Ο Διονύσης και η Αριάδνη, θύματα της διαφορετικότητάς τους, ερωτεύονται σε διαφορετικές χρονικές στιγμές τον ίδιο άντρα, τον Βαρθολομαίο, που εξελίσσεται σε χρυσαυγίτη, παλεύοντας με τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Διονύσης αντιμετωπίζει την απόρριψη και διαλύεται ψυχολογικά, ενώ το φάντασμα της ερωτικής περιπέτειας των δύο ανδρών στοιχειώνει τη σχέση της Αριάδνης με τον Βαρθολομαίο και οδηγεί και την ίδια σε παρόμοια συναισθηματική καταστροφή.
Αυτό είναι επιγραμματικά –και πολύ απλοϊκά– το στόρι του μυθιστορήματος του Χάρη Καλαϊτζίδη, μια περίληψη που το αδικεί, γιατί είναι ένα βιβλίο που επιδέχεται πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης. Ο 23χρονος συγγραφέας έχει φτιάξει ένα μυθιστόρημα το οποίο χάρη στη γλώσσα του μετουσιώνεται σε υψηλή λογοτεχνία, βίαιη, ωμή αλλά και ποιητική, που σε ταράζει και σε αφυπνίζει, θέτοντας φιλοσοφικά ερωτήματα με έναν ιδιοφυή τρόπο.
Η «Πολεμική Μηχανή» είναι ένα από τα πιο σημαντικά ελληνικά μυθιστορήματα της γενιάς των millennials, πολιτικό, ερωτικό, φιλοσοφικό, queer, για τη σεξουαλικότητα αλλά και τον φασισμό και τη δυνατότητα απελευθέρωσης, με ήρωες ευάλωτους και διαλυμένους συναισθηματικά που προσπαθούν να μαζέψουν τα κομμάτια τους.
Το μεγάλο πλεονέκτημα του Χάρη Καλαϊτζίδη είναι ο λόγος του· συναρπαστικός, με αγριότητα και ποίηση, σκαιότητα αλλά και τρυφερότητα:
«Κι ένα βράδυ ξεκινήσαμε με τον Βαρθολομαίο για να βρούμε τον πόλεμο. Κλέψαμε ένα φορτηγό, χαθήκαμε υπό το ψυχρό φως της πανσελήνου. Η έρημος σερνόταν πίσω μας σαν ερπετό, θύμιζε το νεκρό δέρμα μιας πληγιασμένης Γης, εμείς γλιστρούσαμε απαλά, ακολουθώντας το φεγγάρι, συλλέγοντας τ’ αστέρια. Ηχούσε μια υπέροχη, συμπαντική σιγή· όλη η πλάση αδιάφορη, ανυπόστατοι κι εμείς, υπήρχε μόνο το ταξίδι μας, μια αόριστη γραμμή που άρχιζε απ’ το πουθενά και βούλιαζε στο τώρα.
Το φορτηγό έσκιζε τη νύχτα, η νύχτα τύλιγε το φορτηγό, μπαίναμε ολοένα και πιο βαθιά. Ο αέρας άλλαξε, φύσηξε ευωδιές απ’ ανθισμένα νυχτολούλουδα, ελάφρυνε και πύκνωσε γεμάτος μυστικά. Εμείς οι δύο, δεμένοι στο ιστιοπλοϊκό της σκέψης, σάρκα που λιποτακτεί. Οι ανάσες μας πέφτανε μαζί με τ’ αστέρια, όλα έφευγαν προς την απρόσωπη πυξίδα του φεγγαριού. Ήταν η ώρα που οι μάγοι βγαίνουνε στις ξέρες και χορεύουν, σπρώχνοντας τον ουρανό, παρακαλώντας για βροχή, κι ο Βαρθολομαίος φάνταζε υπέροχος με το βλέμμα στηλωμένο στον ορίζοντα, χέρια σφιγμένα στο τιμόνι, τα μάτια του ν’ αντανακλούν την κεχριμπαρένια λίμνη της σελήνης, νησίδες παραισθήσεων, κρυστάλλινα ρυάκια. Ένιωσα τόσο τυχερός εκεί μαζί του, να με πηγαίνει στο τέλος, στην άκρη του πιστευτού, εκεί που συμβαίνει εκείνο που δεν βλέπουμε, ένιωσα ευλογημένος· μόνος με τον Βαρθολομαίο, μαζί με το φεγγάρι».
Γράφω για να ξεδώσω, για να ξεσπάσω, για να καταλάβω τις σκέψεις μου, για να καταρρίψω τις σκέψεις μου, γράφω για να «μην έχω πια πρόσωπο», όπως έλεγε ο Φουκό, και για να πάω μακριά από αυτό που είμαι.
Ο Χάρης Καλαϊτζίδης είναι 23 χρονών, σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και έκανε μεταπτυχιακό στην Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία στο Royal Holloway. Η «Πολεμική Μηχανή» είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.
— Πόσο καιρό σού πήρε να γράψεις το βιβλίο;
Η ιδέα μού είχε έρθει το καλοκαίρι το ’20. Μέσα στην ακαδημαϊκή χρονιά ’20-'21 δούλεψα σημειώσεις, έκανα έναν σκελετό και τον ολοκλήρωσα το καλοκαίρι του ’21. Τότε έκατσα και το δούλεψα για ενάμιση μήνα, αλλά πολύ συγκεντρωμένα, δηλαδή γύρω στις δέκα ώρες την ημέρα.
— Το έγραψες σε ενάμιση μήνα; Και δεν το ξαναδούλεψες μετά;
Πρώτα το έστειλα στην Εστία. Το δέχτηκαν, αλλά μου ανέφεραν κάποιους ενδοιασμούς για το δεύτερο μέρος και για τον χαρακτήρα της Αριάδνης. Στην αρχή ήμουν διστακτικός, όμως τελικά είχαν πολύ δίκιο. Οπότε ξαναδούλεψα το δεύτερο μέρος τον Νοέμβρη του '21 για άλλες τρεις βδομάδες. Στη συνέχεια το επεξεργάστηκα κατά την επιμέλεια.
