Η Μαρία Λαϊνά τυλιγμένη μ' ένα κατακόκκινο φουλάρι, με λεπτά δάχτυλα που παραπέμπουν σε πιανίστα, κάθεται απέναντί μου, χαϊδεύοντας τις μοβ μαργαρίτες που μόλις της έχω φέρει ως φόρο τιμής σε μια ωραία αναφορά από το νέο της βιβλίο Τι όμορφη που είναι η ζωή που μόλις κυκλοφόρησε από εκδόσεις Πατάκη.
Πρόκειται για το μονόλογο μιας γυναίκας που έρχεται αντιμέτωπη με τις αναμνήσεις και τη μοναξιά της, για μια de profundis εξομολόγηση για την ειρκτή αλλά και το πανηγύρι της ζωής. Μικρό, περιεκτικό και όμορφο, της δίνει μεγάλη χαρά, καθώς μόλις έχει φτάσει από το τυπογραφείο και, όπως μου λέει, «μοιάζει να κάνει παρέα με τα υπόλοιπα βιβλία πάνω στο τραπέζι», δηλαδή μια Νάντια του Μπρετόν και συλλογές από λευκώματα με ζωγραφικούς πίνακες. Αυτά της χαρίζουν δύναμη, καθώς και οι εικόνες που της φέρνουν στον νου μικροαντικείμενα από διάφορα ταξίδια –ένας μικρός πίνακας από την Τσεχία, ένα κρεμαστό χειροποίητο φωτιστικό από την Τουρκία, μινιατούρες από την Ιαπωνία–, ο δικός της μίτος για να βγει από το αδιέξοδο, να κουνήσει το ανεμολόγιο με έναν άλλον αέρα ελευθερίας, παρά τα κλειστά παράθυρα. Γιατί, αν και ντάλα μεσημέρι, το φως στο σπίτι είναι λιγοστό και στον νου μου έρχεται και πάλι κάτι δικό της: «Να ζει / ν' απολαμβάνει μια γεμάτη μέρα / να κλείνει το παράθυρο, αλλιώς / τι άξιζαν οι μαγικές της ικανότητες;».
Φεύγοντας, και ενώ στέκομαι στην πόρτα, συζητάμε για τα πράγματα που μας δίνουν ζωή: «Η ομορφιά και οι πίνακες. Η συνάντησή μου με το "Κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι" του Βερμέερ μού άλλαξε τα πάντα. Σας παρακαλώ, να το γράψετε αυτό. Μην το ξεχάσετε. Είναι πολύ σημαντικό για μένα». Εξίσου σημαντική είναι η εμπειρία μιας συζήτησης με τη Μαρία Λαϊνά.
— Αλήθεια, κ. Λαϊνά, «πόσο όμορφη είναι η ζωή»; Γιατί στο βιβλίο σας υπάρχει ένα διαρκές παιχνίδι με τις διαφορετικές της όψεις.
Ναι, όντως υπάρχει ένα οξύμωρο. Η πρωταγωνίστρια λέει «Τι όμορφη που είναι η ζωή», αλλά κατ' ουσίαν δεν μπορεί να τη χαρεί. Αυτό ήταν η μητέρα μου και αυτό βλέπω να γίνομαι κι εγώ. Μου κάνει εντύπωση που βλέπω να επαναλαμβάνονται πράγματα που δεν φανταζόμουν ότι θα ζήσω, σαν κι αυτήν.
Η ποίηση υπάρχει για να σε ταρακουνά και σχεδόν για να την αποφεύγεις. Προξενεί και ευχαρίστηση, αλλά είναι μια ευχαρίστηση που ενδεχομένως να φαίνεται δυσάρεστη.
— Σε επίπεδο συμπτώσεων ή χαρακτήρα;
Μα πρέπει να υπάρχει χαρακτήρας για να υπάρχει σύμπτωση. Δεν πιστεύω ότι ο χαρακτήρας είναι η μοίρα του ανθρώπου, όπως λένε, αλλά είναι αλήθεια πως δύσκολα ξεφεύγεις από τον χαρακτήρα σου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι καθορίζει τα πάντα. Υπάρχουν πράγματα ανεπαίσθητα, που μας ξεφεύγουν, ενώ νομίζουμε ότι τα ελέγχουμε. Εκεί που νομίζεις ότι τα ελέγχεις, αυτά βρίσκουν τον τρόπο να αυτονομούνται. Δείτε, για παράδειγμα, τι γίνεται με το κείμενο: το τελειώνεις και, ενώ πιστεύεις ότι έχεις τον έλεγχό του, ότι είπες «ψυχή μου, τραγούδησα», αυτό μόλις τότε αρχίζει το ταξίδι του. Και εδώ είναι που ο αναγνώστης αποκτά το πάνω χέρι. Γιατί σημασία δεν έχει τι έχεις να πεις ή τι θα ήθελες να έχεις γράψει, αλλά τι έγραψες. Αυτό που καταθέτεις υπάρχει και μιλάει εκ μέρους σου.
