Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Ηλίας Καφάογλου άφησε για λίγο στην άκρη την έρευνά του για την ελληνική αυτοκίνηση και έγραψε ένα προκλητικό μικρό δοκίμιο για το μπικίνι. Το Δημοκρατία στην παραλία κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόρτες και είναι μια απολαυστική σε σημεία έρευνα που θα προβληματίσει και ίσως σκανδαλίσει ορισμένους/-ες. Το βιβλίο δεν μιλάει απλώς για την ιστορία του μπικίνι, ανοίγει μια ευρύτερη συζήτηση για την πολιτισμική και κοινωνική ανάπτυξη των ηθών στην ελληνική κοινωνία αλλά και στην Ευρώπη.
Όταν τον συναντάω, του αναφέρω ότι, προσωπικά, η ανάγνωση του βιβλίου μού έφερε στο μυαλό την προτίμηση της μητέρας μου στο μπικίνι κάθε φορά που συζητάγαμε για μαγιό και αυτή η παρατήρηση γίνεται η αφορμή για να μου διηγηθεί μια ιστορία από τα χρόνια που δούλευε στο «Madame Figaro». «Όταν προσπαθήσαμε με έναν συνάδελφό μου να κάνουμε μια έρευνα αγοράς για το μπικίνι, όλες οι συντάκτριες του περιοδικού σοκαρίστηκαν. Τους κάναμε την ερώτηση πώς αγοράζουν μπικίνι και σχεδόν καμία δεν απάντησε. Θεωρώ ότι έχει ενδιαφέρον με ποια κριτήρια οι κοπέλες αγοράζουν μαγιό, πέρα από τα προφανή».
Υποτίθεται ότι στην παραλία όλοι και όλες μπορούν να φορέσουν αυτό που γουστάρουν, επομένως έχουμε δημοκρατία. Για να φορέσει κάποιος κάτι, πρέπει αυτό να συνάδει, με μαζικούς όρους, με έναν συγκεκριμένο σωματότυπο και κάποια συγκεκριμένα στάνταρ ‒ άρα έχουμε δημοκρατία στην παραλία;
— Τι σας ώθησε να γράψετε ένα βιβλίο για το μπικίνι;
Υπάρχει η προφανής απάντηση: παρατηρώντας κοπέλες στην παραλία, χωρίς την πρόθεση να κάνουμε καμάκι. Έβλεπα ότι προσπαθούσαν να μου πουν κάτι. Λόγω του «Madame Figaro» ήμουν επηρεασμένος από τη σχέση της μόδας με τη γυναικεία ταυτότητα. Γιατί, δηλαδή, μια γυναίκα επιλέγει να φορέσει αυτό και όχι κάτι άλλο, αν ξεφύγουμε από τα τυπικά της μόδας. Αυτό μου δημιούργησε έναν πρώτο προβληματισμό για τον απλό λόγο ότι αισθανόμουν πως οι κοπέλες με μπικίνι που ήταν μόνες στην παραλία ήθελαν να βρουν την ησυχία τους, έναν έρημο τόπο όπου θα άφηναν οι ίδιες το ίχνος τους, όπως υποτίθεται ότι κάνει ο Ροβινσώνας.
Στη συνέχεια, ασχολήθηκα αποκλειστικά με την αυτοκίνηση, την ιστορία της ελληνικής κοινωνίας από το 1900 μέχρι το 1940 σε σχέση με το πώς υποδέχτηκε το αυτοκίνητο και τι σήμαινε για την κοινωνία αυτό το στοιχείο του μοντερνισμού. Κάπου εκεί έπεσα πάνω σε κείμενο της κ. Φαλίδα στα «Νέα» που είχε τίτλο «60 χρόνια μπικίνι» και ήταν γραμμένο το 2006. Σε αυτό είδα ότι μπορείς να μιλήσεις γι' αυτό το ευτελές πράγμα που είναι 200 τετραγωνικά εκατοστά υφάσματος στην πρώτη του εκδοχή και σήμερα γύρω στα 150, εντάσσοντας το στην κοινωνία, και να βγάλεις γενικότερα συμπεράσματα.
Το μπικίνι είναι ένα αντικείμενο που με έχει απασχολήσει για ένα διάστημα είκοσι χρόνων με διάφορες προφάσεις και αφορμές ‒ η συζήτηση εξακολουθεί να είναι πολύ σύγχρονη. Δείχνει ότι όλα αυτά τα πράγματα δεν μπορούμε να τα βλέπουμε σαν ένα μαύρο κουτί που το ανοίγουμε και το κλείνουμε αλλά ως κάτι που είναι σε πλήρη εξέλιξη και κάθε φορά το αντιμετωπίζουμε στον καιρό του και στον τόπο του.
— Από τα πιο αξιοπρόσεκτα σημεία του βιβλίου είναι ο τρόπος που το περιέγραφαν ο Ψαθάς και ο Τσιφόρος εκείνη την εποχή, μιλώντας για ανθρώπινα κρέατα πάνω στον φούρνο της άμμου και για μαινάδες που περιφέρουν τα βρεγμένα κρέατα τους «ή ανεμίζουσες τα εσώρουχα τους πάνω από τα κεφάλια μας». Πώς ακριβώς αντιμετωπίστηκε όταν πρωτοεμφανίστηκε στην Ελλάδα;
Η υποδοχή του μπικίνι βρίσκεται μια γκρίζα ζώνη, όπως και το ροκ εν ρολ. Δεν είναι τυχαίο ότι το ροκ ταυτίζεται με την επαναστατικότητα της νεολαίας. Και η αριστερά, η ΕΔΑ τότε, οι Λαμπράκηδες και η εκκλησιαστική δεξιά το αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο. Η αριστερά ως αμερικανιά, η δεξιά ως κάτι που αλλοιώνει τα ελληνοχριστιανικά ήθη και έθιμα. Η δικτατορία έχει πολύ συντηρητικές και ελληνορθόδοξες απόψεις, αλλά θέλει και τουρισμό, για τον απλούστατο λόγο ότι αυξάνει το ΑΕΠ, και φυσικά για να γίνει αποδεκτή στο εξωτερικό, οπότε εκεί έχουμε ένα δίλημμα, το οποίο και θέτω ευθέως στο βιβλίο.
Η ελληνική κοινωνία αναπτύχθηκε καταπληκτικά τη δεκαετία του '50-'60, όμως υπάρχουν δύο βασικά σημεία προς ανάλυση: το ένα είναι η μετανάστευση και το δεύτερο η ανάπτυξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων με οικογενειακό πυρήνα. Έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον να καταλάβουμε πώς αυτά συντελούν αποφασιστικά στην ανάπτυξη των πολιτισμικών ηθών. Μια κοπέλα που προέρχεται από αυτά τα στρώματα έχει αυτά τα διλήμματα και τις εικόνες από την οικογένειά της. Τα ίδια ισχύουν και για το ροκ εν ρολ χονδρικά.
Το μπικίνι γίνεται ευρύτερα αποδεκτό στη χώρα από το 1961 και μετά. Η πρώτη του εμφάνιση στην Ελλάδα είναι σε ένα περιοδικό τσόντας, το οποίο έβγαζε ο πρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου «Ζωή», και ταυτίζεται με τη Ζέτα Αποστόλου. Η Ζέτα Αποστόλου ήταν η απόλυτη πορνοστάρ, ο θηλυκός Γκουσγκούνης της δεκαετίας εκείνης.
Εν συνεχεία, υπάρχει το περιοδικό «Πρώτο», που είναι πιο light τσόντα, μέχρι να εμφανιστούν οι «Εικόνες» της Ελένης Βλάχου, της πανέξυπνης αυτής αστής, η οποία διέβλεπε ότι θα πρέπει να αφήνουμε τη νεολαία να εκδηλώνεται για να μην τα σπάει. Τη στιγμή που υπάρχει κρίση και όλοι λένε ότι πρέπει να απαγορευτεί, η Ελένη Βλάχου βγαίνει και λέει «μα, τι θέλετε τώρα, αφήστε τους να χορεύουν και να φοράνε μπικίνι, γιατί θα τα δούμε στη Βουλή». Δεν πρόλαβαν, βέβαια, να τα δουν στη Βουλή λόγω των Ιουλιανών.
— Πόση έρευνα χρειάστηκε;
Η έρευνα ξεκινάει από το 2009. Δυστυχώς, δεν υπάρχει κάποια σοβαρή μελέτη πάνω στην ιστορία της ελληνικής μόδας. Ο Μαρής και ο Καραγάτσης είναι τεράστιες πηγές για πάρα πολλά πράγματα, ανεξάντλητες. Υπάρχουν όμως και μερικές εκπλήξεις που βγήκαν στην πορεία, όπως το ότι η πρώτη εμφάνιση μπικίνι στην ελληνική λογοτεχνία είναι στο μυθιστόρημα του Πετσάλη Διομήδη, Μαρία Πάρνη, το 1931, όπου ο πρωταγωνιστής παίρνει την γκόμενα για μια βόλτα στην παραλία. Εκείνη τα πετάει και μένει με το μπικίνι, αυτός ανάβει τους προβολείς κι εκείνη μπαίνει στη θάλασσα. Έχει μια περιγραφή της καθώς βγαίνει, που στάζουν τα νερά πάνω της. Είναι αντίστοιχη εικόνα με αυτήν της Άντρες που φορά λευκό μαγιό στο Δρ Νο με τον Τζέιμς Μποντ. Υπάρχει και μια λεσβιακή περιγραφή του Βουτυρά το 1911 σε περιοδικό της Αλεξάνδρειας, όπου ένας βοσκός παίρνει μάτι δυο κοπέλες που φορούν μπικίνι-ντεπιές.
— Είναι κάπως επικίνδυνο να ασχολείστε με αυτό το θέμα, που είναι τόσο καθαρά γυναικείο; Φοβάστε κάποιες αντιδράσεις;
Κατά την άποψή μου, το βιβλίο αυτό απευθύνεται περισσότερο στο ανδρικό κοινό παρά στο γυναικείο. Ειδικά στο τελευταίο κομμάτι, στην παραλία, όπου προσπαθώ να το περιγράψω, πιθανώς κάποιες γυναίκες να ενοχληθούν. Το ξέρω, αλλά είναι θέμα άποψης. Ελπίζω να υπάρξει αντίλογος. Είναι ένα βιβλίο που το τρέμω. Είναι ό,τι πιο δύσκολο έχω γράψει, επειδή έπρεπε να μπω σε μια διαδικασία να «ροκάρω» ο ίδιος, να θυμηθώ.
Πρόκειται για ένα κείμενο σωματικό και ερωτογενές κατ' ανάγκην. Αισθάνομαι αυτό που λέει ο Εγγονόπουλος ότι απευθύνεται στις γυναίκες που αγαπήσαμε. Το πρόβλημα είναι ότι μέχρι τώρα αυτά τα πράγματα τα συζητούσαμε με κάποιους συγκεκριμένους τρόπους. Αντιμετωπίζαμε το μπικίνι σαν ένα αντικείμενο μόδας που θέλει τη γυναίκα αντικείμενο-γλυπτό, μέσα από συμβουλές ομορφιάς, αδυνατίσματος κ.λπ. και με μια λογική lifestyle.
Από την άλλη, η υψηλή διανόηση, ειδικά η αριστερόστροφη, δεν ασχολείται με τον υλικό πολιτισμό. Έτσι, βεβαίως, δεν αναγνωρίζεται στη γυναίκα το δικαίωμα να καταναλώνει αυτό που η ίδια γουστάρει και στους νέους το δικαίωμα να έχουν αντικείμενα προορισμένα γι' αυτούς και να τα μετασχηματίζουν.
— Και ο τίτλος πώς προέκυψε; Υπάρχει «δημοκρατία στην παραλία»;
Υποτίθεται ότι στην παραλία όλοι και όλες μπορούν να φορέσουν αυτό που γουστάρουν, επομένως έχουμε δημοκρατία. Για να φορέσει κάποιος κάτι, πρέπει αυτό να συνάδει, με μαζικούς όρους, με έναν συγκεκριμένο σωματότυπο και κάποια συγκεκριμένα στάνταρ ‒ άρα έχουμε δημοκρατία στην παραλία;
Η απάντηση είναι «όχι» ή έχει ερωτηματικό. Θέλω να πω ότι είναι ένας τίτλος που καλύπτει ευρεία γκάμα, χωρίς να είναι διφορούμενος. Είναι λίγο προβοκατόρικος, πιασάρικος, αλλά υπάρχουν βασικά ερωτήματα πίσω από αυτόν. Π.χ. έχω πιάσει φίλες μου να σχολιάζουν το ντύσιμο άλλης γυναίκας και σκέφτομαι «αφού γουστάρει να είναι έτσι, τι μας ενδιαφέρει;». Και, φυσικά, το ανάποδο από φίλους που βλέπουν μια κοπέλα στην παραλία και σκέφτονται να πάνε να της μιλήσουν.
Επομένως, για ποια δημοκρατία στην παραλία μιλάμε, όταν υπάρχουν συγκεκριμένα σώματα, συγκεκριμένοι τύποι, και όλο αυτό λειτουργεί σαν μια τεράστια ανταλλαγή βλεμμάτων, αισθήσεων και εντυπώσεων; Στη ζωή μου έχω μάθει να θέτω ερωτήματα από μικρός, κάτι το οποίο είναι βασανιστικό, αλλά πιστεύω ότι σε κάνει καλύτερο άνθρωπο.