Δεν ήταν η πρώτη φορά που τα βήματα μου με οδηγούσαν μέχρι τον Κολωνό και συγκεκριμένα έξω από τη μονοκατοικία της οδού Τυρνάβου, το τελευταίο σπίτι του συγγραφέα Κώστα Ταχτσή, εκεί όπου βρέθηκε νεκρός, μάλλον θύμα ανεξιχνίαστου μέχρι σήμερα φόνου, τον Αύγουστο του 1988. Αφημένο στην τύχη του και στη φθορά του χρόνου, σε πλήρη εγκατάλειψη, αλλά και ανεκμετάλλευτο, το έβρισκα πάντα κλειδαμπαρωμένο με μια μεγάλη κλειδαριά στην είσοδο. Καθώς δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα των κληρονόμων για να συντηρηθεί, όπως μου έχει εκμυστηρευτεί η ανιψιά του Έλλη Αρτέμη-Ταχτσή, πουλήθηκε μετά τον θάνατο του σε ανθρώπους που σκόπευαν να το εκμεταλλευτούν αλλά όχι να το κατοικήσουν. Η συμπαθητική αυτή παλιά κατοικία μου ασκούσε ανέκαθεν ιδιαίτερη γοητεία. Σχετικά πρόσφατα προσπάθησα να πείσω έναν φίλο εικαστικό, που ζει στο εξωτερικό και έψαχνε σπίτι με ιδιόρρυθμη και πρωτότυπη ταυτότητα, να το αγοράσει, αλλά ανατρίχιασε και μόνο που το άκουσε! «Εκεί που έγινε φόνος; Τρελάθηκες;» μου είπε.
Όπως και να χει, κάθε φορά που βρίσκομαι απ’ έξω μου έρχονται μνήμες από την μοναδική φορά που βρέθηκα μέσα σε αυτό, δύο μήνες πριν τη δολοφονία εκείνο το μακρινό πια καλοκαίρι του ‘88, χάρη σε μια κοινή τότε φίλη με τον συγγραφέα η οποία με πήρε μαζί της σε μια της επίσκεψη στον άνθρωπο που για τη γενιά μου θεωρούταν, λόγω του «Τρίτου στεφανιού», αλλά κυρίως λόγω της περιπετειώδους και συναρπαστικής του ζωής, περίπου «θρύλος».Τουλάχιστον για μια μερίδα φιλότεχνων και ονειροπόλων νέων της εποχής. Προσωπικά θεωρούσα ότι «Τα ρέστα» όσο και «Η γιαγιά μου η Αθήνα» με είχαν καθορήσει ακόμα και για την μετέπειτα επιλογή μου να δημοσιογραφήσω.
Ένας φόβος με έπιασε καθώς διέσχιζα το μέρος, όχι μην μπει κανένας, αλλά συνειδητοποιώντας αίφνης ότι βρισκόμουν όχι απλώς στο σπίτι του Ταχτσή αλλά ακριβώς εκεί που δολοφονήθηκε, εκεί που έγινε ένα από τα πιο πολύκροτα φονικά της μεταπολιτευτικής ιστορίας της Αθήνας.
Από κοντά ο Ταχτσής ήταν ένας θησαυρός εξιστόρησης εμπειριών και αδιανόητων περιπετειών. Καταρχάς ευχάριστος άνθρωπος, αλλά συγχρόνως απαιτητικός στη διατύπωση των σκέψεων του, μετρούσε κάθε λέξη που έλεγε, ήθελε να είναι ακριβής και να μην φλυαρεί χωρίς λόγο. Αναφέρθηκε στα ταξίδια της νιότης του αλλά και τα πιο πρόσφατα, έλεγε ότι ενώ αγαπούσε την Νέα Υόρκη και την Αμερική δεν θέλησε ποτέ να ταξιδεύσει στην Νότιο Αμερική, την έβρισκε απάνθρωπη όπου μόνο οι πολύ πλούσιοι είχαν δικαιώματα.
Μας κοκορεύτηκε για έναν εντυπωσιακό νέο που είχε αλιεύσει τα προηγούμενα βράδια – όλοι γνώριζαν ότι τις νύχτες εκδιδόταν ως τραβεστί, είχε προ πολλού παύσει να είναι μυστικό, έδειχνε χορτασμένος, γεμάτος από τη ζωή, και σαν σκανταλιάρικο παιδί μας ξεφούρνισε αρκετά κουτσομπολιά για πρόσωπα της εποχής –Μελίνα, Κακογιάννη, Χατζιδάκι, Καραμανλή και δεν θυμάμαι ποιους άλλους. Κάποια στιγμή μας άνοιξε το περίφημο φωτογραφικό του άλμπουμ με φωτογραφίες γυμνών αντρών βγαλμένες με μηχανή πολαρόιντ που έβγαζε ο ίδιος. «Στάσου να σας βγάλω μία» είπε και κλικ, αμέσως να μια πολαρόιντ των δυο του επισκεπτών. Το άλμπουμ εκείνο μαζί με τη φωτογραφία μας, μετά το φονικό, θα κατέληγε στα χέρια της αστυνομίας.
