Εκδόσεις Μισκής, 2015]. Μοναδικό γιατί; Μα γιατί… από τα 165 συγκροτήματα των sixties που ανθολογούνται στο βιβλίο του, περίπου 70 δεν είχαν ηχογραφήσει κάτι στην εποχή τους. Αλλά (μοναδικό) και για τον επόμενο λόγο. Το φωτογραφικό υλικό, που είναι πολύ και καλό, δηλαδή πολύ καλό, είναι στο απολύτως μεγαλύτερο μέρος του πρωτότυπο. Μιλάμε για περισσότερες από 600(!) φωτογραφίες αδημοσίευτες – πραγματικός θησαυρός για τον απλό θιασώτη, ή τον… διπλό μελετητή.
Κάτι σημαντικό, που σχετίζεται με το θέμα μας και δεν πρέπει να το ξεχνάμε, είναι πως από τα συγκροτήματα των sixties ξεκίνησαν πολλά γνωστά ονόματα του τραγουδιού μας και όχι μόνο (όχι μόνο μουσικοί και τραγουδιστές εννοώ, αλλά ακόμη και δημοσιογράφοι όπως ο μακαρίτης Κώστας Γιαννουλόπουλος ή ο Δημήτρης Κωνσταντάρας). Να μερικά, μόνον, ονόματα και δίπλα τα γκρουπ από τα οποία πέρασαν...
Λάκης Τζορντανέλλι (Cinquetti κ.ά.), Γιάννης Κατέβας (Beatnicks), Σάκης Τσιλίκης (Hurricanes), Βασίλης Παπακωνσταντίνου (Crosswords), Ντέμης Ρούσσος, Λουκάς Σιδεράς (Beatniks κ.ά.), Μιχάλης Νικολούδης (Tops, Semprini, Sounds), Λάκης Παπαδόπουλος (Dragons), Γιώργος Μπουλουγουράς (Teachers, Laragraccia di Pieta, Meteors, Dark Faces, Faces), Γιώργος Πολυχρονιάδης (Watchers, Drops, Βόρειοι, Snowballs), Τάκης Μπινιάρης (Sover Group), Δημήτρης Κωνσταντάρας (Radishes), Γιάννης Κύρης, Σταμάτης Σπανουδάκης (ULS), Νίκος Παπάζογλου, Γιώργος Πεντζίκης, Μπάμπης Λασκαράκης (Ronnie and Those), Στέλιος Φωτιάδης (Rings, Fratelli), Κώστας Καραμήτρος, Κώστας Στρατηγόπουλος (Best), Αντώνης Βαρδής (Vikings, Meteors), Γιώργος Γερολυμάτος (Foremost), Κώστας Γανωσέλης (Skamagas, Φοίνικες), Φίλιππος Τσεμπερούλης (Mariners), Κώστας Γιαννουλόπουλος (Thorns, Loubogg), Βλάσσης Μπονάτσος (Darks), Γιώργος Φιλιππίδης (Magics), Γιάννης Σαρόγλου, Αλέκος Χρυσοβέργης (Champions, Soul Brothers), Παντελής Δεληγιαννίδης, Γιώργος Ζηκογιάννης (Renaldi), Δημήτρης Ταμπόσης, Johnny Lambizzi (Sharks) κ.λπ.
Στη συζήτηση με τον Νίκο Σάρρο που ακολουθεί θίγονται διάφορα ζητήματα σε σχέση με το βιβλίο, και άρα με την ελληνική ποπ (και ροκ) ελληνική σκηνή της δεκαετίας του ’60…
Ας ξεκινήσουμε από το πλέον βασικό. Πες μας τι είναι το βιβλίο…
Το «Ελληνικά συγκροτήματα των sixties/ Ένα φωτογραφικό λεύκωμα» δεν έχει σχέση με άλλα σχετικά συγγράμματα που έχουν κυκλοφορήσει στο παρελθόν, και που αφορούν το ελληνικό ροκ – και τούτο γιατί παρουσιάζεται ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό, που δεν μπορεί να βρεθεί στο ιντερνέτ ή στον περιοδικό Τύπο της εποχής. Δεύτερον, στο βιβλίο ασχολούμαι με το ξεκίνημα των γκρουπ, με τα πρώτα βήματά τους, με τις σημαντικότερες αλλαγές των μελών τους, αποκαλύπτοντας κρυφές πτυχές και άγνωστες ιστορίες. Δεν ασχολούμαι καθόλου με το τι κάνουν οι μουσικοί εκείνων των γκρουπ σήμερα, ή με την καριέρα που είχαν μετά τα sixties. Καταπιάνομαι, δηλαδή, με την πορεία τους στα sixties και μόνο σ’ αυτά.
