Post-apocalyptic fiction
Η «Άννα» είναι ένα εξαιρετικά καλογραμμένο δυστοπικό μυθιστόρημα, μετα-αποκαλυπτικό για την ακρίβεια· επιστημονικής φαντασίας δηλαδή, που ευτύχησε στη μετάφρασή του στα ελληνικά και αξίζει και με το παραπάνω να διαβαστεί. Ανήκει στη χορεία των βιβλίων του είδους που αγαπούν πολύ οι αναγνώστες της επιστημονικής φαντασίας, καθώς μυθιστορήματα με παρόμοιο θέμα έχουν γραφτεί και πολλά και καλά. Χωρίς να θέλουμε να κάνουμε ένα ιστορικό των post-apocalyptic stories, αξίζει μάλλον να αναφέρουμε πως πρώτο μεταξύ των οροσήμων συγκαταλέγεται από τους περισσότερους το περίφημο «Stand» του Στίβεν Κινγκ (οι σκληροπυρηνικοί της επιστημονικής φαντασίας, βέβαια, το κατατάσσουν στην κατηγορία horror/fantasy και όχι στη science fiction, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα) και δεύτερη η επτάτομη σειρά του θρυλικού «Μαύρου Πύργου» (εκδόσεις BELL) του ιδίου, που είναι ό,τι πιο κοντά σε έπος έχει να παρουσιάσει το subgenre. O «Ζωντανός Θρύλος», επίσης («I'm a legend»), του Ρίτσαρντ Μάθεσον, που στη γλώσσα μας κυκλοφόρησε το 2003 από τις εκδόσεις Οξύ, είναι από τα πιο γνωστά μετα-αποκαλυπτικά μυθιστορήματα, καθώς έχει μεταφερθεί και τρεις φορές στον κινηματογράφο. Για την τηλεόραση, ο M. Νάιτ Σιάμαλαν διασκεύασε πρόπερσι την τριλογία «Wayward Ρines» του Μπλέικ Κράουτς (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Διόπτρα), paperbacks που μπορεί να μην έχουν την ποιότητα που αναζητούν πολλοί νοσταλγοί των παλαιοτέρων ή πιο γνωστών βιβλίων, αλλά παίζουν όμορφα και ανατρεπτικά με τα κλισέ − αυτά ακριβώς που περιμένουν να διαβάσουν ακόμη περισσότεροι φαν δηλαδή. O Ρόμπερτ Κέρκμαν, ο δημιουργός του φαινομένου «The Walking Dead» (τα ζόμπι, θυμίζουμε, κυριαρχούν στον πλανήτη σε αρκετά από τα βιβλία του είδους), παρουσίασε πρόσφατα και μία σειρά μυθιστορημάτων-κλώνων της σειράς. Θα κυκλοφορήσουν στη γλώσσα μας από τις εκδόσεις BELL Best Seller, και το πρώτο βιβλίο της Τριλογίας του Κυβερνήτη θα έχει τον τίτλο «Rise of the Governor». Ο σπουδαίος Κόρμακ Μακάρθι, που ο Χάρολντ Μπλουμ κατατάσσει πρώτο-πρώτο από τους σύγχρονους, εν ζωή, συγγραφείς στον Δυτικό του Κανόνα (όλα τα βιβλία του Μακάρθι κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη), έχει γράψει τον αριστουργηματικό «Δρόμο», που έγινε και μια εξαιρετικά καλή ταινία, χαμηλών τόνων και μεγάλων, ξαφνικών εντάσεων, ενώ πέρσι διαβάσαμε από τις εκδόσεις Ίκαρος τον ξεχωριστό «Σταθμό Έντεκα» της Emily St. John Mandel, που μας άρεσε πολύ ιδίως για τον τρόπο που ανακατεύει τον χρόνο, όπως ένας χαρτοπαίκτης την τράπουλα. Ιέρεια του υποείδους είναι ασφαλώς η Μάργκαρετ Άτγουντ, κυρίως με την Τριλογία του Τέλους του Κόσμου: «Όρυξ και Κρέικ», «Η χρονιά της πλημμύρας», «Το τέλος του κόσμου» (όλα τους από τις εκδόσεις Ψυχογιός), ενώ πρόσφατα εξέδωσε και το επίσης δυστοπικό «Η καρδιά πεθαίνει τελευταία», για το οποίο θα μιλήσουμε σε επόμενο σημείωμα, καθώς η χαλκέντερη Άτγουντ είναι one of a kind. Η speculative fiction (εναλλακτική ιστορία, επιστημονική φαντασία, fantasy, horro) ενδιαφέρει πολύ τη στήλη, όπως θα έχει καταλάβει ακόμη και ο μη προσεκτικός αναγνώστης.