Λίγο αργότερα μεταφερθήκαμε στην κρεβατοκάμαρα του να παρακολουθήσουμε ποδόσφαιρο, το οποίο του άρεσε πολύ. «Είναι από τις λίγες αντρικές συνήθειες που κρατάω» μας είπε. Κι ενώ είχε απλωθεί στο κρεβάτι του κάτω από ένα μεγάλο έργο του Φασιανού, έκανα το λάθος να τον ρωτήσω γιατί δεν έγινε ποτέ η μεταφορά του «Στεφανιού» στη μεγάλη οθόνη. Έχοντας λείψει πολλά χρόνια στο εξωτερικό δεν είχα ιδέα για όλα όσα είχαν συμβεί και τους λόγους που ακυρώθηκε η παραγωγή από τον Αγγελόπουλο κι έτσι με αγνόησε παντελώς, δεν μου απάντησε, και συνέχισε να βλέπει το ματς. Μάλλον θα έλεγα ότι ενοχλήθηκε ιδιαίτερα από την «αδιακρισία» μου. Ο μέχρι εκείνη τη στιγμή ευγενικός κύριος έγινε ξαφνικά κάπως στριφνός και δηκτικός. Ξεπροβοδίζοντάς μας μου είπε «Μπορείς να λες ότι με γνώρισες» και μου ευχήθηκε να καταφέρω να κάνω κάτι στη ζωή μου. Η συνάντησή μου εκείνη με έναν προσωπικό μου μύθο παρέμεινε ανεξίτηλη στην μνήμη μου έκτοτε. Το πρωινό της Δευτέρας 29 Αυγούστου 1988, μόλις δύο μήνες μετά, που αντίκρισα τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων όπου με μεγάλους τίτλους ανακοίνωναν τη δολοφονία του από άγνωστο πρόσωπο, βρισκόμουν στα Χανιά διακοπές. Είχε συμβεί ξημερώματα Παρασκευής 26 Αυγούστου.
Τα λίγα πράγματα που τυχαίνει να γνωρίζω σχετικά με το σπίτι είναι ότι το είχε αγοράσει ένα χρόνο πριν το θάνατό του στη λαϊκή γειτονιά του Κολωνού γιατί, όπως έλεγε, του θύμιζε τα παιδικά του χρόνια. Πράγματι η οδός Τυρνάβου δεν απέχει και πολύ από την κατοικία της οδού Λεωνίδου στο Μεταξουργείο που ζούσε με τη γιαγιά του τα πρώτα χρόνια της ζωής του στην Αθήνα. Βέβαια ήταν και πολύ κοντά στις πιάτσες του έρωτα γύρω από την οδό Αθηνάς και τον Σταθμό Λαρίσης που αναζητούσε τους πελάτες του.
Είχε μεταφέρει τα δικαιώματα του «Τρίτου στεφανιού» από τον Ερμή, όπου είχε κάνει μεγάλη επιτυχία, στον Εξάντα της Μάγδας Κοτζιά και είχε αμειφθεί γενναιόδωρα. Με εκείνα τα χρήματα το είχε αποκτήσει και είχε πληρώσει το κόστος των 5,5 εκατομμυρίων δραχμών. Δεν ήταν μεγάλο αλλά καλόγουστο, με ένα κεντρικό σαλονάκι και γραφείο, κρεβατοκάμαρα, μια μικρή εσωτερική αυλή πίσω.
Θυμάμαι να παρατηρώ πίσω του στη βιβλιοθήκη ένα ντοσιέ με τίτλο «Το φοβερό βήμα». Τότε δεν ήξερα ακόμα ότι επρόκειτο για την αυτοβιογραφία που ετοίμαζε. Λένε ότι αυτό είχε σαν στόχο ο δολοφόνος του, αν και το μόνο που πιστοποιήθηκε ότι έλειπε ήταν ένα βίντεο. Όντως ο τελευταίος επισκέπτης είχε πετάξει τα πάντα στο πάτωμα πριν φύγει.
Στο εσωτερικό του σπιτιού κυριαρχούσε το λευκό χρώμα ενώ μια σειρά από όμορφα αντικείμενα κοσμούσαν τα τραπεζάκια, και στους τοίχους ήταν κρεμασμένα έργα τέχνης κυρίως διάσημων φίλων του όπως του Αλέξη Ακριθάκη και του Αλέκου Φασιανού. Όταν έγινε ο φόνος σκέφτηκα ότι θα ήταν φυσικό για κάποιο εγκληματικό στοιχείο να θεωρήσει το σπίτι κατοικία πλούσιου ανθρώπου, γιατί πράγματι δεν θύμιζε καθόλου την αισθητική της λαϊκής περιοχής όπου βρισκόταν. Εφόσον δεν ήταν φόνος προμελετημένος όπως ακούστηκε εκείνη την εποχή, είτε από εχθρούς του είτε από σημαντικά πρόσωπα των οποίων θιγόταν η υπόληψη στο βιβλίο που έγραφε.
Μια από τις τελευταίες μέρες του 2019 λοιπόν, αποφάσισα να κατηφορίσω προς τον Κολωνό, μέχρι που βολτάροντας αμέριμνα, βρέθηκα για μια ακόμα φορά –σχεδόν- τυχαία έξω από το «στοιχειωμένο» σπίτι. Και για πρώτη φορά βρήκα την κλειδαριά ξεκλείδωτη! Δεν το σκέφτηκα ούτε λεπτό, έσπρωξα την πόρτα και μπήκα μέσα κατευθείαν. Μπαίνοντας αριστερά, η κρεβατοκάμαρα όπου βρέθηκε νεκρός ο συγγραφέας, είχε λουκέτο. Ίσως να μην ήταν λουκέτο (από την ταραχή μου δεν πρόσεξα καλά) παρά ένα σύρμα αλλά δεν έκανα απόπειρα να το λύσω.
Προχώρησα μέσα προσπαθώντας να θυμηθώ το χώρο. Δεξιά βρισκόταν το μικρό σαλόνι που συνδεόταν με το γραφείο, το δάπεδο με άσπρα και μαύρα πλακάκια παραμένει το ίδιο, μόνο που τώρα το κατακλύζουν σωροί από κομμένους κορμούς δέντρων γιατί προφανώς οι ιδιοκτήτες του το χρησιμοποιούν ως αποθηκευτικό χώρο. Ο ίδιος εκείνος χώρος με τα βιβλία και τα έργα τέχνης που επισκεπτόντουσαν λογοτέχνες και διάσημοι καλλιτέχνες. Παρατήρησα στον τοίχο μια αγιογραφία.
Ένας φόβος με έπιασε καθώς διέσχιζα το μέρος, όχι μην μπει κανένας, αλλά συνειδητοποιώντας αίφνης ότι βρισκόμουν όχι απλώς στο σπίτι του Ταχτσή αλλά ακριβώς εκεί που δολοφονήθηκε, εκεί που έγινε ένα από τα πιο πολύκροτα φονικά της μεταπολιτευτικής ιστορίας της Αθήνας ― αν και επαναλαμβάνω, ο φόνος δεν έχει εξιχνιαστεί ούτε η αστυνομία έχει επιβεβαιώσει κάτι τελικό.
Αριστερά στο βάθος έχουν ρίξει τον τοίχο και το εσωτερικό γίνεται ένα με την πίσω αυλή σαν αυτές που ανέκαθεν υπήρχαν σε όλες τις παλιές μονοκατοικίες της περιοχής. Στην μία πλευρά ακουμπισμένο ένα τσίγκινο σομιέ κρεβατιού. Άραγε να είναι εκείνο επάνω στο οποίο βρέθηκε το νεκρό κορμί του; Στον απέναντι τοίχο φαίνεται το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας. Πίσω από τα πατζούρια ένας θόρυβος, σαν κακαρίσματα κότας. Δεν είχα το κουράγιο να μείνω να διερευνήσω περισσότερο. Άλλωστε τα ξύλα εμπόδιζαν να προχωρήσω στο πίσω μέρος όπου βρίσκονταν το μπάνιο και η κουζίνα. Έβγαλα μερικές φωτογραφίες με το κινητό μου. Βγαίνοντας στο μικρό δρομάκο, κανένας δεν κυκλοφορούσε, κανένας δεν με αντιλήφτηκε. Τραβώντας να κλείσω την εξώπορτα παρατήρησα ότι έχουν συσσωρευτεί με τον καιρό πολλοί λογαριασμοί. Πλησιάζω και διαβάζω έναν φάκελο της ΕΥΔΑΠ: Προς ΤΑΧΤΣΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ. Κι έχουν περάσει περισσότερο από 30 χρόνια!