Από την αποικιακή Λευκωσία στην Αθήνα των αρχών του '60 για σπουδές Ιατρικής, και από κει στα swinging '60s του Λονδίνου για σπουδές ζωγραφικής, κάτω από την ψευδή ταυτότητα του Αρμένη. Περισσότερες σπουδές χαρακτικής στη Γερμανία και στο Ανατολικό Βερολίνο, μέχρι το 1978 που επιστρέφει στην Αθήνα για την πρώτη του έκθεση στη θρυλική γκαλερί Ώρα. Αντιπροσώπευσε την Κύπρο στις Μπιενάλε Βενετίας (2001) και Καΐρου (2006), υπηρετώντας παράλληλα τη δημοσιογραφία ως κριτικός θεάτρου και κινηματογράφου. Το 2007 εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια καλεσμένος της Bibliotheca Alexandrina. Τρία άκρως εξομολογητικά και τολμηρά αυτοβιογραφικά βιβλία, η Αληθής Ιστορία (Καστανιώτης, 2008), οι Ανήθικες Ιστορίες (Γαβριηλίδης, 2011) –που βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2012 της Κύπρου– και οι Σκοτεινές Ιστορίες (Εστία, 2013), τον ανάγουν σε συγγραφέα αξιώσεων. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο Κύπριος ζωγράφος αποκαλύπτει πώς η ζωή μπορεί να είναι ένα γοητευτικό μυθιστόρημα όταν τη ζεις στο φουλ...
Ποια ανάγκη σάς έκανε να βάλετε στην άκρη τη ζωγραφική και να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Πρώτον, δεν έχω βάλει τη ζωγραφική στην άκρη. Απλώς κάνω διάλειμμα. Οι λέξεις πάντα με γοήτευαν και για χρόνια ασχολήθηκα με τη δημοσιογραφία. Κάποια από εκείνα τα κείμενα έγιναν το έναυσμα για να αρχίσω να γράφω τα βιβλία μου, όπως και κάποιες παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες που ανακάλυψα σε ένα σιντεφένιο κουτί που έφερε η μητέρα από τον Λίβανο. Με το να γράφω «ξανακερδίζω» τον «χαμένο χρόνο», όπως και ο αγαπημένος μου συγγραφέας Μαρσέλ Προυστ. Είναι πολύ σημαντικό να δένεις το παρελθόν με το παρόν.
Μια και αναφέρατε τη μητέρα σας, οι αποκαλύψεις στο πρώτο βιβλίο «Η αληθής ιστορία» όσον αφορά την πραγματική ταυτότητα του πατέρα σας ήταν μία ανάγκη πιστοποίησης της καταγωγής, να αποκαταστήσετε ένα «λάθος» ή όλα αυτά, σε ένα μικρό μέρος όπως η Κύπρος, ήταν γνωστά και η αφήγηση ήταν αφορμή για να αναπολήσετε μια χαρισάμενη κι ανέμελη εποχή;
Η ιστορία της μητέρας και του πραγματικού πατέρα μου είναι μια τόσο ρομαντική ιστορία! O Μένης Κουμανταρέας, στην παρουσίαση του βιβλίου, είπε ότι η Καρμέλλα –το όνομα της μητέρας μου– είναι «μια πρώτης τάξεως μυθιστορηματική ηρωίδα». Το να χωρίσουν και να χαθούν οι δυο τους για σαράντα χρόνια και να βρεθούν, τυχαία, στην ίδια κλινική, να τους χωρίζει απλώς ένας τοίχος και να πεθάνουν την ίδια μέρα με διαφορά κάποιων ωρών, ε, αυτό κι αν είναι μυθιστορηματικό! Φυσικά, για μένα ήταν σημαντικό να ανακαλύψω την πραγματική μου καταγωγή, γιατί από μικρός αισθανόμουν διαφορετικός – η μάνα μου με έλεγε «εξωγήινο». Έτσι, το να με χαρακτηρίζουν Αρμένιο, από το επίθετο του θετού μου πατέρα, με πλήγωνε πάρα πολύ μια κι ένιωθα από ένστικτο ότι δεν ανήκα σε αυτόν το λαό. Όλα αυτά τα θαυμαστά συνέβαιναν την εποχή της δεκαετίας του '40 και του 50 πριν από την ΕΟΚΑ. Όντως ήταν μια γοητευτική εποχή, μια belle époque, με τους περιπάτους, τα bal masqués, τα fiveo'clock tea, τους χορούς στο Λήδρα Πάλας – η μεσαία τάξη απολάμβανε τις «χάρες» της αποικιοκρατίας. Αυτή την εποχή αναπλάθω, έως ότου έρχεται σαν καταπέλτης η στιγμή που, γύρω στα έντεκα, ξυπνούν μέσα μου σεξουαλικές επιθυμίες που δεν συνάδουν με την ευτυχή οικογενειακή μου καθημερινότητα.