Ήμουν πολύ τυχερός γιατί το ανέλαβε η επιμελήτρια Ρουμπίνη Ποντικάκη, με την οποία ταιριάξαμε αμέσως και κάναμε τρία βαθιά περάσματα στο βιβλίο, όχι μόνο για να διορθώσουμε τα αδύναμα σημεία αλλά και για να ενισχύσουμε τα ήδη δυνατά.
Η Ρουμπίνη μπήκε κατευθείαν στο ύφος, στον τρόπο που σκέφτομαι, και πρότεινε πολλές αλλαγές στη γλώσσα και στον ρυθμό. Με βοήθησε ιδιαίτερα η συνεργασία μας για να δω πώς λειτουργώ, πώς γράφω, πώς χειρίζομαι τη γλώσσα. Γράφω διαφορετικά μετά από αυτή την πρώτη εμπειρία επιμέλειας, κάπως πιο συνειδητά.
— Γιατί γράφεις, εκτός από το να εκφραστείς;
Για να ξεδώσω, για να ξεσπάσω, για να καταλάβω τις σκέψεις μου, για να καταρρίψω τις σκέψεις μου, γράφω για να «μην έχω πια πρόσωπο», όπως έλεγε ο Φουκό, και για να πάω μακριά από αυτό που είμαι. Όταν ένα άτομο γράφει, ανοίγεται σε παράξενες και απρόβλεπτες ροές, ανακαλύπτει πλήθη που ζουν συνεχώς εντός του, μεταμορφώνεται, γίνεται κάτι άλλο. Επίσης γράφω ελπίζοντας να επηρεάσω, ελπίζοντας ότι κάθε άτομο θα βρει κάτι που τον συγκινεί, το ταράζει, κάπως το αλλάζει. Γι’ αυτό εκδίδουμε τα κείμενα και δεν τα κρατάμε σε συρτάρια.
Υπάρχει και μια πολιτική σε αυτό· όχι ότι η λογοτεχνία –ή η τέχνη γενικότερα– θα αλλάξει τα πάντα, αλλά ότι μπορεί να συμβάλει σε μια ευρύτερη κίνηση του κόσμου, πλάθοντας υποκειμενικότητες, κατασκευάζοντας συνειδήσεις, αναδιανέμοντας τις επενδύσεις της επιθυμίας.
— Πες μου μερικά πράγματα για σένα. Πού έχεις μεγαλώσει;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, ήμουν πολύ ζωηρό παιδί, έζησα μια μάλλον ξέγνοιαστη παιδική ηλικία. Από μικρός είχα διάφορα ερεθίσματα όσον αφορά τη λογοτεχνία, το σινεμά, το θέατρο. Στο σπίτι υπήρχαν πολλά βιβλία κι έτσι ξεκίνησα κι εγώ. Πρώτα με παραμύθια και πιο κλασικά αναγνώσματα στο δημοτικό, ύστερα στο γυμνάσιο με κόμικς και επιστημονική φαντασία. Στο λύκειο έπιασα τους Γάλλους, καταγοητεύτηκα με τον υπαρξισμό και τον παραλογισμό και διάβαζα Καμί, Μποβουάρ, Σαρτρ. Στα 17 έφυγα για σπουδές στο Κέμπριτζ, στην Αγγλία.
— Εκεί τι σπούδασες;
Πέρασα αρχικά στη Νομική, η οποία δεν μου άρεσε καθόλου, τη σιχάθηκα, κι έτσι μετά από έναν χρόνο την άφησα, παρά τις αδιάκοπες προσπάθειες των ανθρώπων γύρω μου να με μεταπείσουν, και άρχισα σπουδές Κοινωνιολογίας. Αφού τελείωσα, έκανα μεταπτυχιακό στην Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Royal Holloway.
— Δεν σκέφτηκες να μείνεις στην Αγγλία;
Όχι, δεν μου άρεσε, ήθελα, και θέλω, πολύ να είμαι εδώ, στην Αθήνα. Πιστεύω πως στην Αγγλία δεν εγκλιματίστηκα ποτέ, υπήρχαν διάφορα στοιχεία που μου κλοτσούσαν.
— Από πότε γράφεις;
Απ’ το γυμνάσιο μάλλον.
— Μόνο πεζογραφία;
Έχω γράψει και κάποια εφηβικά ποιήματα στο λύκειο και στο πρώτο έτος της σχολής, τα οποία τώρα θα ήθελα να εξαφανίσω. Στο γυμνάσιο είχα έναν καθηγητή αγγλικών που μου έκανε ιδιαίτερα για το Proficiency και όταν ολοκλήρωσα την προετοιμασία, αλλάξαμε κατεύθυνση, επικεντρωθήκαμε στη συγγραφή. Μου έβαζε να γράψω ένα διήγημα για κάθε λογοτεχνικό είδος –ένα γοτθικό, ένα νουάρ, ένα sci-fi– κι έτσι άρχισα να δοκιμάζω πράγματα εκείνον τον καιρό.
Στο λύκειο πέρασα για λίγο στο σινεμά, έχω έναν στενό φίλο που ασχολείται με τη σκηνοθεσία και σε κάποια φάση τού έγραφα τα σενάρια για τις μικρού μήκους ταινίες του. Απ’ το ’17 και ύστερα ασχολήθηκα πιο έντονα με την πρόζα και τα μεγάλα κείμενα. Η «Πολεμική Μηχανή» είναι το τέταρτο μυθιστόρημα που έχω γράψει, τα υπόλοιπα δεν έχουν βγει. Κάθε φορά επέλεγα να μην τα βγάλω, συχνά την τελευταία στιγμή.
— Όταν άρχισες να γράφεις, είχες κάποιο συγκεκριμένο κοινό στο μυαλό σου;
Καλή ερώτηση. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπήρχε ένα συγκεκριμένο κοινό που μπορούσα να δω με ξεκάθαρα χαρακτηριστικά ή ορισμένα γούστα, πάντα ήταν ένα κοινό που έπρεπε να ανακαλυφθεί και το οποίο ήλπιζα ότι κάπως θα συνδεθεί είτε με τις εμπειρίες, είτε με τις ιδέες, είτε με το συναίσθημα του βιβλίου. Το κοινό ήταν μια άμορφη μάζα με την οποία όμως ένιωθα και κάποια συγγένεια, χωρίς να μπορώ να την προσδιορίσω ακριβώς. Είναι λίγο αόριστη αυτή η απάντηση, αλλά πάντα έτσι το βίωνα.