— Μα, έτσι κι αλλιώς, γράφετε κείμενα που είναι πάντα ανοιχτά σε ενδεχόμενα και στον αναγνώστη.
Αυτό συμβαίνει και με το «Τι όμορφη που είναι η ζωή». Ελπίζω μόνο αυτό να μην είναι κάτι δυσάρεστο για τον αναγνώστη. Εύχομαι να τον αιφνιδιάζει και, εκεί που δεν το περιμένει, να του έρχεται κάτι.
— Κάπως έτσι δεν λειτουργούν όλα στη ζωή; Κάπου μιλάτε για απρόβλεπτους συνδυασμούς από λαμπάκια που καίγονται και δεν ξέρει κανείς ποιο να προτιμήσει. Είναι θέμα επιλογής τελικά;
Τα πάντα είναι θέμα επιλογής, αν δεν είναι θέμα ενέργειας. Πού αλλού συνοψίζεται η ζωή, αν όχι στις πυκνώσεις και στις αυξομειώσεις της; Μπορεί όντως να καίγονται κάποια λαμπάκια, αλλά με τα υπόλοιπα γίνονται συνδυασμοί μοναδικοί και απρόβλεπτοι. Και τα λαμπάκια που δεν καίγονται μας εκπλήσσουν με το πώς άντεξαν και μπορούν να προσφέρουν συνδυασμούς που δεν βάζει καν ο νους σου. Εκεί ακριβώς έγκειται, λοιπόν, το ανώφελο της ομορφιάς, στο ότι δεν μπορείς ποτέ να τη φανταστείς από πριν, ούτε καν ότι υπάρχει. Το πιστεύω ακράδαντα ότι η ομορφιά είναι ανώφελη, όπως εξίσου ανώφελο είναι το πρωινό ξύπνημα, που είναι λειτουργικό για τους περισσότερους ανθρώπους. Το πρωί δεν έχω καν προλάβει να σκεφτώ ποια είμαι – πώς μπορώ να λειτουργήσω; Γι' αυτό έχω κατεβασμένα τα στόρια, σκέφτομαι καλύτερα, και αντιδρώ, στο σκοτάδι.
— Σας κινητοποιεί το σκοτάδι;
Ναι. Και η ησυχία. Δεν μπορώ να νιώθω ότι υπάρχει άνθρωπος στο σπίτι, ειδικά όταν είναι να γράψω ή να σκεφτώ. Δεν έχει σημασία αν είστε στο διπλανό δωμάτιο – με ενοχλεί. Με επηρεάζει η ύπαρξή σας, ακόμα και η αυτονομία της.
— Ωστόσο, παρότι καταφέρεστε συχνά εναντίον αυτής της παρουσίας των ανθρώπων, γράφετε μόνο για τον άνθρωπο, έχω την αίσθηση ότι είστε η ενσάρκωση του «τίποτα ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο».
Ναι, δεν το αρνούμαι. Ακόμα και μισάνθρωπος να είσαι, αυτό συμβαίνει γιατί νοιάζεσαι τον άνθρωπο. Η συμπεριφορά μας, η σκέψη μας, τα πάντα διαμορφώνονται ανάμεσα στους ανθρώπους, από αυτούς και γι' αυτούς. Απλώς η σκέψη πολλές φορές έχει οριστεί να λειτουργεί με συγκεκριμένες προδιαγραφές και κάπως εσφαλμένα, γιατί η ύπαρξη των ανθρώπων συνήθως συνοδεύεται από προκαταλήψεις, ιδεοληψίες και υπεκφυγές, από αυτόν τον αιώνιο και μάταιο αγώνα της αλήθειας. Μονίμως οι άνθρωποι τρέχουν για να κερδίσουν χρόνο και για να κατακτήσουν την αλήθεια, πράγμα ανώφελο. Πόσο ψέμα είναι η αλήθεια που είναι το ψέμα που είναι η αλήθεια! Γι' αυτό και κοροϊδεύω κάθε φορά που ακούω τη φράση που λένε στα δικαστήρια «ορκίζομαι να είπω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, χωρίς φόβο και χωρίς πάθος», ενώ ουσιαστικά ισχύει το αντίθετο. Πόσο σκληρή φράση και εντελώς ψευδής!
