Όπως κάθε Παρασκευή, ξεκινάμε με την κριτική της Άννας Κουτσιλοπούλου:
Οι συναρπαστικές περιπέτειες των Κάβαλιερ & Κλέϊ
Michael Chabon- Εκδόσεις Λιβάνη
Σε μια oldies but goldies αναγνωστική φάση του περασμένου μήνα, έπεσε στα χέρια μου αυτό το υπέρογκο αλλά εγγυημένα υπέροχο βιβλίο, σαφώς μυθιστορηματική Βίβλος των απανταχού κομιξάδων, αλλά και απολαυστικό ιστορικό ανάγνωσμα, όχι μόνο σε ό,τι αφορά την αφετηρία και την εξέλιξη της comic art, αλλά και του Β’ Παγκοσμίου πολέμου.
Μέσα σε 800 σελίδες, ο βραβευμένος με το Pulitzer Mυθιστορήματος το 2001, Michael Chabon, ταξιδεύει τους δύο κεντρικούς ήρωες από την υπό ναζιστική κατοχή Πράγα, στην προσωπική τους Γη της Επαγγελίας, τη Νέα Υόρκη.
Ο Τζο Κάβαλιερ είναι ένα εβραιόπουλο που δραπετεύει από την Τσεχία προκειμένου, ελεύθερος πια, να βοηθήσει την υπόλοιπη οικογένειά του να φτάσει σώα και αβλαβής στην Αμερική. Ο ξάδελφός του, Σαμ Κλέι, ζει στο Μπρούκλιν, αλλά ονειρεύεται να αποκτήσει τη δική του ομάδα καλλιτεχνών comics και μαζί τους να αποτυπώσει, με λίγα λόγια και πολλά σκίτσα και χρώματα, κάθε σκέψη, αγωνία, λαχτάρα και φαντασίωση που περνάει από το μυαλό του(ς).
Τα δύο παιδιά συνεργάζονται, ενώνοντας ταλέντο, πείσμα και φιλοδοξία, και αργά αλλά σταθερά δημιουργούν μερικούς συναρπαστικούς superheroes, ανάμεσά τους και τον Δραπέτη, την Πεταλούδα Λούνα και το Μόνιτορ.
Στα δεκαπέντε περίπου χρόνια που τους ακολουθούμε, τα δύο αγόρια αναζητούν μία καλύτερη ζωή, τη σεξουαλική τους ταυτότητα, ερωτεύονται, κάνουν οικογένεια, χάνονται, ενώ παράλληλα μερικά από τα πιο σημαντικά ιστορικά γεγονότα συμβαίνουν γύρω τους, επηρεάζοντας κάθε τους κίνηση και απόφαση.
Αν ο Chabon είχε απλώς βασιστεί σε μια επιμελή επαναδιατύπωση της ιστορίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το ιστορικο-κοινωνικό sub plot του βιβλίου θα προκαλούσε απανωτά yawn. Προς τιμήν του όμως, ο συγγραφέας έριξε τόσο βιωματικό αλατοπίπερο όσο χρειαζόταν για να αναπτυχθούν και να «αποδράσουν» αυτόνομα οι χαρακτήρες του.
Θα δανειστώ την κριτική που έκανε ο Bret Easton Ellis για το βιβλίο, χαρακτηρίζοντάς το «ως ένα από τα τρία καλύτερα βιβλία της γενιάς μου», συμφωνώντας και απλά διευκρινίζοντας ότι καλύτερο δε σημαίνει απαραίτητα life changing, αλλά ικανό να σε βάλει σε ένα ατελείωτο mind trip, που θα σε ακολουθεί μήνες μετά την ανάγνωσή του.
Άννα Κουτσιλοπούλου
Γιατί μυρίζουν τόσο ωραία τα παλιά βιβλία;
(Από το the naked scientists)
H μυρωδιά των βιβλίων είναι ένα σύνθετο μίγμα εύοσμων πτητικών ουσιών, οι οποίες εκκρίνονται από διάφορα υλικά.
Η ευχάριστη μυρωδιά προέρχεται κυρίως από χαρτιά που έχουν προκύψει από ξύλο και το χαρακτηριστικό τους είναι το καφέ-κίτρινο χρώμα τους. Η μυρωδιά τους μοιάζει με γλυκιά βανίλια, που είναι αρωματική ανισόλη και βενζαλδεΰδη, η οποία έχει μία φρουτένια μυρωδιά που μοιάζει και με αμύγδαλο. Ταυτόχρονα, τα πρόσθετα που εξασφαλίζουν την ικανότητα του χαρτιού να απορροφάει μελάνι, προέρχονται από ρητίνη, η οποία σχηματίζει την ελαιώδη και ξυλώδη μυρωδιά των βιβλίων. Μια αίσθηση μανιταριού προέρχεται από κάποιες αλκοόλες.
Οπότε, κανένα βιβλίο δε μυρίζει ίδια με ένα άλλο.
σχόλια