Ήταν ένας απαγορευμένος έρωτας. Αυτή, Εβραία της Θεσσαλονίκης. Αυτός, χριστιανός της Αθήνας. Ερωτεύτηκαν. Την απήγαγε εκούσια. Παντρεύτηκαν.
Αυτή ήταν η Aline Fernandez Diaz, κόρη του Dino Fernandez Diaz (1867-1943), ενός από τους σημαντικότερους επιχειρηματίες της Θεσσαλονίκης, στην κορυφή της εβραϊκής κοινότητας, μαζί με τους Αλλατίνι, τους Μοδιάνο, τους Μορπούργκο και τους Μισραχί. Ο πατέρας της Aline ήταν από τους ιδρυτές της ζυθοποιίας Όλυμπος στην περιοχή του Μπεχτσινάρ, ενός μεγάλου υφαντουργείου στην ίδια περιοχή, και από τα ιδρυτικά μέλη του Συνδέσμου Βιομηχάνων Μακεδονίας. Ήταν επίσης φιλάνθρωπος, με μεγάλη κοινωνική προσφορά προς τα μέλη της κοινότητάς του.
Από το 1912, το σπίτι της οικογένειας ήταν μια εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής έπαυλη, η Casa Bianca, που καθώς σώζεται σήμερα, στη Βασιλίσσης Όλγας, αποτελεί τεκμήριο της κοινωνικής ζωής και του πλούτου του ανώτερου στρώματος της εβραϊκής κοινότητας. Αυτό το σπίτι αναστατώθηκε το 1914 με τον ανοίκειο έρωτα, λόγω θρησκεύματος, της Aline για έναν νέο αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού.
Οι επιστολές του Αλιμπέρτη στον Πικιώνη αποτελούν μέρος του αρχείου του αρχιτέκτονα και δημοσιεύονται εδώ ολόκληρες για πρώτη φορά, ως τεκμήριο μιας «πολιτισμικής σύγκρουσης» στον ιδιωτικό χώρο του έρωτα.
Ο Σπύρος Αλιμπέρτης (1886-1964) ήταν μαθηματικός, αστρονόμος αλλά και κριτικός της λογοτεχνίας. Κατατάχθηκε στον Ελληνικό Στρατό κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο και υπηρέτησε ως υπασπιστής του συνταγματάρχη του Πυροβολικού Κλεομένη Κλεομένους, διοικητή της 7ης Μεραρχίας, που ήταν θείος του, αδελφός της μητέρας του.
Ο Σπύρος Αλιμπέρτης ήταν ένας από τους άνδρες της Μεραρχίας Κλεομένους, στην οποία είχε δοθεί διαταγή να προελάσει στη Θεσσαλονίκη λίγο πριν από την τελική συμφωνία παράδοσης της πόλης από τους Οθωμανούς στους Έλληνες. Ο πατέρας του Σπύρου, Ιωάννης, ήταν απ’ αυτούς τους πολυμήχανους Έλληνες της διασποράς, με δράση στην Κωνσταντινούπολη και στη Ρουμανία. Το 1893 χρεοκόπησε ως έμπορος τροφίμων στη Ρουμανία και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Η μητέρα του Σπύρου, Σωτηρία Αλιμπέρτη, ήταν παιδαγωγός, από τις πρωτοπόρες του γυναικείου κινήματος στην Ελλάδα και ιδρυτικό μέλος του Αθηναϊκού Γυναικείου Συλλόγου Εργάνη Αθηνά.
Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης ο Σπύρος Αλιμπέρτης παρέμεινε στην πόλη επί έναν χρόνο, υπηρετώντας στο Φρουραρχείο Θεσσαλονίκης. Είναι ο χρόνος που γνωρίζει την Aline. Λέγεται ότι η γνωριμία τους έγινε μέσα στο τραμ, στο βαγόνι που προοριζόταν για τις κυρίες και τους αξιωματικούς. «Κάποια στιγμή η Aline αισθάνεται ξαφνική αδιαθεσία και ο ιπποτικός Αλιμπέρτης της προσφέρει βοήθεια». Η Aline είναι στο τραμ με την αδελφή της Nina. Ο Αλιμπέρτης τις συνοδεύει στο σπίτι τους, στην Casa Bianca, και «έκτοτε προστίθεται στον κατάλογο των επίσημων προσκεκλημένων της οικογένειας. Έτσι πλέκεται το ειδύλλιο».
Το ειδύλλιο αυτό και η απαγωγή, που αποτελούν ένα γεγονός μικροϊστορίας, το οποίο μας βοηθάει όμως να καταλάβουμε τη μεγάλη ιστορία της μετάβασης της Θεσσαλονίκης και των κοινοτήτων της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο εθνικό κράτος, ανασυστήνεται από τη Μαρία Πλαστήρα-Βαλκάνου, καθηγήτρια στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, στο βιβλίο της Το χρονικό μιας εκούσιας απαγωγής.
Το απροσδόκητο στοιχείο σε αυτό το βιβλίο είναι η πηγή στην οποία στηρίζεται η συγγραφέας για να παρουσιάσει το γεγονός. Πρόκειται για την αλληλογραφία του Σπύρου Αλιμπέρτη με τον Δημήτρη Πικιώνη, δεκαεφτά επιστολές που έστειλε ο Αλιμπέρτης στον Πικιώνη στο διάστημα μεταξύ Σεπτεμβρίου 1913 και Νοεμβρίου 1916.
Την εποχή αυτή ο Δημήτρης Πικιώνης δεν είναι ακόμη ο γνωστός αρχιτέκτονας που γνωρίζουμε αργότερα. Είναι περίπου είκοσι πέντε ετών, έχει ολοκληρώσει σπουδές στην Αθήνα, το Μόναχο και το Παρίσι και υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία από το 1912 έως το 1918, δηλαδή κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο. Αποστρατεύτηκε ως λοχαγός του Μηχανικού.
Η φιλία του με τον Σπύρο Αλιμπέρτη δημιουργήθηκε στα χρόνια της στρατιωτικής τους θητείας. Οι επιστολές του Αλιμπέρτη στον Πικιώνη αποτελούν μέρος του αρχείου του αρχιτέκτονα και δημοσιεύονται εδώ ολόκληρες για πρώτη φορά, ως τεκμήριο μιας «πολιτισμικής σύγκρουσης» στον ιδιωτικό χώρο του έρωτα.
Το πλάνο της απαγωγής της Aline από τον Αλιμπέρτη παρουσιάζεται σε τέσσερις επιστολές που είναι αχρονολόγητες. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι γράφονται στις αρχές του 1914, αφού η απαγωγή γνωστοποιείται και περνάει στον Τύπο της εποχής ως είδηση στις 8 Μαρτίου 1914.
Σύμφωνα με τις επιστολές, το σχέδιο καταστρώνεται από κοινού, από τον Αλιμπέρτη και την Aline. Στο σχέδιο εμπλέκονται και κάποιοι φίλοι ως διάμεσοι. Η Aline κάποια στιγμή δείχνει να φοβάται και να διστάζει.
Ο Αλιμπέρτης γράφει σχετικά στον Πικιώνη: «Της λέω να είναι ήσυχη και να μην έχει φόβο κανένα – κάποιος εκεί διαδίδει πως θα με σκοτώσει όταν ξαναπάω. Δεν μου γράφουν ποιος είναι – μα και δε με μέλει να μάθω».