Μια νεκρή Σικελία
Η «Άννα» λοιπόν, για να επανέλθουμε, είναι ένα περιπετειώδες και στοχαστικό μυθιστόρημα που διαδραματίζεται σε έναν κόσμο χωρίς ενήλικες: από κάποιο τερτίπι της τύχης, όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν − εκτός από τα παιδιά. Θα χαθούν όμως κι αυτά όταν φτάσουν τα δεκατέσσερα ή κάπου εκεί γύρω. Θα κολλήσουν την Κόκκινη, όπως έχουν ονομάσει την αρρώστια, θα γεμίσουν κόκκινες κηλίδες και πληγές στο σώμα τους, τα χείλη τους θα σκάσουν, οι ζοφεροί πόνοι τελικά θα τα συντρίψουν − και θα αφήσουν τα ακόμη μικρότερα να αγωνίζονται να επιβιώσουν σε έναν κόσμο που σύντομα, αν δεν γίνει κάποιο θαύμα, θα μείνει χωρίς ανθρώπους − το αργότερο σε δεκατέσσερα χρόνια ή μάλλον σε δέκα, καθώς το βιβλίο αρχίζει τον πέμπτο χρόνο μετά την εκδήλωση της πανδημίας που αφάνισε τους μεγάλους. Το τέλος της ανθρωπότητας είναι κοντά. Ωστόσο, δεν έχει φτάσει ακόμη.
Πρωταγωνίστρια είναι η Άννα, το δεκατριάχρονο κορίτσι που χαρίζει το όνομά του στο βιβλίο. Ζει στη Σικελία μαζί με τον πολύ μικρότερο αδερφό της, τον Άστορ, και ονειρεύεται να περάσει το Στενό της Μεσσήνης και να βρεθεί απέναντι, στην ηπειρωτική χώρα, όπου ίσως −θέλει να πιστεύει, γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς− ζουν ακόμη μεγάλοι και όπου ίσως κάποιοι έχουν ανακαλύψει κάποιο φάρμακο για την Κόκκινη, ένα αντίδοτο. Όλα γύρω της, στο Παλέρμο και οπουδήποτε αλλού, είναι νεκρά, κατεστραμμένα, βανδαλισμένα και πνιγμένα στη σκόνη και στα αγριόχορτα. Στον θάνατο. Η έξαλλη χλωρίδα ανακτά λίγο-λίγο το βασίλειό της, πνίγοντας τα ερείπια των πόλεων, ενώ τα σκυλιά έχουν αγριέψει και κυνηγούν σε αγέλες τους λιγοστούς επιζώντες.
Ωστόσο, και πάλι όπως είπαμε, η ανθρωπότητα δεν έχει πει την τελευταία της λέξη. Ομάδες παιδιών, είτε μοναχικών είτε ενωμένων σε μικρούς «στρατούς», και κυρίως σε ένα ισχυρό και με στοιχεία θρησκείας clan, διασχίζουν την έρημη χώρα προσπαθώντας να επιβιώσουν με κάθε τρόπο, ακόμη και δολοφονώντας. Η Άννα και ο αδερφός της θα πρέπει να σωθούν από τα άλλα παιδιά, τα άγρια, και να καταφέρουν να περάσουν απέναντι. Ίσως εκεί να υπάρχει σωτηρία − ίσως να νικήσουν κάπως τον χρόνο.