— Ποιο κομμάτι απ’ το βιβλίο σε δυσκόλεψε πιο πολύ;
Σίγουρα το κομμάτι της Αριάδνης, γιατί εκεί μπαίνουν πάρα πολλά θέματα, το έμφυλο ζήτημα, το βίωμα μιας θηλυκότητας, ενός σώματος που κωδικοποιείται από την κοινωνία ως γυναικείο, συνεπώς προσδιορίζεται και καταδικάζεται με αυτόν τον τρόπο.
Μπαίνουν και διάφορα ψυχολογικά και ψυχιατρικά ζητήματα, για τα οποία δεν έχω κάνει μεγάλη έρευνα ούτε έχω τεράστια τριβή, οπότε όλα αυτά έκαναν πολύ δύσκολο το να βρω μια φωνή που να είναι αυθεντική. Επειδή όμως δούλεψα ξανά το βιβλίο, αφότου το έδωσα στην Εστία, βγήκε μια πιο δυνατή Αριάδνη.
Τον είχα δει που με κοιτούσε. Είχα νιώσει το βλέμμα του να πέφτει στο κορμί μου σαν πέπλο αραχνοΰφαντο, είχα ακούσει τα βλέφαρά του να κλείνουν, κλείνοντας κι εμένα μέσα, παγιδεύοντάς με στο στιγμιαίο τους σκοτάδι. Τον είχα δει, με κοίταγε. Πρώτα στους μεγάλους πάγκους, όπου τρώγαμε όλοι μαζί· αισθάνθηκα δυο μάτια πάνω μου κι όταν σήκωσα το κεφάλι είδα τον Βαρθολομαίο να μασάει γαλήνιος, με το κορμί του κορδωμένο χωρίς να κοιτάζει το φαγητό, φέρνοντας αργά το κουτάλι της σούπας στα χείλη, ενώ το βλέμμα του έμεινε στηλωμένο μπροστά, σημάδευε εμένα. Ύστερα στις ασκήσεις, στρατιωτάκια παραταγμένα με μάτια χάμω, άλλοτε παρελαύνοντας, μέτωπα μπροστά, μάτια στον ορίζοντα, όλα μας ορισμένα, όλα μας σε τάξη, εκτός απ’ τον Βαρθολομαίο: Στητός, γλυκός, περήφανος, παρατηρούσε εμένα. Τον είχα δει που με κοιτούσε. Ήξερα αυτό το βλέμμα. Ήξερα τι ήθελε. Κάποια στιγμή στα ντους, άνοιξα τα μάτια μου σκίζοντας το υγρό κενό κι είδα το γυμνό του σώμα να λάμπει γυμνασμένο. Νερό έτρεχε απ’ τους ώμους ως το στήθος και τους κοιλιακούς του, σα σταλαχτίτης έσταζε απ’ την άκρη του πέους, το βλέμμα καρφωμένο σε μένα. Τον κοίταξα στα μάτια και περίμενα να αποστρέψει το πρόσωπο, ήταν το μόνο λογικό, αυτό έκανες. Εξάλλου, δεν ήμασταν μόνοι. Τίποτα. Ο Βαρθολομαίος συνέχισε να με κοιτάει, παίζοντας με τους περιορισμούς του χώρου, ισορροπώντας στις σταγόνες του νερού, πανέμορφος και παγωμένος. Το στόμα του ήταν μια ευθεία γραμμή, αλλά τα μάτια του γελούσαν. Τέλος, το βράδυ της βάρδιας, στην αλλαγή της σκοπιάς: Με βρήκε να κοιτάζω τον ορίζοντα, μάταια, ψάχνοντας το μέτωπο. «Τι κοιτάς;» με ρώτησε. «Τον πόλεμο». «Τα πιστεύεις όλα αυτά;». Δεν απάντησα. «Ούτε ’γώ», μου είπε. «Σε έχω δει πώς με κοιτάς». «Πώς σε κοιτάω;» Το ’πε θυμωμένα, απότομα. Ταράχτηκα. Φοβήθηκα ότι είχα κάνει κάποιο λάθος, ότι δεν είχα δει καλά, πως τον είχα προσβάλει, πως θα τις έτρωγα. «Πώς σε κοιτάω, ρε;» μου φώναξε. Ήρθε πιο κοντά, έτσι που το τεράστιο σώμα του επισκίασε το δικό μου. Μπορούσα ήδη να νιώσω τον πόνο, τη γροθιά του πάνω στη ματωμένη μύτη μου, τα δόντια μου να φεύγουν. «Πώς σε κοιτάω;», ξαναείπε, ακουμπώντας απαλά το μέτωπό του στο δικό μου, «έτσι σε κοιτάω;». Κουτουλήσαμε πολλή ώρα στητοί, στάσιμοι σαν τράγοι. Οι βλεφαρίδες μου σχεδόν άγγιζαν τις δικές του, ενώ τα μάτια μας φιλιούνταν. Ένιωσα να χάνομαι σ’ αυτά τα πράσινα λιμάνια, άφησα άγκυρες εκεί, έμεινα για χρόνια· μέρες απαλές, νύχτες ηλεκτρισμένες, η χλωρίδα του ν’ απλώνεται μέσα μου γυμνή, να ηχεί χρώμα βουβό, τρέμει πανί στον άνεμο, πόλεις που περπατούν αγάλματα, πράσινο παντού. Τα χείλη του βρήκαν τα δικά μου, μικρά πυροτεχνήματα άνθισαν στον ορίζοντα, εκθρόνισαν τους διάφανους πολέμους.
Υπάρχει στο βιβλίο η αντίστιξη ενός κοινωνικού πολέμου –στην οικογένεια, στο σχολείο, στον στρατό– και των πολεμικών μηχανών που παράγονται απ’ αυτόν και που, παρ’ όλα αυτά, του αντιστέκονται. Θα ήλπιζα να είναι και το βιβλίο μια πολεμική μηχανή η οποία προκαλεί μεταμορφώσεις, γι’ αυτό και στο τέλος, όταν μιλάει ο Βαρθολομαίος και λέει είμαι μια πολεμική μηχανή σε ευθύ λόγο, η φράση βρίσκεται εκτός εισαγωγικών.