Κι έτσι πηγαίνουμε στο δεύτερο βιβλίο, στις «Ανήθικες Ιστορίες», που μοιάζει σαν ένα φλασμπλάκ όχι μόνο της νιότης ενός νέου άντρα, που σταδιακά συνειδητοποιεί τα ενδιαφέροντά του και την ερωτική του ταυτότητα, αλλά και της απαλλαγής μιας εποχής από τον «γύψο» της. Ήταν μια απενοχοποιημένη αφήγηση που σας βγήκε αβίαστα και κάπως απερίσκεπτα, λόγω ιδιοσυγκρασίας, ή ήταν μια εσκεμμένη απόπειρα να ωθήσετε τον τόπος σας να αποβάλει την σεμνοτυφία, την υποκρισία και τις αγκυλώσεις του;
Αβίαστα ναι, όχι όμως απερίσκεπτα. Τώρα βλέπω τα πράγματα με χιούμορ, αλλά τότε η πορεία του νεαρού ηρώα –και κατ' επέκταση η δική μου– ήταν αρκετά επώδυνη, ιδίως για έναν έφηβο που μεγαλώνει ως καθολικός κάτω από το μάτι ενός αυστηρού Θεού –όπως ήταν ζωγραφισμένος στον θόλο της εκκλησίας όπου κάθε Κυριακή, είτε το ήθελα είτε όχι, έπρεπε να πάω– και την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος που κατακλύζει το είναι του. Σε αυτό το βιβλίο ο νέος άντρας παλεύει πλέον με τον «αόρατο εχθρό», όπως τον χαρακτήρισε ο padre Εugenio, σπάζει τα τείχη που «χωρίς περίσκεψη, χωρίς λύπη, χωρίς αιδώ» έκτισαν οι άλλοι γύρω του και αντικρίζει το ερωτικό στοιχείο απενοχοποιημένο, απελευθερωμένο από τις συμβατικότητες του φύλου και των ρόλων. Ζει στο Λονδίνο των late '60s όπου όλα είναι δυνατά. Τελικά, η τριλογία μου είναι ένα άσμα ερωτικό και πένθιμο, γιατί όλοι οι μεγάλοι έρωτες, όπως και οι μεγάλοι πολιτισμοί, φθάνουν κάποτε στην παρακμή. Ομολογώ ότι, ναι, μέσα από τα πεπραγμένα του νεαρού εαυτού μου, βγαίνει μια μορφή διαμαρτυρίας για τις αγκυλώσεις, τη σεμνοτυφία και την υποκρισία μιας κοινωνίας που βλέπει το διαφορετικό με δυσπιστία και φτάνει στο σημείο ένας πατέρας να θεωρήσει «ήρωα» τον γιο του επειδή αυτοκτόνησε όταν συνειδητοποίησε τις ομοφυλόφιλες τάσεις του.
Η εισβολή του '74 και οι πολιτικές καταστάσεις επηρέασαν καθοριστικά τη ζωή σας;
Αφιερώνω δυο κεφάλαια αναλύοντας τη σχέση μου με την πολιτική της εποχής, συνειδητοποιώντας έτσι την αναγκαιότητα της Τέχνης. Οι πολιτικές καταστάσεις επηρεάζουν καθοριστικά την πορεία του ηρωα και υπήρξα τυχερός γιατί έζησα σημαντικά ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα. Η εποχή της άνθησης της κουλτούρας στην Αθήνα του '60 όταν σπούδαζα Ιατρική, η επανάσταση των '60s-'70s στο Λονδίνο, η πτώση του Τείχους στο Βερολίνο, η σύγχρονη Αλεξάνδρεια. Όλα αυτά τα σημαντικά γεγονότα παρελαύνουν στην τριλογία. Ο κάθε μου έρωτας ανθεί, πλάθεται και αποκτά έννοια σε σχέση με τον κοινωνικό και πολιτικό περίγυρο, χωρίς όμως το βιβλίο μου να γίνεται πολιτικό.
Το γεγονός ότι το βιβλίο βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος δεν έφερε αντιδράσεις στην Κύπρο;
Γιατί; Είναι ένα σημαντικό και καλογραμμένο βιβλίο, όπως το χαρακτήρισε η επιτροπή – εξάλλου, τη σήμερον ημέρα, είμαστε ή δεν είμαστε απελευθερωμένοι Ευρωπαίοι που σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα; Φυσικά, με τη βράβευση του βιβλίου μου Ανήθικες Ιστορίες πραγματοποιείται και η αποδοχή του διαφορετικού. Η κριτική επιτροπή κατάφερε να δει τη λογοτεχνική ποιότητα του βιβλίου πέραν της όποιας προκατάληψης. Γιατί καλό είναι να είναι κάποιος επαναστάτης, αλλά κανένα δεν ενδιαφέρει μια προσωπική ιστορία, αν δεν βρει ο δημιουργός-συγγραφέας τον τρόπο να μετατρέψει το ιδιωτικό σε γενικά ανθρώπινο.