— Με άλλα λόγια, συμφωνείτε με τον Νίτσε που έλεγε ότι «η αλήθεια είναι άσχημη. Και έχουμε την τέχνη για να μη μας σκοτώσει η αλήθεια»;
Απολύτως! Μα αλλιώς η τέχνη θα ήταν σκέτη αλήθεια, που μακάρι να ήταν κι αυτό, αφού δεν υπάρχει καμία αλήθεια που να είναι σκέτη αλήθεια. Αρκεί να αναλογιστείς πόσα εγκλήματα έγιναν για χάρη της αλήθειας, στο όνομα της ανήλεης αλήθειας, πόσοι άνθρωποι έχουν καταρρακωθεί επειδή αντίκρισαν το ύπουλο τέρας που λέγεται αλήθεια και πόσοι ξεγελιούνται και λένε αλήθεια, ενώ θα προτιμούσαν χίλιες φορές να έχουν πει ψέματα και πόσοι, ακόμα περισσότεροι, έχουν κατακρημνιστεί στο άκουσμα της αλήθειας.
— Άλλωστε, τα λέτε και στο βιβλίο σας, όπως αντίστοιχα έχετε πει στο παρελθόν ότι η αληθινή ύπαρξη για σας είναι οι λέξεις, σαν τον Μπέκετ, που έλεγε ότι οι λέξεις είναι η μόνη του αγάπη. Έτσι δεν είναι;
Ναι, όπως συμφωνώ και με τον Μαλαρμέ, που έλεγε ότι «η ποίηση δεν γίνεται με ιδέες αλλά με λέξεις». Δεν μπορεί να φτιάξεις ποίηση με ιδέες, μπορείς όμως να έχεις μια ιδέα στο μυαλό σου και να δοκιμάσεις να δεις αν θα βγει μέσω των λέξεων – και αν δεν βγει, δεν πειράζει. Ίσως είναι και για καλό. Ευτυχώς, οι λέξεις μού έδωσαν μια κάποια έμπνευση και λειτούργησαν ως κινητήριος δύναμη, όχι οι ιδέες. Μπορεί η πάλη μαζί τους να ήταν διαρκής και αφόρητη, να ένιωσα ότι με εξοντώνουν, αλλά δεν εγκατέλειψα ποτέ. Και να σας πω, δεν υπάρχει πιο σκληρός αγώνας από το να προσπαθείς να βάλεις τις λέξεις τη μία πλάι στην άλλη, να δεις αν ταιριάζουν, να αγωνιάς για το πώς και πού θα καταλήξουν, αν καταλήξουν κάπου. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι πιο καταλυτικό για μένα από αυτό, η μεγαλύτερη ζωτική μου ενέργεια, που θα έλεγε και ο Μπερξόν. Ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι μην τυχόν κάποτε πάψουν οι λέξεις να με ενδιαφέρουν ή δεν μπορώ να ανταποκριθώ. Αντίθετα, όταν βρίσκω μια λέξη που μου αρέσει ή που ταιριάζει απόλυτα, νιώθω ότι χοροπηδάω από χαρά. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ηδονή από αυτό.
— Οπότε ισχύει αυτό που λένε, ότι ο ποιητής δεν ζει χωρίς τις λέξεις του; Σαν τον Βαν Γκογκ, που, όταν δεν είχε τίποτε άλλο να ζωγραφίσει, έστησε το μοναδικό μήλο που είχε πάνω στο τραπέζι και το περιέβαλε με ένα εκτυφλωτικό κίτρινο που έμοιαζε με χρυσό;
Ακριβώς έτσι. Ο ζωγράφος δεν μπορεί να μη ζωγραφίσει, ο ποιητής να μη γράψει ή ο άνθρωπος να μην περπατήσει. Κι εγώ δεν ζω χωρίς τις λέξεις, όπως δεν ζω και χωρίς τη μουσική. Θα πεθάνω αν μου στερήσετε τη μουσική. Και όχι τυχαία: αν οι λέξεις είναι τρόπος ζωής, ο τρόπος ύπαρξης του κειμένου είναι η μουσική. Τα πάντα στην ποίηση έχουν να κάνουν με τον ρυθμό: ο ανάπαιστος, ο ίαμβος. Όλα αυτά είναι μουσικά στοιχεία. Ακόμα και τους μονολόγους και τα πεζά που γράφω τα ακούω πάντα σαν μουσική, μπορώ να πιάσω το ρεφρέν και αυτό μου υπαγορεύει από μόνο του πράγματα.
— Πρέπει στο σημείο αυτό να σας εξομολογηθώ ότι ανέκαθεν μου φέρνατε στο μυαλό την Πατρίτσια Χάισμιθ: η φιγούρα σας, το στυλ, το βλέμμα. Ακόμα και ο τρόπος που καπνίζετε τώρα αυτή μου θυμίζει.
Μου αρέσει που το λέτε, γιατί την αγαπώ πολύ τη Χάισμιθ. Την έχω διαβάσει και στις δύο γλώσσες, αγγλικά και ελληνικά, την έχω μελετήσει, την έχω μεταφράσει – το Αυτή η γλυκιά αρρώστια. Υπέροχη! Και πόσο ωραία την είχε ερμηνεύσει η Ρούλα Πατεράκη! Είναι απίστευτη, ακατάπαυστη και έχει μια περίεργη αρρώστια μέσα της που καταλήγει γλυκιά και σαγηνευτική σαν τη βλέπεις μπροστά σου. Αυτή κι αν σε εκπλήσσει διαρκώς, σε σημείο που λες «πού το φαντάστηκε αυτό; Πώς το επέλεξε;». Αλλά είχε και η Χάισμιθ δαίμονες πολλούς.
— Της άρεσε, όμως, και το παιχνίδι, το απολάμβανε, όπως και το ψέμα. Έχει ή μοιάζει με παιχνίδι η ποίηση τελικά;
Έχει παιχνίδι, αλλά δεν είναι παιχνίδι. Ή μάλλον, καλύτερα, είναι ένα σοβαρό παιχνίδι. Είναι πολύ σοβαρό παιχνίδι η ποίηση.
— Στο παρελθόν, ωστόσο, έχετε πει, και αν δεν απατώμαι μετά τη βράβευσή σας, ότι δεν τους παίρνουν σοβαρά τους ποιητές στην Ελλάδα.
Δεν τους παίρνουν σοβαρά, όπως τους συγγραφείς. Μην ξεχνάτε τι έχουν πει κατά καιρούς για την ποίηση, σε αντίθεση με το μυθιστόρημα. Τη μυθοπλασία έχουν την τάση να την παίρνουν στα σοβαρά – ακόμα και βιβλία που παίρνει ο κόσμος στα καράβια για να περάσει την ώρα του. Αλλά η ποίηση δεν είναι για να τη σέρνεις μαζί σου, όπου να 'ναι, ή για να τη διαβάζεις το βράδυ πριν από τον ύπνο. Η ποίηση υπάρχει για να σε ταρακουνά και σχεδόν για να την αποφεύγεις. Προξενεί και ευχαρίστηση, αλλά είναι μια ευχαρίστηση που ενδεχομένως να φαίνεται δυσάρεστη.
— Για εσάς ήταν ή είναι τρόπος ζωής η ποίηση;
Δεν μπορώ να πω ότι η ζωή μου ήταν ποίηση, αν αυτό εννοείτε. Υπήρξαν, ευτυχώς, κάποια ποιητικά αποσπάσματα που έγιναν μέρος της ζωής μου, αλλά εξίσου πολλά έχουν αποτυπωθεί μέσα μου από τα ταξίδια. Πάντα κάτι μένει μέσα μου από τα ταξίδια, που δεν αντιλαμβάνομαι αμέσως, αλλά λειτουργεί είτε ως βίωμα είτε ως εικόνα. Ακόμα και όταν ονειρεύομαι, ταξίδια έρχονται στα όνειρά μου.
— Οπότε το ταξίδι είναι από μόνο του προορισμός για εσάς;
Όχι, δεν θα το έλεγα. Έχει κάτι βαρύ η λέξη «προορισμός». Δεν μου αρέσει, δεν τη θέλω. Στο άκουσμά της σκέφτομαι οδύσσειες, τετελεσμένα πράγματα. Προτιμώ τη λέξη «περιπέτεια», γιατί αυτό είναι, τελικά, το ταξίδι που έχει τα πάντα. Σαν το Μαρόκο, που έχει τις πεδιάδες του, τα χρώματα, τα βουνά, τους παράξενους ανθρώπους. Έχω ζήσει τα πάντα στο Μαρόκο, που παραμένει ο αγαπημένος μου προορισμός: έχω μείνει σε τέντα, έχω κάνει χιλιόμετρα με καμήλες, έχω συναντήσει κάθε λογής ανθρώπους, από Τουαρέγκ μέχρι Βεδουίνους. Την πρώτη φορά που πήγα, τα πράγματα ήταν πιο άγρια και επικίνδυνα και όχι εξωραϊσμένα, όχι όπως τώρα, αλλά αυτό ακριβώς είχε τη μαγεία του. Από τη συγκλονιστική αλλά και τρομακτική μεντίνα της Φεζ έως την υπέροχη Εσαουίρα, δεν υπάρχει κάτι που να μη μου έχει δώσει το Μαρόκο. Όλα αυτά, λοιπόν, δεν μπορείς να τα πεις «προορισμό», γιατί τα αδικείς ή, μάλλον, τα υποβαθμίζεις.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια