Σύσσημον, I. Μόλις κυκλοφόρησε το Βιβλίο Δεύτερο του θρυλικού συνθετικού ποιήματος Σύσσημον του Νίκου Παναγιωτόπουλου από τις εκδόσεις To Ροδακιό της λίαν εκλεκτής Τζούλιας Τσιακίρη. Ένα κόσμημα, τυπωμένο σε τριακόσια ενενήντα αντίτυπα, σε χαρτί Munken Pure Rough των 120 γραμμαρίων, στο τυπογραφείο Ανάγραμμα, τον Οκτώβριο του 2015, σχεδόν δέκα χρόνια μετά την έκδοση από την Ίνδικτο του πρώτου τόμου/μέρους του ιδίου μεγαποιήματος. Το λαμπρό εξώφυλλο, το οποίο κοσμεί το έργο του Γιώργου Μακρή «Κλείστρα της φυλακής του Άδη συλλεγμένα από βυζαντινές εικόνες της Ανάστασης» είναι σε χαρτί Connoisseur των 160 γραμμαρίων. Η στοιχειοθεσία και η σελιδοποίηση επιτεύχθηκαν (διότι περί επιτεύγματος πρόκειται) στο Atelier Fluxus Virus. Την τυπογραφική διόρθωση ανέλαβε η Αλεξάνδρα Δένδια και τη βιβλιοδεσία η Δέσποινα Μπακιρτζή. Κάθε αντίτυπο είναι αριθμημένο και υπογεγραμμένο από τον ποιητή. Το δικό μου αντίτυπο φέρει τον αριθμό 173. Μακάριοι οι happy few!
Σύσσημον, ΙΙ. Γράφει, το 2015, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος: «Το Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια με βαθιά αυτοκριτική είναι ένα έργο-ναυάγιο· όμως, ηπιότερα αν προσεγγίσουμε και το ονομάσουμε, είναι ένα έργο-αντιφέγγισμα· αλλά στο ερώτημα τίνος φέγγους είναι αντιφέγγισμα θα σωπάσουμε· αυτό ας μείνει αναπάντητο, είναι το πρέπον. [...] Ο χαρακτήρας του έργου είναι κινδυνώδης και μνημειακός. Εκπορεύτηκε από τον κλειστό λογοτεχνικό κύκλο του περιοδικού "Εκηβόλος" (ήταν σχεδόν αίρεση) τον καιρό του θανάτου του Γιώργου Ιωάννου – αν πρέπει να γυρέψει κανείς την άκρη του κουβαριού σε μιαν εποχή και σε μια συντοπιά αυτού θα την εύρει· ήταν ο καιρός και ήταν το λημέρι· και ήταν γέννημα μιας πολύ ομφαλοσκοπικής κοινότητας κι ενός φοβισμένου ζώου και το ξετύλιγμα του κουβαριού του κράτησε κάπου είκοσι εννιά χρόνια. [...] Τον ψυχρό του τίτλο αλιευμένον στο Κατά Μάρκον 14,44: δεδώκει δε ο παραδιδούς αυτόν σύσσημον αυτοίς λέγων· ον αν φιλήσω αυτός έστιν (και ερμηνευμένον αξιοπρόσεκτα από τον Δημήτρη Καράμπελα, σε μια κριτική επισκόπηση της πρώτης έκδοσης του βιβλίου, ως το φιλί της μεταφυσικής προδοσίας) τον οφείλει στον Βασίλη Διοσκουρίδη».