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, η Άννα άντεξε και ξεπέρασε αμέτρητες οδύνες, σπαραχτικές και κεραυνοβόλες σαν εκρήξεις σε δεξαμενές υγραερίου, που λίμναζαν ακόμη στην καρδιά της. Μετά τον θάνατο των γονιών της είχε βυθιστεί σε μια απέραντη, βουβή μοναξιά που την είχε αποχαυνώσει για μήνες ολόκληρους, μα ούτε μια φορά, ούτε ένα δευτερόλεπτο δεν της είχε περάσει από το μυαλό η ιδέα να δώσει τέλος στη ζωή της, γιατί ένιωθε πως η ζωή ξεπερνά σε δύναμη καθετί. Η ζωή δεν μας ανήκει, μας διαβαίνει. Η ζωή της ήταν ίδια με εκείνη που ωθεί μια ποδοπατημένη κατσαρίδα να κουτσαίνει στα δυο πόδια, η ίδια που κάνει ένα σκεπαρνοχτυπημένο φίδι να το σκάει σέρνοντας πίσω τα εντόσθιά του. Η Άννα, ασυναίσθητα, ένιωθε πως όλα τα πλάσματα αυτού του πλανήτη, από τα σαλιγκάρια μέχρι τα χελιδόνια, συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων, πρέπει να ζήσουν. Αυτό είναι το χρέος μας, αυτό γράφει η σάρκα μας. Πρέπει να προχωράμε χωρίς να κοιτάζουμε πίσω, γιατί η ενέργεια που μας κατακλύζει είναι ανεξέλεγκτη. Κι ακόμη κι αν είμαστε απεγνωσμένοι, σακατεμένοι ή τυφλοί, εξακολουθούμε να τρεφόμαστε, να κοιμόμαστε, να κολυμπάμε αντιμέτωποι με τη δίνη που μας τραβά στις σπείρες της.
ΥΓ.: Με τον Ανταίο στην Κρήτη
Όπως μας πληροφόρησε η μεταφράστρια του βιβλίου, ο Ammaniti έχει εμμονή με την παιδική ηλικία, που ίσως οφείλεται στη σχέση και στις εμπειρίες που είχε από τον πατέρα του, έναν από τους πιο γνωστούς Ιταλούς ψυχαναλυτές. Η «Άννα» είναι επίσης το πρώτο του βιβλίο με κεντρικό ήρωα ένα κορίτσι, αλλά και το πρώτο στο οποίο ο κεντρικός ήρωας-παιδί δρα αυτόνομα, χωρίς γονείς. Εμπνεύστηκε την ιστορία του στην Κρήτη, όπου είχε πάει διακοπές με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη και έναν ακόμη φίλο του, Ιταλό. Ήταν κακόκεφος, λέει, και κάποια στιγμή ξεμάκρυνε από την παρέα. Βρέθηκε σε μια παραλία με ένα βιβλίο στο χέρι, όταν ξαφνικά παρατήρησε μια παρέα παιδιών έξι έως έντεκα ετών που περπατούσαν μόνα τους στην παραλία, σοβαρά-σοβαρά. Του έκανε εντύπωση που είχαν ύφος ενήλικα. Και τότε αναρωτήθηκε πώς θα ήταν ο κόσμος μας χωρίς ενήλικες: «Κάποια στιγμή», έγραψε, «ένα από τα μεγαλύτερα παιδιά κοντοστάθηκε και έδωσε σε όλους από ένα φιλί στον ώμο. Μπορεί να ήταν μια πράξη μεταμέλειας, μπορεί κάποιο συμβόλαιο αδερφοσύνης. Δεν ξέρω. Είχαν κατιτί μεγαλίστικο αυτά τα παιδιά, κάτι απολύτως σοβαρό στον τρόπο συνύπαρξής τους».
σχόλια