Τι ήταν, λοιπόν, εκείνο που σε οδήγησε ν’ ασχοληθείς μ’ αυτά τα συγκροτήματα και όχι μ’ εκείνα των seventies ή των eighties ας πούμε;
Κυρίως δύο λόγοι. Αρχικά, γιατί θεωρώ τα συγκροτήματα του ’60 πιο ενδιαφέροντα σε σχέση με τα αντίστοιχα των seventies και των eighties. Αυτό για μένα είναι λογικό από τη στιγμή που, τα sixties, σε πολλούς τομείς της Τέχνης είναι πρωτοπόρα – περισσότερο από κάθε επόμενη δεκαετία. Ο δεύτερος λόγος έχει σχέση με το γεγονός πως ακούω sixties μουσική. Άρα, μέσω της αγάπης που έχω για τον συγκεκριμένο ήχο, μου δόθηκε η αφορμή να γνωρίσω μέσα απ’ αυτό το οδοιπορικό τούς τότε εκφραστές της.
Τι το ιδιαίτερο έχει/συμβολίζει για ’σένα εκείνη η εποχή; Το λέω γιατί πέρα από τη μουσική, τα ελληνικά sixties, που συμπίπτουν με την άνθηση των συγκροτημάτων, εμπεριέχουν και «βία & νοθεία», μετανάστευση, δολοφονία Λαμπράκη, Αποστασία, Χούντα και άλλα τέτοια θλιβερά…
Μουσικά τα ελληνικά sixties νομίζω ότι χαρακτηρίζονται από την απόλυτη έννοια της λέξης «δημιουργία» – σε όλα τα μουσικά είδη, αλλά και γενικότερα στις Τέχνες θα έλεγα. Μπορεί οι εικόνες για τα συγκροτήματα να έρχονται «απ’ έξω», αλλά αυτό δεν σημαίνει πως οι νέοι της εποχής δεν έβαζαν πάνω τις δικές τους πινελιές. Ακόμα και μετά τον Απρίλη του ’67, με όλες τις αλλαγές που επήλθαν στον τόπο, τα γκρουπ συνεχίζουν να δημιουργούν, άσχετα αν αυτό δεν αποτυπώνεται δισκογραφικά στον βαθμό που πρέπει.
Όμως, οφείλω να πω με σιγουριά, μετά την έρευνα που έχω κάνει, ότι η αφορμή για το κύμα άνθισης των γκρουπ δεν ήταν η διάθεσή τους να εκφράσουν άποψη για τα πολιτικοκοινωνικά γεγονότα που αναφέρεις, αλλά, πρωτίστως, η αγάπη τους για τη μουσική, θίγοντας μέσα απ’ αυτήν απλά καθημερινά γεγονότα (φιλία, αγάπη, έρωτας, φλερτ, χωρισμός).
«Θεωρώ κομβική χρονιά το 1966 και ειδικότερα το εξάμηνο Μαρτίου-Σεπτεμβρίου. Είναι η περίοδος όπου εμφανίζονται οι περισσότερες ηχογραφήσεις από διαφορετικά γκρουπ – αφού οι Forminx και οι Juniors βρίσκονται λίγο πριν την διάλυσή τους, και οι δισκογραφικές ψάχνουν για νέο αίμα. Είναι η περίοδος όπου η Philips μαζεύει τα κορυφαία γκρουπ της Θεσσαλονίκης, ενώ το ίδιο κάνει και η Music Box στην Αθήνα»
Παρά ταύτα θα επιμείνω. Γιατί να μη μπορούν να εκφράσουν τα ελληνικά γκρουπ του ’60 κοινωνικά ή πολιτικά μηνύματα με τον τρόπο των Who ας πούμε, ή των Kinks;
Στο ξεκίνημά τους τα γκρουπ εμφανίζονταν σε μουσικά πρωινά, πάρτυ, αναψυκτήρια και κινηματογράφους. Αφορμή και σκοπός τους ήταν ένας… να παίξουν τη μουσική που αγαπούσαν. Η αποδοχή που είχαν τα έκανε σε σύντομο χρονικό διάστημα να κρατούν ολόκληρα προγράμματα σε κέντρα, ακόμη και στα πιο κοσμικά. Από αυτό και μόνο καταλαβαίνεις πως δεν ήταν πλέον τόσο εύκολο να θίξουν κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, γιατί τα χρήματα που έπαιρναν για την εποχή τους ήταν πολλά. Δεν ρίσκαραν να «επαναστατήσουν». Ζούσαν το δικό τους «τώρα». Για τη δισκογραφία δεν το συζητάμε καν. Εκεί τα πράγματα ήταν σαφώς πιο αυστηρά.
Παρατηρούμε επίσης ότι, πολλές φορές, ενώ τα γκρουπ παίζουν μια χαρά, τα στιχουργικά θέματά τους είναι πρωτόλεια, ακόμη και για ερωτικά…
Είναι γεγονός, παρότι κάποια στιγμή παρουσιάστηκε το φαινόμενο να γράφουν στίχοι άνθρωποι εκτός των γκρουπ – συνήθως συνεργάτες των δισκογραφικών (ο Αρτόπουλος της Parlophone, ο Μαστοράκης και ο Κύτταρης των Pan-Vox, Music-Box κ.ά.), χωρίς όμως σημαντική διαφοροποίηση ως προς το τελικό αποτέλεσμα.
Τα πρόσωπα (Θανάσης Τσόγκας, Νίκος Μαστοράκης, Γιώργος Καρατζαφέρης κ.ά.), που βρίσκονταν, συνήθως, πίσω από τα ελληνικά συγκροτήματα των sixties, είτε ως παραγωγοί, είτε ως εκδότες-στιχουργοί κ.λπ., τα είχαν καλά με το Στρατό ή τις ακροδεξιές εφημερίδες (Ελεύθερος Κόσμος), εκφράζοντας συχνά ακραίες συντηρητικές θέσεις. Η θητεία του Τσόγκα εξάλλου (εκδότης των «Μοντέρνων Ρυθμών») στον πιο σκληρό εμφυλιοπολεμικό αντικομμουνισμό στις δεκαετίες του ’40 και του ’50, όπως και στις αρχές του ’60, δεν άφηνε το παραμικρό περιθώριο αληθινής «προοδευτικής» έκφρασης στους «Μοντέρνους Ρυθμούς». Τι έχεις να πεις γι’ αυτό;
Tα συγκεκριμένα πρόσωπα ή και άλλα δεν νομίζω ότι μετέφεραν τις όποιες πολιτικές πεποιθήσεις τους σε όσα συνέβαιναν, τότε, στο μουσικό τοπίο. Μίλησα με τον Ανδρέα Καλομάρη και τον Μάικ Αρτόπουλο, που ήταν από τους πρωτεργάτες των «Μοντέρνων Ρυθμών» το 1964. Μπορώ να είμαι απόλυτος, σ’ αυτό που θα πω. Κανείς από τους δύο δεν μου ανέφερε ή δεν υπονόησε ότι υπήρξε σκέψη για χειραγώγηση της νεολαίας, ας πούμε, μέσω των «Μοντέρνων Ρυθμών». Απλά ακολούθησαν το ρεύμα, προσαρμόζοντάς το στα ελληνικά δεδομένα. Μετά το 1967, πάντως, το περιοδικό υπάκουε – και αυτό είναι γεγονός.
Ο Μαστοράκης ήταν ένας νεαρός δημοσιογράφος, που έκανε πρωτοπόρα πράγματα για την εποχή – μερικά από τα οποία δεν θα μπορούσες να τα πεις και τόσο συντηρητικά. Ο Τσόγκας στην αρχή απαντούσε στην αλληλογραφία (θαρρώ με γυναικείο ψευδώνυμο) κι έγραφε το editorial του περιοδικού. Ο Καρατζαφέρης ήταν υπάλληλος του Ορφανίδη της RCA, που, επειδή ήταν ωραίος άντρας με περίσσιο θράσος, τον έβαλε να διοργανώνει συναυλίες των γκρουπ της εταιρείας, αφού, τότε, εκτός των άλλων, τα μουσικά πρωινά ήταν κι ένα ατελείωτο νυφοπάζαρο! Δεν βλέπω πουθενά συντηρητικές απόψεις. Νομίζω πως το πράγμα ρόλαρε μόνο του...
Πες μου για τις δυσκολίες που συνάντησες στην εξεύρεση του υλικού. Πώς σε αντιμετώπισαν οι παλιοί μουσικοί;
Όλοι με αντιμετώπισαν με σεβασμό και αγάπη γι’ αυτό που έκανα. Άλλωστε έγραφα για μια όμορφη περίοδο της ζωής τους, οπότε το να θυμάσαι ευχάριστες καταστάσεις ήταν εξαρχής θετικό. Η ανεύρεση μουσικών εν ενεργεία ήταν πιο εύκολη υπόθεση, αν και για μερικούς δεν φανταζόσουν ότι ήταν κάποτε μέλη σε γκρουπ. Οι μουσικοί που στράφηκαν σε άλλα επαγγέλματα έμεναν συνήθως άναυδοι όταν τους έβρισκα – πίστευαν ότι κάποιος τους έκανε φάρσα! Συνήθως, βέβαια, αυτοί είχαν πιο συγκροτημένη σκέψη και θυμόντουσαν καλύτερα τη ροή των πραγμάτων, από κάποιον που είχε 50 χρόνια καριέρας στη μουσική. Σε κάθε συνάντηση, φυσικά, πήγαινα διαβασμένος και με τις σημειώσεις μου, οπότε η αλίευση της πληροφορίας ήταν πιο εύκολη – αν και πολλές φορές σοκαριζόμουν με κάποια που άκουγα κι η συζήτηση επεκτεινόταν. Το δύσκολο κομμάτι ήταν το φωτογραφικό υλικό. Υπήρχαν μουσικοί που δεν είχαν ούτε μια φωτογραφία, ενώ υπήρχαν άλλοι με ολόκληρα άλμπουμ ή και κούτες! Όλοι όμως, ανεξαιρέτως, βοηθούσαν ή με συστάσεις ή με πληροφορίες.
Από τα 165 συγκροτήματα των sixties που ανθολογούνται στο βιβλίο, περίπου 70 δεν είχαν ηχογραφήσει κάτι. Τι σε οδήγησε να ψάξεις αυτά τα συγκροτήματα; Αυτούς τους αδισκογράφητους μουσικούς;
Αυτό είναι ένα plus του βιβλίου, που με κάνει ιδιαίτερα περήφανο. Η δισκογραφία στα ελληνικά γκρουπ είναι ένα θέμα που με απασχόλησε και ήθελα να δώσω απαντήσεις σε ερωτήματα που είχα κι εγώ ως ακροατής. Κατά τη γνώμη μου η δισκογραφία της εποχής χωρίζεται σε δύο μέρη – πριν από τη χούντα και μετά απ’ αυτή. Η περίοδος «πριν» σε μεγάλο βαθμό είναι δίκαιη για τα συγκροτήματα. Όποιο είχε τις προοπτικές, ή άξιζε, ηχογραφούσε – συνήθως δικές του συνθέσεις. Βέβαια υπήρχαν και εξαιρέσεις, θετικές ή αρνητικές, αλλά το γενικό πλαίσιο ήταν αυτό. Στη δεύτερη περίοδο, δυστυχώς, κυριαρχούσαν οι διασκευές, αφού η μουσική (πλέον) βιομηχανία το επιβάλλει μαζί με τους μάνατζερ, που τους ενδιέφερε η ποσότητα και όχι η ποιότητα. Άρα, ήταν λογικό να ηχογραφούν περισσότερο τα φτασμένα γκρουπ, παρά τα νεαρά και υποσχόμενα.
Από τις αφηγήσεις, λοιπόν, διαπίστωσα ότι στα sixties υπήρχαν αξιόλογα γκρουπ, που δεν ηχογράφησαν – σε σχέση με κάποια άλλα, λιγότερο ικανά, που το κατάφεραν. Όσο και να ξενίζει αυτό, είναι αλήθεια. Είναι δυνατόν να μην έγραψαν δίσκο οι Σολίστες, ή οι First; Ή οι εκ των πρωτοπόρων Harlems, ή οι εκπληκτικοί Gold Fingers; Τι να πουν στη Θεσσαλονίκη, όταν γκρουπ όπως οι Fratelli, οι Blow Up ή και οι Κομήτες ακόμη έμειναν χωρίς ηχογραφήσεις;
Οι αιτίες ήταν πολλές. Έλλειψη μάνατζερ, διαφωνία ή αδιαφορία των μελών, κακό timing, δυσκαμψία στην αλλαγή ρεπερτορίου ή στην επιβολή τραγουδιών από τις δισκογραφικές… Σε κάθε περίπτωση, με μία δόση υπερβολής, θα το χαρακτήριζα «έγκλημα» το γεγονός πως δεν ηχογράφησαν – αυτοί που ανέφερα παραπάνω και κάποιοι ακόμα. Τούτη ήταν λοιπόν η αφορμή για να αναζητήσω γκρουπ εκτός δισκογραφίας και, το επαναλαμβάνω, νιώθω ιδιαίτερα περήφανος που τα κατάφερα. Γι’ αυτό και στο βιβλίο τα συγκροτήματα καταλαμβάνουν αντίστοιχες σελίδες ανάλογα με τη σημαντικότητά τους, και όχι με το αν δισκογράφησαν ή όχι.
Γιατί μόνο συγκροτήματα και όχι και μεμονωμένοι δημιουργοί ή ντούο; Για παράδειγμα ο Γιώργος Ρωμανός, ο Διονύσης Σαββόπουλος, οι Gus& George, ο George Loukas με ή χωρίς τους Saxons, ο Σταμάτης Σπανουδάκης με τους Αλέξης-Σταμάτης και Whites κ.λπ. …
Γιατί ήθελα να αναδείξω την ομάδα, όχι τα άτομα – χωρίς εξαιρέσεις. Τα συγκροτήματα που αναφέρονται μέσα στο βιβλίο ξεκίνησαν σαν συγκροτήματα και έτσι τελείωσαν.
Ο Σαββόπουλος και ο Ρωμανός ήταν τραγουδιστές και τραγουδοποιοί, οι οποίοι στην πολύχρονη πορεία τους ήταν κάποια στιγμή με κάποιο συγκρότημα, αλλά το «εγώ» ήταν πάνω από το «εμείς». Για μένα το συγκρότημα έχει μία άλλη διαφορετική έννοια, πιο παρεΐστικη. Όσο για τα άλλα γκρουπ που αναφέρεις, θα σου πω τα εξής:
Οι Saxons ήταν ένα σύνολο μουσικών (μεταξύ των οποίων ο Αλέκος Γλύκας και ο Παύλος Αλεξίου) που μαζεύτηκε μια-δυο μέρες πριν την εγγραφή του δίσκου. Οι Gus & George ήταν ένα κιθαριστικό ντουέτο από μαθητές, ενώ στο δίσκο τους έπαιζαν οι Φοίνικες. Οι Whites ήταν εφήμερο σχήμα, που στις αρχές του ’70 μετονομάστηκαν σε Artomics – δεν τους θεωρώ τόσο sixties, όσο seventies δηλαδή.
Τι γνώμη έχεις για το ρόλο των ξένων συγκροτημάτων και μουσικών που έκαναν καριέρα και στην Ελλάδα, ή μόνο στην Ελλάδα των sixties; Π.χ. οι Gino, Guidone, Faces, Renatino, Sky Rockets Combo, Tony Pinelli, Ricardo Credi, Rocky Roberts, Patrick Samson, David & Mary Ann, Prophets…
Επειδή τα ξένα συγκροτήματα που πέρασαν από την Ελλάδα ήταν πάρα πολλά, θα έπρεπε να κάνω ένα ξεχωριστό βιβλίο. Σε διαφορετική περίπτωση ή θα τα αδικούσα με μικρές αναφορές ή θα έπρεπε να γράψω έναν τόμο 700 σελίδων! Τίποτα από τα δύο δεν τους άξιζε!
Υπάρχουν μερικές ιστορίες στο βιβλίο τις οποίες σημειώνω. Για παράδειγμα η εμφάνιση των Blue Rocks στην ταινία «Λεωφόρος του Θανάτου» (σκην. Χρυσόστομος Λιάμπος, με τον Κώστα Γκουσγκούνη). Μου αρέσουν πολύ οι τίτλοι αρχής των Blue Rocks… Ή η παρουσία των Meteors στα Καμένα Βούρλα τον Σεπτέμβριο του ’69, όταν «διασκέδαζαν» τον Idris, τον βασιλιά της Λιβύης, που μόλις είχε ανατραπεί από τον Καντάφι…
Οι Blue Rocks με την πρώτη τους μορφή (μέχρι το Μάρτιο ’67) ήταν ένα πολύ αξιόλογο συγκρότημα, το οποίο δεν μπόρεσε να ηχογραφήσει με την πρώτη του σύνθεση. Η μουσική της ταινίας με τον Γκουσγκούνη είναι ένα μικρό δείγμα. Για τους Meteors η ιστορία είναι αληθινή και διασταυρωμένη. Άλλωστε ο Idris είχε πάει και προηγούμενες χρονιές στα Καμένα Βούρλα.
Θέλω να σε ρωτήσω σχετικά με το τραγούδι των New Hopes(σύνθεση Δημήτρη Σαντοριναίου) «Έχω βρει μια αγάπη» [Olympic, 1968], επειδή είναι από τα αγαπημένα μου. Ως γνωστόν υπάρχει και η εκτέλεση από τους Νίκο Ξανθό / Flayers (σύνθεση Π. Νοϊτάκη) ως «Μεγαλείο» [Astron, 1968]. Τελικά ποιανού είναι το τραγούδι και ποιο γκρουπ το κυκλοφόρησε πρώτο; Μπόρεσες να βρεις κάποια άκρη
Η ιστορία είναι συγκεχυμένη. Αν μπορούσα να ποντάρω ποιο κυκλοφόρησε πρώτο, θα έλεγα ότι αυτό ήταν των New Hopes – επειδή ο Σαντοριναίος, που είχε γράψει το κομμάτι, δεν ήθελε να το τραγουδήσει κι έψαχνε για ερμηνευτή (τελικά βρήκε τον Φώτη Φραγκιά). Άρα πιθανόν να τον πρόλαβε ο ιδιοκτήτης της Astron, ο Μιχάλης Αλεξάκης, γυρίζοντάς το με τους Flayers. Τώρα, ποιανού είναι το κομμάτι; Αν πόνταρα ότι ανήκει σε κάποιον, αυτός θα ήταν ο Σαντοριναίος.
Σε σχέση, τώρα, με τα συγκροτήματα που απουσιάζουν (Esquires, Gallinis, Shooting Stars, Rivers, Dave Set…), όπως σημειώνεις κι εσύ στο βιβλίο. Μήπως έπρεπε να μπουν με όσα στοιχεία ήταν διαθέσιμα;
Τα συγκροτήματα αυτά δεν συμπεριλήφθησαν στο βιβλίο, γιατί δεν βρέθηκε φωτογραφικό υλικό τους. Θα μπορούσα να βάλω την ιστορία χωρίς φωτογραφία, αλλά αυτό θα ήταν άδικο σε σχέση με τα υπόλοιπα. Προτίμησα, λοιπόν, να μην τα βάλω. Επειδή, όμως, υπάρχει περίπτωση να βγει κάποια στιγμή μια συμπληρωματική έκδοση, όποιος έχει πληροφορίες μπορεί να επικοινωνήσει μαζί μου.
Να πω μόνο για τους Dave Set πως ήταν μία προσωρινή σύμπραξη μουσικών, που έφτιαξε ο κιθαρίστας Ντέιβιντ Γκρουνστάιν. Εμφανίστηκαν μόνο δισκογραφικά, χωρίς να κάνουν ούτε μία επίσημη εμφάνιση σαν συγκρότημα.
Ποια εποχή, χρονιά, συγκυρία θεωρείς σημαντική στην εξέλιξη των ελληνικών συγκροτημάτων των sixties;
Θεωρώ κομβική χρονιά το 1966 και ειδικότερα το εξάμηνο Μαρτίου-Σεπτεμβρίου. Είναι η περίοδος όπου εμφανίζονται οι περισσότερες ηχογραφήσεις από διαφορετικά γκρουπ – αφού οι Forminx και οι Juniors βρίσκονται λίγο πριν την διάλυσή τους, και οι δισκογραφικές ψάχνουν για νέο αίμα. Είναι η περίοδος όπου η Philips μαζεύει τα κορυφαία γκρουπ της Θεσσαλονίκης, ενώ το ίδιο κάνει και η Music Box στην Αθήνα. Όμως κάπου εκεί συμβαίνει ένα γεγονός, που θα μπορούσε να αλλάξει άρδην το χάρτη της δισκογραφίας – θα μπορούσε δηλαδή να είχαμε, σήμερα, περισσότερα και σημαντικότερα ηχητικά ντοκουμέντα, απ’ όσα διαθέτουμε τελικά.
Κάπου στα τέλη Μαρτίου κάνει την εμφάνισή της στην Αθήνα μια καινούρια δισκογραφική εταιρεία, η Topi Records. Ο γάλλος ιδιοκτήτης της είχε σκοπό να δημιουργήσει δικό του στούντιο ηχογραφήσεων στην Αθήνα, και να βελτιώσει πολύ την ποιότητα της δισκογραφίας (έγχρωμα εξώφυλλα, γυαλιστερά labels, χρωματιστά βινύλια, κυκλοφορία LP κ.λπ.). Συνοδευόμενος από κάποια νεαρή, γνώστρια της νυχτερινής Αθήνας, ξεκινούν καθημερινές εξορμήσεις σε κλαμπ, προκειμένου να υπογράψουν συμβόλαια με νέα ελπιδοφόρα συγκροτήματα, έχοντας ως μεγάλο ατού την προκαταβολή (σε περίπτωση υπογραφής) και την άμεση ηχογράφηση δίσκων. Με απόλυτη σιγουριά ξέρω ότι στο δυναμικό τους προσέλκυσαν τους Blue Rocks, Meteors, ULS (με Σταμάτη Σπανουδάκη), Gold Fingers και Riddles, στα τέλη Απριλίου 1966. Λίγο αργότερα, τον Μάιο, κι ενώ περίμεναν το «Διαγωνισμό Ερασιτεχνικών Συγκροτημάτων» του Σταδίου Καραϊσκάκη (21/5/1966) για να συνεχίσουν την προσέλκυση νέων γκρουπ, ο Γάλλος σκοτώνεται σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Έτσι, η κυκλοφορία των 45αριών ματαιώνεται, εκτός από εκείνη των Riddles που είχε γίνει λίγες ημέρες νωρίτερα.
Θεωρώ αυτό το γεγονός μία πολύ κακή συγκυρία, αφ’ ενός γιατί τα παραπάνω συγκροτήματα έχασαν την ευκαιρία να ηχογραφήσουν δίσκο έχοντας εγκλωβιστεί από την υπογραφή συμβολαίου, αφ’ έτερου γιατί αν στηνόταν ένα καινούριο στούντιο θα είχαμε μεγαλύτερο ανταγωνισμό μεταξύ των εταιρειών και σίγουρα περισσότερες δισκογραφικές καταθέσεις...
Αν ξεκινούσες σήμερα τη συγγραφή ενός νέου βιβλίου με ποια θέματα (των ελληνικών sixties να υποθέσω) θα καταπιανόσουν;
Χμμμ…Με την έναρξη των μουσικών πρωινών, με τη συναυλία των Rolling Stones στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας την 17/4/1967 και με τα δύο πρωτοπόρα συγκροτήματα, τους Forminx και τους Κομήτες…
Επαφή: www.greekbandsofsixties.com
σχόλια