— Μέχρι κάποια στιγμή είχα την εντύπωση ότι το βιβλίο είναι αυτοβιογραφικό.
Όλοι αυτό νομίζουν.
— Μέχρι να εμφανιστεί η Αριάδνη. Μετά γίνεται ένα άλλο βιβλίο. Θέλω όμως να μιλήσουμε για τον Βαρθολομαίο, που είναι πολύ αμφιλεγόμενος ήρωας, γιατί ενώ είναι ο κακός, δεν είναι καθόλου αντιπαθής, που είναι και λίγο «επικίνδυνο». Ενώ είναι ξεκάθαρο ότι είναι χρυσαυγίτης, στο τέλος αισθάνεσαι μια συμπόνοια γι’ αυτόν, δεν είναι ακριβώς αρνητικός ήρωας.
Είναι πέραν του καλού και του κακού, είναι μια δύναμη η οποία δεν μπαίνει εύκολα σε αυτές τις κατηγορίες και είναι και μια πολλαπλότητα, όπως φαίνεται ξεκάθαρα προς το τέλος του βιβλίου. Μέσα στον Βαρθολομαίο ζούνε τόσο πολλοί άλλοι, οι οποίοι παλεύουν, πολεμούν, στήνουν μια εσωτερική διαμάχη. Οπότε υπάρχουν πολύ έντονα αυτές οι ασυμβατότητες και αντιφάσεις.
Δεν ήθελα να παρουσιάσω έναν μονοδιάστατο χαρακτήρα, δεν ήθελα να είναι ένας σχηματικός κακός, ένας χρυσαυγίτης που είναι μόνο χρυσαυγίτης κι εκεί αρχίζει και τελειώνει η ζωή του. Ήθελα να σπάει το στερεότυπο, το καλούπι, θέλησα να δείξω τις εμπειρίες του ως ουσιωδώς ανθρώπινες.
Ο έρωτάς του, για παράδειγμα, είναι ένας πραγματικός έρωτας. Η αυτοκαταπίεσή του είναι πραγματική, και πολύ πιο κοινή απ’ ό,τι θα θέλαμε να πιστεύουμε, το ίδιο και η προσπάθειά του να ξεφύγει απ’ τον εαυτό του, να τον ξεπεράσει. Νομίζω πως οφείλουμε να το αναγνωρίζουμε αυτό όταν ασχολούμαστε με υποκείμενα που μας απωθούν και μας οδηγούν στο να τα δούμε ως μη-ανθρώπινα. Υπάρχει και μια πολιτική αξία σ’ αυτήν τη διαδικασία, στο να αναλύσεις πώς δομείται και, συνεπώς, πώς ίσως και να αποδομείται η ταυτότητα του τέρατος.
— Πες μου για τον Διονύση, ο οποίος στο δεύτερο μέρος του βιβλίου εξαφανίζεται, υπάρχει μόνο ως ανάμνηση του Βαρθολομαίου και ως σκιά που περιφέρεται πάνω απ’ την Αριάδνη.
Ο Διονύσης είναι ο αγαπημένος μου χαρακτήρας. Νιώθω πολύ κοντά με τον Διονύση και όταν έγραφα γι' αυτόν και δημιουργήθηκε μπροστά μου, εμφανίστηκε καθαρότερα απ’ όλους τους άλλους χαρακτήρες. Έχει μια ένταση ο Διονύσης, από την αρχή έχει μια ορμή και ήθελα να αποδώσω αυτήν του την πλευρά, που αποσκοπεί στον πειραματισμό και την αύξηση της ισχύος.
— Ο Διονύσης είναι ο πιο καθαρός από τους χαρακτήρες, δεν έχει τίποτα σκοτεινό.
Δεν έχει ενοχές. Και μετά τη σύγκρουση με τον πατέρα του συνεχίζει ακάθεκτος, είναι όντως μια δύναμη επιθυμίας που πάει όλο και πιο έξω, ακόμα κι αν στο τέλος αυτή η γραμμή φυγής αναδιπλώνεται και γίνεται μια γραμμή καταστροφής. Το πιο σημαντικό γι' αυτό που είπες –ότι εξαφανίζεται ο Διονύσης– είναι το πώς αυτός επιστρέφει μέσω της σχέσης της Αριάδνης με τον Βαρθολομαίο, δηλαδή το πώς η Αριάδνη αγγίζει κάτι μέσα στον Βαρθολομαίο που δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από τον Διονύση, ο οποίος είχε μείνει μέσα του ως ένα άλλο σώμα, ως ένας άλλος εαυτός.
— Δεν τον ξέρει καν τον Διονύση η Αριάδνη, τον υποψιάζεται μόνο.
Ακριβώς, τον ψηλαφεί.
— Και ο Διονύσης και η Αριάδνη είναι θύματα των διαφορετικοτήτων τους, τις πληρώνουν ακριβά.
Σίγουρα είναι και θύματα, ναι. Μέσα απ’ αυτούς τους χαρακτήρες θέλησα να σκιαγραφήσω διαφορετικούς θεσμούς, διαφορετικά κοινωνικά συστήματα. Ο Διονύσης, ας πούμε, έχει μια άμεση σύγκρουση με την ετεροκανονικότητα απ’ την αρχή, με τον θεσμό της οικογένειας, με το σχολείο, ύστερα με τη δουλειά, με τον στρατό, με τη σεξεργασία.
Η Αριάδνη με τη δική της παράλληλη πορεία συγκρούεται πολύ έντονα με την πατριαρχία, αλλά επίσης και με το ψυχιατρικό σύστημα, το οποίο σε κάποιον βαθμό την αναμασά και τη διαβρώνει. Λόγω της ιδιαιτερότητάς τους οι δύο χαρακτήρες βρίσκονται αντιμέτωποι με ξεχωριστούς θεσμούς και σκληρωτικές οριοθετήσεις στο πώς μπορούν να ζουν και να επιθυμούν. Ήθελα να βγει αυτό, δύο παράλληλες πορείες οι οποίες βρίσκουν έναν αντίστοιχο πόλεμο, με κάποια σημεία επαφής, αλλά χωρίς κάποια εύκολη και αβίαστη σύγκλιση.
Η προσπάθειά τους να ενωθούν γίνεται μόνο με τη διαμεσολάβηση ενός τρίτου, του Βαρθολομαίου, ο οποίος ενσαρκώνει όλα αυτά που τους αρρωσταίνουν. Ο Βαρθολομαίος, συνεπώς, δεν είναι απλώς κάποιος κακός που καταπιέζει τον Διονύση και την Αριάδνη. Απεναντίας, είναι ένας καταλύτης, το απαραίτητο στοιχείο για την ένωσή τους, μια ένωση που έχει ως προϋπόθεση την ίδια του την υπέρβαση.
Με γοήτευσε αυτό το κάτι νέο μες στον Βαρθολομαίο, η σφαίρα, το μυστήριο, ο άγνωστος στρατιώτης. Κι ο ουρανός έγινε μωβ. Μαζί μ’ αυτό το σώμα, ο ουρανός ήτανε πάντα μωβ. Τα βράδια τρέμαμε μαζί, με την ψυχή στο στόμα, κι όταν ο ύπνος μάς κυρίευσε τελικά, γυμνούς και μαγεμένους και κρινόλευκους υπό το σεληνόφως, άλλοτε ρόδινους με την ανατολή, όταν ο ύπνος μας κυρίευε τελικά, οι ανάσες μας ενώνονταν απαλά, ενώ τα χέρια του χόρευαν στα δικά μου. Και καθώς ο χρόνος περνούσε απαρατήρητος, παντρεύοντας μέρες και μήνες κι εβδομάδες, τα όνειρά μας σμίγανε κι αυτά, λαχανιασμένα χελιδόνια που πέφτουνε αγκαλιά. Σαν όνειρο κυλούσε ο χρόνος μου με τον Βαρολομαίο· σαν όνειρο κι αυτό. Σε όνειρο το συναντούσα, ουράνια οράματα που έβλεπα ξυπνώντας. Κράταγα τον Βαρθολομαίο κι έψαχνα αυτήν τη νέα φύση, ψηλάφιζα αέναα το όνομα του γρίφου, το πλάσμα που κρυβότανε βαθιά μες στο κορμί του· το άγγιζα και άλλαζα, το μούδιασμα χανόταν, το σώμα μου απαρνιότανε την κάθε αυτοκτονία, συγκινημένο ξέφευγε από τη βουβή του μοίρα κι ανώδυνα αισθανότανε κάτι να το τραβάει. Ήταν μια έλξη παράφορη, κόρη του εαυτού της, μια ασυνείδητη ροή που όριζε τις ζωές μας: Ήθελα να το νιώσω, έπρεπε να το νιώσω, όλος ο κόσμος κρεμότανε από μία μοναδική κλωστή, η ζωή μου είχε απλωθεί μπροστά στα μάτια μου σαν ένα παγερό τοπίο και πλέον μπορούσε να σωθεί, μπορούσαν όλα να εξαγνιστούν, αρκεί να ήμουν με τον Βαρθολομαίο, αρκεί να έβρισκα τον ξένο. Τον ερωτεύτηκα.
Γενικά τις θέλω και τις επιδιώκω τις αντιδράσεις. Αν κάτι διασαλεύει, αν κάτι κινεί και προκαλεί αυτό που έχω γράψει, πάμε καλά. Όσο για τον χρυσαυγίτη, δεν ανησυχώ πάρα πολύ. Γράφω και κείμενα πιο πολιτικά, κατεβαίνω και στον δρόμο όσο μπορώ, έχω και σχέσεις με ομάδες, οπότε νομίζω ότι αυτό το βιβλίο είναι το λιγότερο επικίνδυνο.
— Ποια είναι η πολεμική μηχανή;
Ως γενικός τίτλος πρόκειται για μια έννοια των φιλοσόφων Ντελέζ και Γκαταρί, η οποία παραπέμπει σε διάφορες διαδικασίες. Στην πιο αφηρημένη της μορφή αναφέρεται σε μια μηχανή παραγωγής μεταμορφώσεων, σε κάτι που ρευστοποιεί τα πράγματα, τα αλλάζει, μας πάει έξω από αυτό το οποίο είμαστε, έξω από τις ταυτότητες που μας έχουν επιβληθεί.
Στο βιβλίο υπάρχουν πολλές πολεμικές μηχανές, δεν είναι μόνο μία: ο Διονύσης είναι πολεμική μηχανή, η Αριάδνη είναι πολεμική μηχανή, ο Βαρθολομαίος, ως το συνονθύλευμα όλων αυτών των πραγμάτων, είναι μια πολεμική μηχανή που συνεχώς πάει από τον έναν πόλο στον άλλον, από την πιο σκληρωτική τάξη στο πιο ανοιχτό χάος.
Γενικά, υπάρχει στο βιβλίο η αντίστιξη ενός κοινωνικού πολέμου –στην οικογένεια, στο σχολείο, στον στρατό– και των πολεμικών μηχανών που παράγονται απ’ αυτόν και που παρ’ όλα αυτά του αντιστέκονται. Θα ήλπιζα να είναι και το βιβλίο μια πολεμική μηχανή η οποία προκαλεί μεταμορφώσεις, γι’ αυτό και στο τέλος, όταν μιλάει ο Βαρθολομαίος και λέει είμαι μια πολεμική μηχανή σε ευθύ λόγο, η φράση βρίσκεται εκτός εισαγωγικών.
— Σκέφτηκες ποτέ τις αντιδράσεις που μπορεί να έχεις από τους αναγνώστες του βιβλίου; Τι θα γινόταν, για παράδειγμα, ν διάβαζε το βιβλίο ένας χρυσαυγίτης; Θα υπήρχε πρόβλημα;
Γενικά, τις θέλω και τις επιδιώκω τις αντιδράσεις. Αν κάτι διασαλεύει, αν κάτι κινεί και προκαλεί αυτό που έχω γράψει, πάμε καλά. Όσο για τον χρυσαυγίτη, δεν ανησυχώ πάρα πολύ. Γράφω και κείμενα πιο πολιτικά, κατεβαίνω και στον δρόμο όσο μπορώ, έχω και σχέσεις με ομάδες, οπότε νομίζω ότι αυτό το βιβλίο είναι το λιγότερο επικίνδυνο. Γενικά θεωρώ πως πρέπει να αναγνωρίζουμε, αλλά όχι να υπερτιμούμε, την πολιτική ισχύ της λογοτεχνίας.
— Έχεις γράψει ό,τι είχες στο μυαλό σου ή έχεις αυτολογοκριθεί;
Όχι, δεν έχω αυτολογοκριθεί, αυτό που έχω κάνει είναι ότι έχω προσπαθήσει πολλές φορές να υπερβώ το βίωμά μου με έναν τρόπο ο οποίος δείχνει ευαισθησία προς το διαφορετικό και προς το Άλλο. Αυτό δεν είναι ακριβώς αυτολογοκρισία, είναι περισσότερο μια προσοχή, μια ευαισθησία. Σε ένα πρώτο επίπεδο δεν μπαίνω σ’ αυτήν τη διαδικασία, δηλαδή αρχικά εκφράζομαι αβίαστα, βγαίνει ένας χείμαρρος, μια ροή. Αλλά σε δεύτερη φάση προσέχω τι μπορεί να ενισχύει κάποιο στερεότυπο, να το επικυρώνει.
Είναι μια δύσκολη ισορροπία, γιατί πάντα περνάω μέσα από στερεότυπα –είναι αναγκαίο αυτό ακριβώς επειδή γράφω για πράγματα τα οποία δεν ξέρω, για βιώματα που είναι αρκετά μακριά από μένα–, αλλά προσπαθώ και να τα σπάσω, να τα υπερβώ. Όχι όμως με μια λογική αυτολογοκρισίας, τουλάχιστον όσο μπορώ.
Είναι μια συνθήκη που με προβληματίζει αρκετά, γιατί τώρα γράφω ένα καινούργιο μυθιστόρημα, πολύ βιωματικό, με δικές μου εμπειρίες, οπότε εκεί υπάρχει η ερώτηση τού κατά πόσο αυτολογοκρίνομαι: πού σταματάει η πολιτική λεπτότητα ή/και ευαισθησία και πού αρχίζει η λογοκρισία; Δύσκολο να το πεις.
— Παρότι δεν μιλάς για δικά σου βιώματα, αισθάνθηκες άβολα όταν διάβασαν το βιβλίο οι γονείς σου;
Όχι, οι γονείς μου ήταν πολύ κουλ, δεν υπήρξε θέμα. Οι ωραίες αντιδράσεις ήταν μάλλον αυτές του παππού και της γιαγιάς. Ο παππούς μου μού είπε ότι έχω ωραίο λεξιλόγιο, αλλά ότι δεν είναι σωστό να προσβάλλω τα θεία και την πατρίδα, ενώ η γιαγιά μου κατέληξε πως το βιβλίο μιλάει κυρίως για τους κακούς γονείς που δεν αγαπάνε τα παιδιά τους.
— Πες μου μερικούς ανθρώπους που σ’ έχουν επηρεάσει.
Λογοτεχνικά, αγαπώ συγγραφείς κατά βάση Αμερικανούς των αρχών και μέσων του 20ού αιώνα, δηλαδή τον Χένρι Μίλερ, ύστερα τους beats, τον Κέρουακ, τον Γκίνσμπεργκ, λίγο μετά και πιο περιφερειακά τον Χιούμπερτ Σέλμπι, όλοι αυτοί με έχουν επηρεάσει πάρα πολύ.
Θεωρώ ότι έγινε κάτι πολύ σημαντικό εκεί πέρα, δηλαδή, παρόλες τις προβληματικές εκφάνσεις του έργου τους που έχουν να κάνουν και με την εποχή τους και με τη θέση τους ως αντρικών υποκειμένων σε αυτό το πλαίσιο, νομίζω ότι λογοτεχνικά έγινε κάτι το οποίο είχε μια φοβερή ένταση. Κι ακόμα και τώρα είναι φρέσκα αυτά τα κείμενα. Γενικά, με ενδιαφέρει ο μοντερνισμός, η Βιρτζίνια Γουλφ για παράδειγμα.
Ελληνική λογοτεχνία δεν έχω διαβάσει όσο θα ήθελα, τώρα προσπαθώ. Μου αρέσει πολύ η ποίηση του Σαχτούρη, επιστρέφω στο έργο του συνεχώς. Από σύγχρονους, και μέσω της Εστίας, έχω διαβάσει αρκετά την Άντζελα Δημητρακάκη, θεωρώ πολύ αξιόλογο το έργο της, ειδικά το «Αεροπλάστ» με έχει επηρεάσει πολλαπλώς. Αυτές τις μέρες ανατρέχω ολοένα στην ποιητική συλλογή «Είδη Γνώσης» του Στέφανου Ρέγκα.
Επίσης, η μουσική έχει πολλή σχέση με το πώς γράφω. Ακριβώς επειδή ακούω πολλή μουσική, έπαιζα και ντραμς παλιότερα, ο ρυθμός είναι ίσως το βασικότερο για μένα. Πέρα από αυτά, έχω επηρεαστεί πολύ από τη θεωρία, υπάρχει συνεχώς αυτή η γέφυρα μεταξύ της θεωρίας και της λογοτεχνίας.
Όσο κι αν έχω τους ενδοιασμούς μου για τη σύμπλευση ενός πιο ακαδημαϊκού lifestyle με μια καλλιτεχνική πορεία, υπάρχει πάντα για μένα μια σχέση μεταξύ της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας: αυτά τα οποία σπούδασα, αυτά με τα οποία ασχολούμαι, τα πιο πολιτικά που με ενδιαφέρουν τρυπώνουν στη γραφή μου, μου δίνουν συνεχώς μια πηγή έμπνευσης. Κατά βάση η γαλλική θεωρία με ενδιαφέρει: οι Ντελέζ-Γκαταρί, ο Φουκό, και κάποια πιο σύγχρονα αναρχικά ρεύματα.
— Το βιβλίο που γράφεις τώρα έχει πιο πολύ πολιτική χροιά;
Πολύ καλή ερώτηση. Και ναι και όχι, με την έννοια ότι η «Πολεμική Μηχανή» πήγε να βγάλει κάποιες ιδέες οι οποίες ήταν και πολιτικές, σε κάποια φάση ίσως κυρίως πολιτικές, μέσω μιας ιστορίας.
Σε αυτό που γράφω τώρα, που όπως είπα είναι βιωματικό, υπάρχουν οι δικές μου εμπειρίες και από κει μπορεί να βγαίνει και κάτι πιο πολιτικό: οι εμπειρίες μου από την ακαδημία ως θεσμό, για παράδειγμα, ή το φύλο και την επιτελεστικότητά του, το πώς διαπραγματεύεται κάθε σώμα το φύλο του. Υπάρχει και η πολιτική πράξη, μιλάω για κάποιες κινητοποιήσεις που κάναμε στην Αγγλία, για μια κατάληψη που είχαμε κάνει στο Κέμπριτζ, υπάρχει το πολιτικό με έναν άλλον τρόπο. Δεν ξέρω αν είναι περισσότερο ή λιγότερο έντονο.
Σε σχέση με την «Πολεμική Μηχανή», το βιβλίο που γράφω τώρα έχει περισσότερο το πολιτικό βίωμα και λιγότερο την πολιτική θεωρία, λιγότερο την προσπάθεια να μετουσιωθεί η θεωρία σε κάτι το λογοτεχνικό.
Πολύ πιο όμορφη, όμως, μου φαίνεται η προσπάθεια πολλών παιδιών να βρουν μια άμεση και ζωτική χαρά στην ίδια τη διαδικασία αναίρεσης όσων ζούμε, είτε αυτό γίνεται στην τέχνη, είτε στον πολιτικό αγώνα, είτε σε νέους τρόπους ζωής που παράγουν ευφορία. Και ως προς αυτό, όλα αυτά που γίνονται με το φύλο, τις σχέσεις και τη σεξουαλικότητα είναι αναμφισβήτητα το σημαντικότερο στοιχείο του καιρού μας.
— Με τι ασχολείσαι αυτήν τη στιγμή, πέρα από το γράψιμο;
Ασχολούμαι πολύ με τα σεμινάρια που κάνουμε με την ομάδα σπουδών Ντελέζ-Γκαταρί και Queering Psychoanalysis, τα οποία διοργανώνει η Χλόη Κολύρη εδώ και κάποια χρόνια. Η συμμετοχή μου σε αυτές τις ομάδες είναι κάτι που με πλουτίζει, αφού στο πλαίσιό τους συναντιούνται εντελώς ετερόκλητοι κόσμοι. Ενώ ασχολούμαστε κυρίως με τη θεωρία και την ψυχανάλυση, δεν προσελκύουμε μόνο άτομα από αυτά τα πλαίσια, έρχονται στα σεμινάριά μας και άνθρωποι που ασχολούνται με την τέχνη, τις επιστήμες, την πολιτική. Γίνεται μια πολύ ωραία ώσμωση κι έχουν χτιστεί κάποιες όμορφες σχέσεις. Πέρα απ’ τη συμβολή μου στη διοργάνωση, ενίοτε κάνω και εισηγήσεις στα σεμινάρια.
Κυρίως, όμως, γράφω. Έχω πάρει έναν χρόνο off για να ολοκληρώσω το νέο βιβλίο. Από Σεπτέμβρη θα χρειαστεί να μπω πιο πολύ σε ένα πρόγραμμα δουλειάς. Υπήρχε κάποια στιγμή η ιδέα να κάνω ένα διδακτορικό κι αυτή θα ήταν μάλλον η λογική συνέχεια στην πορεία που έχω χαράξει, αλλά προς το παρόν το βρίσκω πολύ περιοριστικό σε σχέση με το γράψιμο, ίσως και αρκετά αντίθετο.
Σκέφτομαι να ασχοληθώ διαφορετικά με την εκπαίδευση, να μπω στη δευτεροβάθμια, να κάνω κάποια ιδιαίτερα, να δω αν βγαίνει με αυτόν τον τρόπο. Θέλω να δώσω όλη την έμφαση στο γράψιμο, να γράψω όσο περισσότερο γίνεται, κάπως έτσι το βλέπω. Είναι κάτι το πολύ απαιτητικό για μένα το γράψιμο, αλλά επίσης κάτι απολύτως αναγκαίο και μερικές φορές εντελώς απολαυστικό.
— Πόσο σημαντικό είναι να μπορείς να συνδυάσεις στη γλώσσα την ωμότητα με την ποίηση;
Για μένα είναι ίσως το βασικότερο, το πιο μεγάλο στοίχημα. Σε ό,τι γράφω προσπαθώ να εντάξω αυτήν τη διαλεκτική ή ίσως αυτή την ταλάντωση, αυτό το μπρος-πίσω. Υπάρχουν στιγμές που η γλώσσα φεύγει, αναδιπλώνεται, πάει σε κάτι πιο υπερβατικό, και μετά απότομα γειώνεται, γίνεται βίαιη, κοφτή, πεζή.
Κι αυτό πάει μαζί και με τις μεταπτώσεις των χαρακτήρων, υπάρχουν χίλιες στιγμές στην «Πολεμική Μηχανή» που οι ήρωες νιώθουν χαρά, ενθουσιασμό, γαλήνη –όταν ερωτεύονται, όταν ξεφεύγουν από μια ασφυκτική συνθήκη, όταν ανακαλύπτουν κάτι νέο– και σε εκείνες τις στιγμές η γραφή ακολουθεί και αντικατοπτρίζει την ομορφιά που βιώνουν. Ύστερα κάτι συμβαίνει, κάτι αλλάζει κι ο ενθουσιασμός τους κόβεται, τα όνειρά τους πεθαίνουν, βρίσκονται πάλι μόνοι.
Πιστεύω υπάρχει και μια πολιτική σημασία εδώ, στη ματαίωση των ονείρων και της ελπίδας λόγω κοινωνικών δυνάμεων και θεσμών, μια ματαίωση που φαίνεται έντονα και μέσω της γλώσσας που κόβει με τρόπο απαίσιο τη ροή, καθώς η πατριαρχία διαβρώνει τον έρωτα, η εργασία σκοτώνει την περιπλάνηση, κάποιες μορφές ψυχιατρικής διαγράφουν τις αισθήσεις.
