Ίσως το πιο απίθανο γεγονός σχετικά με τις μεταφράσεις του αριστουργηματικού «Metropolis» της Thea Von Harbou και την υποδοχή του από παραπλήσιες κουλτούρες αλλά και από άλλες γενιές αναγνωστών είναι πως δεν είχε κυκλοφορήσει ποτέ πριν στα ελληνικά. Μας ήταν άγνωστο. Η βιβλιογραφία μας —όχι μόνο στην πεζογραφία, αλλά και στην ποίηση, και στη φιλοσοφία, και στην οικονομία: παντού— είναι γεμάτη μεγάλες, χαίνουσες τρύπες σε όλους τους τομείς, και θα ήταν απίθανο να ήταν «πλήρης» στην επιστημονική φαντασία, ένα λογοτεχνικό είδος αντιεμπορικό και περιθωριακό. Δεν είναι, κάθε άλλο. Παρά ταύτα, μόλο που αυτά είναι πράγματα γνωστά και εν πολλοίς ευεξήγητα, για κάποια βιβλία θα ορκιζόσουν πως δεν μπορεί παρά να είχαν εκδοθεί «στην ώρα τους». Εν πάση περιπτώσει, η ώρα της «Metropolis» ήρθε τώρα, και μάλιστα με μία σπουδαία, πραγματικά σπουδαία μετάφραση από τον Δημήτρη Αρβανίτη, που την απολαμβάνεις λέξη τη λέξη και κυρίως ανάσα την ανάσα, σε όλες τις σελίδες αυτού του μνημειώδους βιβλίου που επιτέλους αποκτήσαμε και στη γλώσσα μας χάρη στις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Ενός βιβλίου που, παρά την ηλικία του —είναι ήδη ενενήντα ετών—, διαβάζεται με μεγάλο όφελος και σήμερα. Και φυσικά με απόλαυση. Αλλά και με θαυμασμό, για να μην πω με σοκ: είναι συγκλονιστικό.
Η αλήθεια, από την άλλη, είναι πως όλοι μας ξέρουμε καλά το «Metropolis» από την ταινία του κορυφαίου Φριτς Λανγκ, του συζύγου της Φον Χάρμπου. Το φιλμ έκανε πρεμιέρα στις αίθουσες το 1927, μόλις ένα χρόνο μετά από την έκδοση του μυθιστορήματος. Το βιβλίο και η ταινία έγιναν, θα λέγαμε, ένα με τα χρόνια, και φυσικά η εικόνα (και τι εικόνα!) στο τέλος νίκησε και επικράτησε. Άλλωστε, το σενάριο του φιλμ το έγραψε η ίδια η Τέα Φον Χάρμπου, η σημαντικότερη και πολυγραφότερη σεναριογράφος της εποχής της, ενώ και ο Λανγκ μοιάζει να ακολουθεί κατά γράμμα τον τόνο του βιβλίου, μεταφέροντας στο σελιλόιντ «πιστά» όλη αυτή την αυτοκρατορική, φαραωνική, βιβλική, γοτθική, φουτουριστική, έξαλλη μεγαλοπρέπεια της Μητρόπολης. Βασικός εκπρόσωπος, μαζί με τον Μουρνάου, του γερμανικού εξπρεσιονισμού, ενός καλλιτεχνικού κινήματος που στον κινηματογράφο παίζει με τις αλλόκοτες φωτοσκιάσεις, τη στρεβλή γεωμετρία, τον παραμορφωμένο χώρο, τον εφιάλτη, το απόκοσμο και το gothic, αλλά βέβαια και τις εξωφρενικές καταστάσεις, ο Λανγκ δεν υπήρξε ποτέ μόνος: το έργο του, κακά τα ψέματα, επηρεάζεται άμεσα (και «συνυπογράφεται») από τη σύζυγό του, που και η ίδια μαθαίνει και επηρεάζεται από τον ίδιο. Κι αυτό είναι υπέροχο.
H Μητρόπολη ζει χάρη στις μηχανές της και οι μηχανές της ζουν χάρη στην τρομερή Μηχανή-Καρδιά, που χωρίς αυτήν δεν υπάρχει ζωή, δεν υπάρχει κίνηση, δεν υπάρχει τίποτα. Δεν υπάρχει Μητρόπολη. Και αυτή η μηχανή είναι τρομερά πεινασμένη. Τίποτε δεν μπορεί να πεινάσει όσο αυτή. Και τρώει ζωές.
Η ιστορία μάς είναι, λοιπόν, γνωστή. Κάπου στο μέλλον, ανάμεσα στις άλλες mega-cities της εποχής ξεχωρίζει μία, η Μητρόπολη, η πιο μεγάλη, πιο εξελιγμένη, πιο πλούσια, πιο τρανή πόλη του πλανήτη. Έχει πληθυσμό τριάντα ολόκληρα εκατομμύρια και έναν μόνο άρχοντα, τον ψυχρό σαν ατσάλι κυβερνήτη Γιοχ Φρέντερσεν. Σε ένα στοιχειωμένο σπίτι, πάλι, κρυμμένο ανάμεσα στους πελώριους ουρανοξύστες και τα λογής λαμπρά μέγαρα —το μόνο που, χάρη στη «σολομωνική», γλίτωσε από την κατεδάφιση και την ανοικοδόμηση—, ζει ο εφευρέτης Ρότβανγκ. Τους δύο άντρες συνδέει μία γυναίκα, η νεκρή πια Χελ, που την αγάπησε ο δεύτερος μα που την κατέκτησε τελικώς ο πρώτος. Και που μαζί της έκανε ένα γιο, τον Φρέντερ.
Ο νεαρός, όμορφος και ανέμελος Φρέντερ περνά την ώρα του στη Λέσχη των Παιδιών, με αθλοπαιδιές, κρασί, μουσική και παιχνίδια, περιστοιχισμένος από όσες γελαστές καλλονές μπορεί να επιθυμήσει η ψυχή του. Τα μέλη της Λέσχης είναι ελάχιστα, γιατί και η κάστα των αριστοκρατών είναι ολιγομελής. Οι γραφειοκράτες είναι πολύ περισσότεροι και ζουν σε χαμηλότερο επίπεδο, φροντίζοντας να κυλούν όλα ομαλά στην πόλη. Επισκέπτονται τη Red District της Μητρόπολης για να μεθύσουν, να αγαπηθούν από εξωτικές χορεύτριες για μια νύχτα και να πάρουν ναρκωτικά. Αλλά πιο κάτω, στα υπόγεια, βαθιά κάτω από την επιφάνεια της γης, ζουν οι εργάτες, χιλιάδες και χιλιάδες, μιλιούνια, εκατομμύρια, που δουλεύουν σε δεκάωρες βάρδιες συντηρώντας τις μηχανές: η Μητρόπολη ζει χάρη στις μηχανές της και οι μηχανές της ζουν χάρη στην τρομερή Μηχανή-Καρδιά, που χωρίς αυτήν δεν υπάρχει ζωή, δεν υπάρχει κίνηση, δεν υπάρχει τίποτα. Δεν υπάρχει Μητρόπολη. Και αυτή η μηχανή είναι τρομερά πεινασμένη. Τίποτε δεν μπορεί να πεινάσει όσο αυτή. Και τρώει ζωές.
Και τότε, η ζωντανή τροφή άρχισε να έρχεται, μαζικά. Ήρθε από τον δρόμο, από τον δικό της δρόμο, που δεν διασταυρωνόταν πουθενά με τους δρόμους των άλλων ανθρώπων. Ένα ποτάμι πλατύ και ασταμάτητο. Ένα ποτάμι δώδεκα σειρές βαθύ. Προχωρούσαν με βήμα μονότονο και σταθερό. Άντρες, άντρες, άντρες — όλοι με την ίδια φόρμα, σκούρο μπλε λινό από τον λαιμό μέχρι τον αστράγαλο, τα ίδια σκληρά παπούτσια στα γυμνά πόδια, τα μαλλιά μαζεμένα σφιχτά κάτω από τον ίδιο μαύρο σκούφο. Και είχαν όλοι το ίδιο πρόσωπο. Και έμοιαζαν όλοι να έχουν την ίδια ηλικία. Στέκονταν όρθιοι, αλλά όχι ευθυτενείς. Με κατεβασμένο το κεφάλι, έβαζαν το ένα πόδι μπροστά από το άλλο, αλλά δεν βάδιζαν. Οι ανοιχτές πύλες του Νέου Πύργου της Βαβέλ, του κέντρου των μηχανών της Μητρόπολης, καταβρόχθιζαν τις μάζες. [...] Και η μηχανή, που δεν έχει μυαλό, με την ένταση της προσοχής, της αιώνιας προσοχής που απαιτεί, ρουφάει το μυαλό από το παράλυτο κρανίο του φύλακά της, και δεν σταματάει, και ρουφάει, και δεν σταματάει, ώσπου το πλάσμα με το ρουφηγμένο κρανίο δεν είναι πια άνθρωπος, μα ούτε και μηχανή, είναι κάτι ξερό, κούφιο, ξοδεμένο.
Και κάπου εδώ έρχεται η Μαρία, η αρχηγός των εξεγερμένων-που-δεν-εξεγείρονται, η προφήτισσα, η πρόδρομος και οραματίστρια του προμάχου των ανδρών που ζουν και πεθαίνουν στα υπόγεια, αναγγέλλοντας στους ταπεινούς, καταπονημένους, ημιθανείς εργάτες, τους υπηρέτες και την τροφή των μηχανών, πως σύντομα θα απελευθερωθούν.
«Ο δρόμος του μεσολαβητή σας είναι μακρύς. Πολλοί ανάμεσά σας φωνάζουν και ζητούν πόλεμο και καταστροφή. Μην πολεμάτε, αδέρφια μου, γιατί αυτό σας φέρνει στην αμαρτία. Πιστέψτε με: Θα έρθει κάποιος που θα μιλήσει για σας, κάποιος που θα είναι ο μεσολαβητής ανάμεσα σ' εσάς, τα Χέρια, και τον άνθρωπο που το Μυαλό του και η Θέλησή του είναι πάνω απ' όλους σας. Θα σας δώσει κάτι που είναι πολύ πιο πολύτιμο απ' οτιδήποτε άλλο μπορεί να σας δώσει κανείς: ελευθερία, χωρίς αμαρτία».
Όμως η Μαρία, που φυσικά ο Φρέντερ θα την ερωτευτεί τρελά και θα θελήσει με όλη τη δύναμη της ψυχής του να εκπληρώσει ο ίδιος το όραμά της —καταστρέφοντας τη ζωή του και προδίδοντας συνακόλουθα την τάξη του, τη μοίρα του και, κυρίως, τον πατέρα του—, δεν είναι η μόνη τόσο ξεχωριστή γυναίκα της Μητρόπολης. Υπάρχει και μία άλλη, που τυχαίνει να είναι ρομπότ: το τελειότερο κατασκεύασμα του Ρότβανγκ. Όποιος άντρας τη δει, τη θέλει αμέσως και δεν μπορεί παρά να πέσει στα πόδια της και να κάνει ό,τι τον διατάξει εκείνη. Ακόμη και αν του ζητήσει να βουτήξει από το κενό, να χάσει το μυαλό του ή και να καταστρέψει την ίδια τη Μητρόπολη — ή να σκοτώσει τον θεϊκό, απλησίαστο άρχοντά της. Η Φουτούρα, ή Παρωδία (αλλά και δεύτερη Χελ, και δεύτερη Μαρία...), είναι τόσο ελκυστική, τόσο αισθησιακή και τόσο δυνατή, που μόλις τη δεις τρελαίνεσαι. Και, χάρη στην αλχημεία και τη μαγεία του Ρότβανγκ, αυτή και η Μαρία μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό.
Όλες οι γυναίκες στην αίθουσα ξαφνικά κοκκίνισαν έντονα, και όλοι οι άντρες χλόμιασαν. Κανείς δεν μπορούσε να κάνει την παραμικρή κίνηση, κανείς δεν μπορούσε να πει την παραμικρή λέξη. Ξέρεις τον Ράινερ; Ξέρεις τη νεαρή γυναίκα του; Ξέρεις πόσο ερωτευμένοι είναι; Εκείνη καθόταν, κι εκείνος στεκόταν πίσω της με τα χέρια του στους ώμους της σε μια χειρονομία στοργικής προστασίας. Καθώς η νεαρή γυναίκα πέρασε από δίπλα τους —προχωρούσε με αργό, κομψό βήμα στην αίθουσα, κρατώντας το χέρι του ηλικιωμένου άντρα—, τα χέρια του Ράινερ γλίστρησαν από τους ώμους της γυναίκας του. Εκείνη σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε, εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα και συνάντησε το δικό της· και στα πρόσωπά τους ήταν χαραγμένο ένα ξαφνικό, θανάσιμο μίσος...
Η σύγκρουση που θα ακολουθήσει είναι τιτάνια και οι σκηνές της τρέλας, της καταστροφής και της αποκάλυψης είναι αλησμόνητες. Και αντιγραμμένες άπειρες φορές στη συνέχεια. Εν κατακλείδι: στο «Metropolis», ανάμεσα σε τόσα άλλα, συναντάμε έναν από τους κορυφαίους villain της λογοτεχνίας, το πιο εντυπωσιακό ρομπότ που επινοήθηκε ποτέ, τον εμβληματικότερο ίσως «τρελό επιστήμονα», ένα ανδροειδές, τον Ξερακιανό, που γέννησε εκατοντάδες όμοιά του στην εξέλιξη του είδους και ένα αστικό περιβάλλον τέτοιο που εικονογραφήθηκε πιστά και σε όλη την γκροτέσκα έκτασή του έκτοτε μόνο στα ιαπωνικά manga. Και όλα αυτά μέσα σε μία ιστορία φλογερού και ανεκπλήρωτου έρωτα, αδιανόητης προδοσίας και ολέθριου ψεύδους. Έχουμε να κάνουμε με μία αρχετυπική Δυστοπία: το απόλυτο βιβλίο επιστημονικής φαντασίας.
ΥΓ. Πολύ καλύτερα από εμάς τα λέει ο Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος: δείτε όλη την ταινία εδώ, αφού διαβάσετε το εισαγωγικό του σημείωμα. Εναλλακτικά, δείτε το «Metropolis», ή απλώς ακούστε το, στην υπέροχη διασκευή της μουσικής επένδυσής του από τους New Pollutants.