Σύσσημον, ΙΙΙ. Γράφει, τον Οκτώβριο του 2006, ο Κωστής Παπαγιώργης εδώ, στη LifΟ: «Το Σύσσημον του Νίκου Παναγιωτόπουλου, λαθροδιάσημο και κομμάτι εκτός λογοτεχνικού νόμου εδώ και είκοσι χρόνια, επιτέλους πήρε την τελική μορφή του και πάτησε πόδι. Όποιος δεν αντέχει τον κόσμο ένα γύρω, με τα χρόνια νιώθει τη γλώσσα του κομμένη και τον νου του σε κατάσταση θυέλλης. Η ντόπια ανθρωπότητα, όσο μικρή κι αν είναι, στήνει γιορτές, δοξάζει τον εαυτό της καθώς κοιτάζεται στον καθρέφτη της στιγμής, θεωρεί νόμο το φρόνημά της και ενασμενίζεται για τα κατορθώματά της. Ο απότακτος δεν υπάρχει· ο υπεράριθμος μετράει τα βήματα μέσα στο κελί της ανωνυμίας του, και ένα μόνο δεν ανέχεται: να ζητήσει χάρη. Λένε από παλιά ότι αν κάποιος τα βάλει με όλους πρέπει να είναι θύμα ή ποιητής. Η πλειοψηφία έχει εύκολο το συλλαλητήριο· έχει δίκιο μόνο και μόνο επειδή επιτυγχάνει απαρτίες, μετράει κεφάλια, κρατάει το νόμισμα, έστω και αν δεν έχει ικανά δόντια για να το δαγκώσει. [...] Αυτό το εκτυφλωτικό σκότος 484 σελίδων, ήτοι η αδίδακτη τέχνη ενός ανθρώπου που έμαθε να αναμοχλεύει τα σωθικά του, μετουσιώνεται μαστορικά σε κοινό μάθημα και διαβάζεται νεράκι από το Α ώς το Ω. Όποια κι αν είναι η εκλεπτυσμένη μας ηλιθιότητα, καταλαβαίνουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ατομικά μυστικά, με απόκρυφες αμαρτίες· το βάθος είναι πάντα η κοινότητα, οι μεταστάσεις της βασανισμένης ψυχής που φέρνει και παίρνει τις γενιές, που ανακλαδίζεται μέσα στην Ιστορία χωρίς φανερό μέτρο και ρυθμό. Στα σκληρά τερτίπια της περιπλάνησης το Σύσσημον αριστεύει. Η φθορά, όπως ξέρουμε από προσωπική πείρα, αρέσκεται στην αποτυχία· όποιος κόβει το κεφάλι του, αυτόματα φρονεί ότι έχει αποκεφαλίσει και τον κόσμο. Αλλά το Σύσσημον δεν αποφασίζει να κατοικήσει στην "εποχή των λυπημένων ανθρώπων". Κάθε μαράζι στήνει έναν κόσμο – πώς να τον θυσιάσει στο τίποτα; Απαιτώντας από τον αφηγητή να μας δώσει αυτό ποy δεν έχει, ουσιαστικά δοξάζουμε ένα βιβλίο που, μέσα στην ανέχεια, έκανε τοn γύρο της ζωής – και μάλιστα με δεμένα μάτια». Σύσσημον, IV. Γράφει ο Νίκος Παναγιωτόπουλος (στο Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια, Βιβλίο Δεύτερο, σ. 67): «Τι είναι ο άνθρωπος!/ πράγμα ζυμωμένο με νερό / σημείο τρόμου / κάθε κομμάτι της σάρκας του / και παροιμία για τις επόμενες γενιές./ — «Ώστε όταν πια δεν είμαι τίποτα / τότε γίνομαι πραγματικά άνθρωπος;» / Κτίσμα από χώμα και νερό σημείο τρόμου / σε μένα δόθηκε η γλώσσα των παροιμιών σου / για να ζωογονήσω το πνεύμα των ταραγμένων / σύμφωνα με το μέτρο της γνώσης / των επιγόνων του μικρού καιρού / και τη δικαίωση του δημιουργήματος της λάσπης —/ (πράγμα ζυμωμένο με νερό / πες μου έχεις απλώσει χέρι στα μυστήρια;)».
Νίκος Παναγιωτόπουλος
Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια, Βιβλίο Δεύτερο
Εκδόσεις Το Ροδακιό
Σελίδες: 190