Στο τρίτο βιβλίο, «Σκοτεινές Ιστορίες», εμφανίζεστε εξομολογητικός, κυνικός και ψύχραιμος απέναντι στα προβλήματα που η ζωή και το πέρασμα του χρόνου έφεραν. Είναι η ζωή μυθιστόρημα;
Ναι, ας το πούμε έτσι, ότι η ζωή είναι ένα μυθιστόρημα, φτάνει κανείς να την έχει ζήσει στο φουλ και τη στιγμή που έρχεται ο Άγγελος του Κυρίου για την τελική αναφορά να μπορέσει να πει: «ευχαριστώ, Άγγελε μου, χάρηκα τα δώρα που μου έδωσες». Οι Σκοτεινές Ιστορίες κλείνουν την «Τριλογία της Αθωότητας», όπως την ονόμασα. Οι διάφορες ερωτικές και άλλες ιστορίες βρίσκουν τη λύση τους. Ο ήρωας αναζητά τη σχέση της ζωής με την Τέχνη, ενώνει την πραγματικότητα με τον μύθο, αντιμετωπίζει το Καλό και το Κακό και προχωρεί προς το τέταρτο βιβλίο που γράφω τώρα, σε μια ενδοσκόπηση του δημιουργικού ταλέντου μέσα από δύσβατα μονοπάτια. Είναι εξομολογητικός και ψύχραιμος, με χιούμορ, αυτοσαρκασμό αλλά και τρυφερότητα για τους ανθρώπους και τις καταστάσεις που περιγράφω. Στην τριλογία παρελαύνει ένας ετερόκλητος θίασος, πρόκειται για ένα κωμικό δράμα, μια «ανθρώπινη κωμωδία». «Η πόλις θα σε ακολουθεί» αλλά και η κάθε πόλις της ιστορίας μου έχει τη δική της γοητεία και ομορφιά, τις δικές της εκπλήξεις και τα δικά της μαράζια.
Γιατί αποφασίσατε να αυτοβιογραφηθείτε και δεν αφήνετε τον χρόνο να πάρει απόσταση από τα γεγονότα; Δεν είναι όλα πολύ νωπά;
Μια «αυτοβιογραφία» δεν είναι ένα ημερολόγιο, μια απλή καταγραφή γεγονότων. Είναι μια κατάδυση στο «είναι», ένα De Profundis και θέλει αρετή και τόλμη κανείς για να «ξεγυμνώσει» τον εαυτό του. Τα τρία βιβλία καλύπτουν μια χρονική περίοδο από τη δεκαετία του '40 έως τη δεκαετία του '70 με μια παρεμβολή της σύγχρονης Αλεξάνδρειας. Αυτό είναι η γοητεία της «αυτοβιογραφίας», το ότι επιτρέπει στον ήρωα να κάνει άλματα με τη μηχανή του χρόνου, να ακολουθεί τη ζωή από διάφορες παράλληλες ευθείες – έτσι ο χρόνος κρατά την απόστασή του. Είμαι τώρα αισίως ένας νέος άνθρωπος εβδομήκοντα και ενός ετών, αλλά συγχρόνως οδεύω προς την ωριμότητα με το αυτό όχημα. Τελικά, μας μένει σαν απόσταγμα «η γλυκεία αίσθηση πραγμάτων παρωχημένων».
Τι κοινό έχει η ζωγραφική με την αφήγηση ιστοριών είτε ανήθικων είτε σκοτεινών;
Δύο πράγματα με έμαθαν η ιατρική και η ζωγραφική, να είμαι οικονόμος, περιεκτικός και να σκέφτομαι επιστημονικά. Να προσπαθώ με λίγες πινελιές να εκφράζω πρόσωπα και αντικείμενα. Να αποφεύγω πολυλογίες, φιοριτούρες, ατελείωτους διαλόγους και μυθιστορηματικά τρικ. Να διηγούμαι μια ιστορία με συντομία, χάρη, ομορφιά και χιούμορ. Να διαλέγω τις κατάλληλες λέξεις από όλο το φάσμα της ελληνικής γλώσσας, ώστε τελικά οι σκοτεινές και ανήθικες ιστορίες μου να γίνονται φωτεινές και ηθικές...
σχόλια