«Το γκρουπ, στο οποίο ανήκα, αποτελούνταν από περίπου 1.200 άτομα, όταν φύγαμε για τη Γερμανία. Από αυτά επιστρέψαμε πίσω μόνο 95(...). Στο Άμπαμπαχ, με τα τρομερά ανθρακωρυχεία και το τρομερό τούνελ, που θα γίνει ο τάφος μεγάλου αριθμού συμπατριωτών μας, το τρένο σταματά και κατεβαίνουν 400 από τους 1.200 Έλληνες», διαβάζουμε σε μία από τις συγκλονιστικές μαρτυρίες που υπάρχουν στο βιβλίο «Συμπληρώνω τη μνήμη του κόσμου... Έλληνες όμηροι και αιχμάλωτοι σε ναζιστικά και φασιστικά στρατόπεδα και φυλακές, 1941-1945» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.
Ημερολόγια, αφηγήσεις και σημειώσεις από μια δραματική καθημερινότητα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης με τους απόρθητους τοίχους, τους ψηλούς φράχτες, τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα, τις σκοπιές, τους θαλάμους, τις απάνθρωπες συνθήκες, τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης και την τρομακτική σκληρότητα, που συνθέτουν μία από τις πιο μαύρες σελίδες της σύγχρονης ιστορίας.
Η Αννίτα Παναρέτου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στο ΕΚΠΑ Αγγλική και στη συνέχεια Ελληνική Φιλολογία. Έχει ασχοληθεί με την έρευνα και τη μελέτη θεμάτων και προσώπων της ελληνικής λογοτεχνίας –κυριότερα με την ταξιδιωτική πεζογραφία, που αποτέλεσε επί σειρά ετών το επιστημονικό της αντικείμενο‒, καθώς και με μεταφράσεις.
Τα πράγματα είναι αναμφισβήτητα πολύ καλύτερα σε σχέση με τα στερεότυπα και τον διδακτισμό που κυριαρχούσαν στο παρελθόν. Αυτό όμως καθιστά ακόμα πιο οξύμωρο το γεγονός ότι, παρ' όλα τα σωστά βήματα, οι νεότεροι έχουν μεγαλύτερη άγνοια της Ιστορίας από τους παλαιότερους.
Στη τελευταία της μελέτη παρουσιάζονται οι μαρτυρίες Ελλήνων ομήρων και αιχμαλώτων στα ναζιστικά και φασιστικά στρατόπεδα. Η κ. Παναρέτου εξερευνά τις ιστορίες ανθρώπων που εγκατέλειψαν βίαια τον τόπο τους και αναγκάστηκαν να υποστούν την πείνα, τις κακουχίες, τις εξοντωτικές εργασίες, την ταπείνωση, τον πόνο, την απειλή του θανάτου και στη συνέχεια, όσοι επέζησαν, να παλέψουν για τον άθλο της επιστροφής στην πατρίδα.
Σε 500 συνταρακτικές σελίδες, άνδρες και γυναίκες, αιχμάλωτοι πολέμου, πολίτες, στρατιωτικοί και κληρικοί σε στρατόπεδα και φυλακές της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Αυστρίας, της Σερβίας και της Πολωνίας αποτυπώνουν μια πραγματικότητα που υπερβαίνει τη φαντασία: τη δραματική καθημερινότητα της κακουχίας, της εξοντωτικής εργασίας, της αναμέτρησης με τον θάνατο, των ακραίων ψυχικών μεταπτώσεων, αλλά και την άμεση εμπειρία της κατάρρευσης του φασισμού και του ναζισμού, την απελευθέρωση χάρη στους Συμμάχους, την πολύμηνη οδύσσεια του επαναπατρισμού με τις περιπλανήσεις σε μια χαοτική Ευρώπη και την υποδοχή τους από ένα απροετοίμαστο και αμήχανο ελληνικό κράτος.
Μέσα από τις μαρτυρίες τους αλλά και από πληροφορίες του Ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών παρουσιάζεται για πρώτη φορά μια ανεξερεύνητη πτυχή της ελληνικής Ιστορίας.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί η συγγραφέας Αννίτα Παναρέτου μιλά για την καταγραφή των τραυματικών εμπειριών, τη σύνθεση του βιβλίου, το αποτύπωμα του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, τη μνήμη, για το αν οι Έλληνες γνωρίζουν την Ιστορία τους, ποιους θεωρεί ήρωες σήμερα αλλά και τι θεωρεί σημαντικό στη ζωή.
— Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το αποτύπωμά του στις δυτικές κοινωνίες;
Θα σταθώ στην ευρωπαϊκή ήπειρο, η οποία, σε αντιδιαστολή με τις ΗΠΑ και τον Καναδά, βίωσε άμεσα τον πόλεμο στα εδάφη της, και θα παραπέμψω στο πολύ ενδιαφέρον σχετικό ψήφισμα 21 σημείων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 19ης Σεπτεμβρίου 2019.
Συγκεκριμένα και πολύ περιληπτικά, τόσο τα θεσμικά όργανα και οι φορείς της Ε.Ε. όσο και τα κράτη-μέλη καλούνται να διατηρήσουν ζωντανές στη μνήμη τις φρικαλεότητες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, που προκάλεσε ανθρώπινο πόνο σε άγνωστη μέχρι τότε κλίμακα, ώστε να μην επαναληφθούν ποτέ τέτοια εγκλήματα.
Ειδικότερα, υπενθυμίζεται το εξαιρετικά ειδεχθές έγκλημα του Ολοκαυτώματος και καταδικάζεται κάθε μορφή άρνησής του, μαζί με τον ιστορικό αναθεωρητισμό και την εξύμνηση συνεργατών των ναζί. Επαναλαμβάνεται η κοινή ευρωπαϊκή στάση απέναντι σε κάθε μορφή ολοκληρωτισμού, όποιο και να είναι το ιδεολογικό του υπόβαθρο, υποδεικνύεται η ανάγκη μιας κοινής κουλτούρας μνήμης με σκοπό την ενίσχυση της ανθεκτικότητας απέναντι στις σύγχρονες απειλές κατά της δημοκρατίας, ειδικά μεταξύ της νεότερης γενιάς.
Επίσης, τονίζεται ότι το τραγικό παρελθόν της Ευρώπης θα πρέπει να συνεχίσει να χρησιμεύει ως ηθική και πολιτική έμπνευση για την αντιμετώπιση των σημερινών προκλήσεων, συμπεριλαμβανομένων του αγώνα για έναν δικαιότερο κόσμο, της δημιουργίας ανοικτών και ανεκτικών κοινωνιών και κοινοτήτων που θα αγκαλιάζουν τις εθνοτικές, θρησκευτικές και σεξουαλικές μειονότητες, και της εφαρμογής των ευρωπαϊκών αξιών σε όλους.
— Στο βιβλίο σας παρουσιάζετε μια ανεξερεύνητη πτυχή της ελληνικής ιστορίας. Τι είναι αυτό που αποκομίσατε από την έρευνα αυτή;
Την επιβεβαίωση ότι η ελληνική Ιστορία, όπως φυσικά και η Ιστορία εν γένει, αποτελείται από τις ιστορίες των ανθρώπων, των αφανών στη συντριπτική τους πλειονότητα ανθρώπων που υφίστανται τις συνέπειες των πρωτοβουλιών και των αποφάσεων των εκάστοτε ισχυρών, είτε πρόκειται για άτομα είτε για κέντρα εξουσίας (πολιτική, θρησκευτική, στρατιωτική, οικονομική), καθώς είναι εξαρτημένοι από οικονομικές δυσχέρειες, κοινωνικές προκαταλήψεις, πολιτικές ιδεοληψίες, ιστορικές συγκυρίες και γεωγραφικές ιδιομορφίες.
— Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του βιβλίου, τι ήταν αυτό που σας εντυπωσίασε περισσότερο και γιατί;
Ο ασύλληπτος όγκος λεπτομερειών που συνθέτουν την Ιστορία και το ελάχιστο ποσοστό αυτού του όγκου που φτάνει τελικά ως εμάς. Συνήθως πληροφορούμαστε τη συνισταμένη τους. Η οποία, αναπόφευκτα, συνοψίζεται κάτω από έναν γενικόλογο και ουδέτερο τίτλο, π.χ. Μάχη της Κρήτης, Ανατολικό Μέτωπο, Β' Παγκόσμιος Πόλεμος.
— Ποια συναισθήματα σάς άφησε αυτή η επίμονη έρευνα από τη στιγμή που πιάσατε στα χέρια σας το βιβλίο του Κωνσταντίνου Μπακόπουλου «Η ομηρία των πέντε αντιστρατήγων. Η ζωή των - Στρατόπεδα συγκεντρώσεως»;
Το υλικό της έρευνας βασίζεται σε μαρτυρίες που αφηγούνται εκτενώς, μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα, την καθημερινότητα των κρατουμένων. Αφενός τις δραματικά δοκιμαζόμενες, εξαιτίας της πείνας, του κρύου, της βίας και της εξοντωτικής εργασίας, σωματικές και ψυχικές αντοχές, την αδιάκοπη αναμέτρηση με τον θάνατο, την πεισματική προσπάθεια επιβίωσης σε χώρους και υπό συνθήκες όπου η γερμανική μεθοδικότητα και οργάνωση χρησιμοποιήθηκαν για το απόλυτο κακό (στα ιταλικά στρατόπεδα η κατάσταση υπήρξε ασύγκριτα καλύτερη). Αφετέρου τις ανθρώπινες σχέσεις, όπως αναγκαστικά διαμορφώθηκαν στις αλλόκοτες κοινωνίες των στρατοπέδων (κοινωνίες του ενός φύλου και των πολλών εθνοτήτων): σχέσεις των κρατουμένων μεταξύ τους, με τους δυνάστες τους, με τον ντόπιο πληθυσμό και αργότερα με τους απελευθερωτές τους.
Μέσα απ' όλα αυτά αναδεικνύεται με εκπληκτική ενάργεια η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης και, κατ' επέκταση, η αντιφατικότητά της. Ανάλογα αντιφατικά υπήρξαν τα συναισθήματα που μου άφησε η ολοκλήρωση αυτής της επταετούς ερευνητικής και συγγραφικής περιπέτειας: τραγικότητα και μεγαλείο αξεχώριστα.
— Σε τι διαφέρει η περίπτωση των Ελλήνων ομήρων και αιχμαλώτων απ' αυτήν των Εβραίων συμπατριωτών μας;
Οι Εβραίοι συμπατριώτες μας προορίζονταν εξαρχής για μαζική εξόντωση σε ειδικά στρατόπεδα, όπου μεταφέρονταν ομαδικά κατά οικογένειες, ακόμη και κατά ολόκληρες κοινότητες. Οι μη Εβραίοι Έλληνες, προορισμένοι στη μεγάλη τους πλειονότητα για καταναγκαστική εργασία στο Ράιχ, προωθούνταν στα αντίστοιχα στρατόπεδα εργασίας ατομικά. Κατά κανόνα τους μετακινούσαν, συχνότατα σε μεγάλες αποστάσεις, ανάλογα με τις ανάγκες σε εργατικά χέρια.
Όλες αυτές οι περιπλανήσεις τούς έδωσαν τη δυνατότητα να διαπιστώσουν άμεσα την όψη της κατεχόμενης από τους ναζί Ευρώπης και την κατάρρευση του ναζισμού – τις οποίες και κατέγραψαν, μαζί με την περιπέτεια της πολύμηνης οδύσσειας του επαναπατρισμού τους. Μικρός μόνο αριθμός Εβραίων, που κρίθηκαν κατάλληλοι για εργασία, ακολούθησε την ίδια τύχη. Αποφασιστικό ψυχικό στήριγμα των μη Εβραίων Ελλήνων αποτελούσε η προσδοκία της επανένωσης με τις οικογένειές τους στην Ελλάδα. Οι ελάχιστοι επιζήσαντες Έλληνες Εβραίοι δεν έτρεφαν τέτοιες ελπίδες. Τέλος, Εβραίοι συμπατριώτες μας δεν εκτοπίστηκαν σε στρατόπεδα της φασιστικής Ιταλίας, όπως συνέβη με ικανό αριθμό μη Εβραίων Ελλήνων.
— Αν σας ρωτούσα ποιους θεωρείτε ήρωες σήμερα, τι θα μου απαντούσατε;
Όσους υπερβαίνουν τον εαυτό τους, επιμένοντας, υπομένοντας και προσφέροντας.
— Πόσο σημαντική είναι η μνήμη για έναν λαό;
Όσο σημαντική είναι και για ένα άτομο: διαμορφώνει την ταυτότητά του με τρόπο καθοριστικό για τις επιλογές, την εξέλιξη και τη διαδρομή του στον χρόνο.
— Ποιοι είναι οι λόγοι που ένας άνθρωπος επιλέγει να μισεί αντί να συγχωρεί;
Η αδυναμία να συνειδητοποιήσει, να αποδεχτεί και να αντιμετωπίσει απώλειες, ελλείμματα και τραύματα.
— Σήμερα πιστεύετε ότι η ελληνική κοινωνία γνωρίζει την Ιστορία της;
Η ελληνική κοινωνία γνωρίζει την Ιστορία της ελλιπώς και αποσπασματικά και μέχρι πρότινος με εμμένουσες εξιδανικευτικές στρεβλώσεις που ανάγονταν σε αναγκαιότητες του αγώνα της Εθνεγερσίας και της διαμόρφωσης της εθνικής συνείδησης στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Είναι θέμα παιδείας που, προφανώς, ξεκινά από την εκπαίδευση.
Δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη για όσα ισχύουν στα σχολεία σήμερα, αλλά η μέχρι προ δεκαετίας γνώση μου με άφησε με την πεποίθηση ότι οι επιλογές, ποιοτικές και ποσοτικές, της διδακτέας ύλης δεν ήταν ιδανικές (χωρίς και πάλι να έχουν λείψει κάποιες ‒αυτήν τη φορά απομυθοποιητικές‒ στρεβλώσεις εν ονόματι της πολιτικής ορθότητας ή της τακτικής των ίσων αποστάσεων) και ότι ο τρόπος παράθεσής της δεν ήταν ελκυστικός, ώστε να κινήσει το ενδιαφέρον και να προσφέρει κίνητρα παραπέρα ενασχόλησης στην ενήλικη ζωή. Τα πράγματα είναι αναμφισβήτητα πολύ καλύτερα σε σχέση με τα στερεότυπα και τον διδακτισμό που κυριαρχούσαν στο παρελθόν. Αυτό όμως καθιστά ακόμα πιο οξύμωρο το γεγονός ότι, παρ' όλα τα σωστά βήματα, οι νεότεροι έχουν μεγαλύτερη άγνοια της Ιστορίας από τους παλαιότερους.
— Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;
Ό,τι μπορεί να σημαίνει η διεύρυνση της λατινικής παραίνεσης από «Carpe diem» (άδραξε τη μέρα) σε «Carpe vitam» (άδραξε τη ζωή, με αξιοπρέπεια).