Η απαγωγή, τελικά, έγινε, και πέτυχε, μία από τις πρώτες μέρες του Μαρτίου 1914. Η Aline βγήκε πρωί από την Casa Bianca, λέγοντας στους δικούς της όταν θα επισκεπτόταν κάποια φιλική οικογένεια. Κατευθύνθηκε όμως προς την πλατεία Ελευθερίας, όπου την περίμενε ο Αλιμπέρτης. Το ζευγάρι έτρεξε γρήγορα στο λιμάνι και ανέβηκε στο πλοίο «Ερεσσός» που αναχωρούσε εκείνη τη στιγμή για τη Χαλκίδα. «Η φυγή από τη θάλασσα έκανε πιο δύσκολο τον εντοπισμό και τη σύλληψη του ζεύγους. Το σχέδιο, τελικώς, πέτυχε και ακολούθησε ο γάμος στην Αθήνα, αφού η Aline έγινε χριστιανή».
Στην αλληλογραφία σώζεται και η αγγελία γνωστοποίησης του γάμου τους στα γαλλικά, γλώσσα στην οποία είναι γραμμένα πολλά από τα τεκμήρια που χρησιμοποιούνται σε αυτό το βιβλίο. «Spiros Alibertis, Aline Fernandez-Diaz, Mariés, Athènes, le 13/26 Avril 1914, Observatoire National». Η αναφορά στο Αστεροσκοπείο Αθηνών (Οbservatoire National) δείχνει ότι ο Αλιμπέρτης εργαζόταν εκεί ως επιμελητής μετά την αποστράτευσή του και οπωσδήποτε έως το 1915. Μέσα στη χρονιά αυτή επιστρέφει στον Στρατό.
Μάλιστα τον Σεπτέμβριο του 1915, σε επιστολή του προς τον Πικιώνη, δίνει ιδιότητα και διεύθυνση «υπολοχαγός Πυροβολικού, Γ’ Σώμα Στρατού». Το ζευγάρι στο μεταξύ έχει γίνει δεκτό και ο γάμος αποδεκτός από την οικογένεια της Aline. Στην ίδια επιστολή προς τον Πικιώνη ο Αλιμπέρτης γράφει «μένουμε στο σπίτι έξω στους γονείς».
Σε κείμενό του, γραμμένο στα γαλλικά το φθινόπωρο του 1914, ο Αλιμπέρτης παρουσιάζει την ιστορία της απαγωγής σαν διήγημα, με ήρωες έναν μαρκήσιο και μια μικρή Τσιγγάνα. Ο μαρκήσιος απάγει την Τσιγγάνα με τη βοήθεια ενός φίλου του ζωγράφου. Την ανεβάζει σε μια άμαξα και φεύγουν. «Λένε ότι ο έρωτας της μικρής Τσιγγάνας και ο τρόπος της ν’ αγαπά ήταν το μυστικό και η μεγάλη ευτυχία του μαρκησίου».
Ο Αλιμπέρτης πέθανε το 1964, αφήνοντας απαρηγόρητη την Aline, όπως φαίνεται από τα γράμματά της προς τον Δημήτρη Πικιώνη και τη σύζυγό του Αλεξάνδρα, που δημοσιεύονται επίσης στο βιβλίο της Μαρίας Πλαστήρα-Βαλκάνου. Η Aline, όπως και η αδελφή της Νina, που είχε παντρευτεί Γάλλο, ήταν τα μόνα μέλη της οικογένειας Fernandez-Diaz που επέζησαν του Ολοκαυτώματος.
Ο πατέρας Dino, ο αδελφός της Pierre, η γυναίκα του αδελφού της Liliane και τα τρία παιδιά τους Jean, Robert και Blanchette δολοφονήθηκαν από τους ναζί σε μια κωμόπολη κοντά στη λίμνη Ματζιόρε της Βόρειας Ιταλίας, όπου πίστευαν ότι θα βρουν καταφύγιο. Η τύχη της οικογένειας είναι κι αυτή μέρος της μικροϊστορίας του ειδυλλίου της Aline και του Σπύρου, ψηφίδες, όπως είπαμε, της μεγάλης ιστορίας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.