Γενικά, επιμένω πολύ σε αυτήν τη συνύπαρξη αντιθετικών μορφών έκφρασης, σε αυτό το πέρασμα από τη μία μορφή στην άλλη. Απογοητεύομαι με πολλές περιπτώσεις συνειδητά «πολιτικής» τέχνης –ή τέχνης που πραγματεύεται τις ζωές των καταπιεσμένων–, οι οποίες εξορίζουν το λυρικό και ποιητικό στοιχείο κι αφήνουν μόνο την ωμότητα και τον ζόφο.
Σκέφτομαι εδώ, για παράδειγμα, τα βιβλία τού Εντουάρ Λουί ή τις ταινίες του Κεν Λόουτς. Πιστεύω πως μετά από κάποιο σημείο η βία χάνει τη δύναμή της αν δεν συνδυαστεί με το αντίθετό της. Αν έχεις μόνο ωμότητα, κινδυνεύεις να χαθείς σε αυτήν, να απονεκρώσεις τους αναγνώστες/-τριες τη στιγμή που διαβάζουν για τον τέταρτο ή πέμπτο ξυλοδαρμό. Για να αναδειχθεί η ασχήμια πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον κάποια ψήγματα ομορφιάς.
— Πώς βλέπεις τη γενιά σου;
Δεν μπορώ να μιλήσω για τη γενιά μου γενικά κι αφηρημένα ως ένας εκπρόσωπος ή ένας μελετητής της. Μπορώ να μιλήσω μόνο για όσα άτομα είναι κοντά σε μένα. Ως προς αυτό θα έλεγα ότι ζούμε σε πολύ ζόρικες εποχές, υπάρχει μια αίσθηση ότι τα πράγματα θα γίνονται όλο και χειρότερα, όλο και πιο σκληρά. Γενικά, τα πάντα είναι πιο έντονα, η εργασία πιο απαιτητική, η ανασφάλεια πιο διάχυτη, οι όροι του κοινωνικού πολέμου έχουν οξυνθεί.
Σε αυτό το πλαίσιο πολλοί ψάχνουν για συμβιβασμούς, εκεχειρίες και συνθηκολογήσεις, πάνε να βρουν πώς μπορούν να τα βγάλουν πέρα, ενώ παράλληλα κρατάνε ζωντανή την τέχνη τους, τα χόμπι τους, τα πιο ιδιαίτερα κομμάτια του εαυτού τους. Δεν λέω ότι είναι κακό αυτό, απεναντίας είναι απαραίτητο, κι εγώ ο ίδιος το κάνω με χίλιους τρόπους.
Πολύ πιο όμορφη, όμως, μου φαίνεται η προσπάθεια πολλών παιδιών να βρουν μια άμεση και ζωτική χαρά στην ίδια τη διαδικασία αναίρεσης όσων ζούμε, είτε αυτό γίνεται στην τέχνη, είτε στον πολιτικό αγώνα, είτε σε νέους τρόπους ζωής που παράγουν ευφορία. Και ως προς αυτό, όλα αυτά που γίνονται με το φύλο, τις σχέσεις και τη σεξουαλικότητα είναι αναμφισβήτητα το σημαντικότερο στοιχείο του καιρού μας.
— Πιστεύεις ότι αυτήν τη φορά οι νέοι άνθρωποι θα κινητοποιηθούν πραγματικά για να αλλάξουν κάτι ή είναι απλώς λόγω της πρόσκαιρης συγκίνησης όλα αυτά που συμβαίνουν;
Αναφέρεσαι στο έγκλημα στα Τέμπη; Δεν είναι η θέση μου να κάνω τον προφήτη, ούτε αντιλαμβάνομαι ακριβώς τι σημαίνει να κινητοποιηθούν «πραγματικά» οι νέοι. Σίγουρα δεν είναι μόνο η συγκίνηση ή η πρόσφατη τραγωδία, υπάρχει κάτι που βράζει από καιρό, έχει μαζευτεί πολύς θυμός και μίσος και επιθυμία για κάτι το διαφορετικό.
Όπως συμβαίνει πάντα, το ζήτημα για τις κινητοποιήσεις είναι πώς μπορούν να διατηρηθούν η ένταση και η ενέργεια που υπάρχει στην αρχή και πώς μπορεί κάθε μορφή αγώνα να πάει πέρα απ’ τον εαυτό της και να συνδεθεί με άλλα προβλήματα και άλλα πεδία μάχης. Αυτό είναι πάντοτε το διακύβευμα, κι ως προς αυτό δεν υπάρχει καμία σιγουριά.
— Τι σου δίνει ελπίδα;
Μου δίνει ελπίδα ό,τι ξεφεύγει. Τα παιδιά που συνεχίζουν να αγωνίζονται, όλες οι αλλαγές που συντελούνται σε σχέση με το έμφυλο, οτιδήποτε queer, νέες μορφές έρωτα, αντίστασης, συσχετισμού. Και νέες προσπάθειες στην τέχνη, όσα άτομα έχουν πει ότι μέσα στα εντόσθια τού τέρατος όπου ζούμε δεν θα πάψουν να παλεύουν ώστε να εκφραστούν. Όσο άσχημες και να είναι οι συνθήκες, όσο ζοφερές, πάντα κάτι ξεφεύγει. Κάτι ξεφεύγει πάντα, κι έτσι είναι πολλά τα πράγματα που μου δίνουν ελπίδα. «Ελπίδα» όχι ως μια αφηρημένη, μεσσιανική έννοια, ότι και καλά κάτι θα έρθει και όλα θα αλλάξουν αλλά ως το κυριολεκτικό αντίθετο της απελπισίας, ελπίδα ως η συνθήκη δυνατότητας για αλλαγή και αγώνα.
Νομίζω ότι όσα άτομα συνεχίζουν να αγωνίζονται, όσα άτομα μάχονται, όσα άτομα γράφουν, ελπίζουν. Παρά τα όσα λένε, ακόμα κι αν διατείνονται ότι κινούνται πέραν της ελπίδας, στην τελική ελπίζουν.
Το βιβλίο του Χάρη Καλαϊτζίδη «Πολεμική Μηχανή» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία.