«ΚΑΘΕ ΛΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ, ας είναι σύντομο, είναι ένα πλήρες έργο τέχνης, είναι μια ολόκληρη ταινία, ένα μυθιστόρημα, μια παράσταση στο θέατρο, κάθε λαϊκό τραγούδι φυλάει ένα κομμάτι παρμένο μέσα απ’ τη ζωή, το μπουζούκι, ο ήχος που βγάζει, είναι τακίμι με τον ανθρώπινο πόνο, γι’ αυτό κολλάνε μαζί του εκείνοι που σηκώνουν κάποιο σταυρό», γράφει με ενάργεια ο Θωμάς Κοροβίνης στο νέο του βιβλίο, μια μύχια καταγραφή όχι μόνο της ένδοξης λαϊκότητας, την οποία γνωρίζει όσο λίγοι, αλλά και η βιογραφία μιας σπάνιας προσωπικότητας, καταραμένης μαζί και απόλυτα ευλογημένης από το άπιαστο ταλέντο της τέχνης του, ενός βιρτουόζου του μπουζουκιού που, καθώς λέγεται, ήταν ο καλύτερος που πέρασε από τη χώρα, μαζί με τον Μανώλη Χιώτη.
Πρόκειται για τη δημιουργικά μυθιστορηματική βιογραφία του Δημήτρη Στεργίου, ευρύτερα γνωστού ως «Μπέμπη», του απόλυτου μαέστρου του μπουζουκιού, όπως τον αποκαλούσε χαρακτηριστικά ο μεγάλος Άκης Πάνου, ο οποίος ήταν βαθύς γνώστης της μουσικής και διέπρεψε δίπλα σε σπουδαίους ρεμπέτες, συνθέτες και δημιουργούς, αλλά έφυγε από τη ζωή νέος, σε ηλικία σαράντα πέντε ετών, το 1972, βυθισμένος στη δίνη της αυτοκαταστροφής και της τρέλας. Πρόλαβε, ωστόσο, να ζήσει πολλές ζωές, να ταξιδέψει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όπου ήρθε σε επαφή με κορυφαία ονόματα και έπαιξε στα πιο διάσημα νυχτερινά κέντρα, όπου ηχογράφησε το δικό του ορχηστρικό «Bebi’s Lament», ανεβάζοντας την τέχνη του στα ανώτερα υψίπεδα της δεξιοτεχνίας και ενώνοντας στα μαγαζιά και στα θέατρα στα οποία τραγουδούσε τα Κατά Ματθαίον του Μπαχ με κομμάτια του Τσιτσάνη, τον Μότσαρτ με τον Καζαντζίδη ‒ μέχρι και «Κάρμινα Μπουράνα» είχε παίξει!
Ο Δημήτρης Στεργίου γεννήθηκε και μεγάλωσε στο λιμάνι του Πειραιά, δηλαδή την περιοχή που δόξασε το ρεμπέτικο και το έβαλε στο στόμα των τυραννισμένων προσφύγων. Ήταν ένας ομορφάντρας που έμελλε να ανεβάσει στις κορυφές του λαϊκού Ολύμπου το μπουζούκι, αυτό το όργανο που, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Κοροβίνης, είναι «το δισέγγονο των Μουσών, θησαυροφύλακας της μουσικής, της ποίησης, της ελληνικής ομορφιάς, και έρχεται από πολύ παλιά, απ’ τα χρόνια του Ομήρου και της Σαπφώς». Όντας γόνος καλής οικογένειας, με μουσική παιδεία, παππού ερασιτέχνη μουσικό αλλά και με πατέρα που φρόντισε να τον πάει στο ωδείο, ο Μπέμπης άρχισε να εμφανίζεται ως παιδί-θαύμα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά σε παράσταση του «Κουρέα της Σεβίλλης» ‒ήταν πρώτο μαντολίνο‒ και να θεωρείται από τους καλύτερους δεξιοτέχνες στην κιθάρα.
Γραμμένο με ένα ύφος λυρικό μαζί και τραχύ, προφορικό και άμεσο, με τα εκφραστικά μέσα της εποχής του, των οποίων ο συγγραφέας είναι επαρκέστατος γνώστης ως απόλυτος χειριστής αυτής της πολύχρωμης ανθρωπογεωγραφίας, το πρωτότυπο αυτό και άκρως ελληνικό, μυθιστορηματικό, έμμεσο autofiction καταδεικνύει πως όταν γράφεις για τα μουσικά μετόπισθεν και τους «στρατηγούς» τους, πρέπει να κατέχεις άριστα το υλικό σου.
Καλός στα γράμματα, αφοσιωμένος στην τέχνη του και εσωστρεφής, κατάφερε να διαπρέψει από νωρίς, φέροντας ωστόσο εντός του όλα τα σκοτάδια που περιβάλλουν τους ξεχωριστούς και τους προικισμένους. Σε ηλικία δεκατριών ετών θα χάσει τον πατέρα του ‒ ο ίδιος, παρακούοντας τις πατρικές εντολές, δεν επιβιβάστηκε στη βάρκα, έτσι σώθηκε. Αυτό ήταν ένα τραύμα που φαίνεται πως τον στιγμάτισε ως το τέλος της ζωής του. Ο πατέρας του ήταν από τους λίγους που, μαζί με ταλαντούχους ομοτέχνους του, όπως ο Μανώλης Χιώτης, παραδεχόταν ορισμένους στενούς φίλους αλλά και κάποιους μαύρους μουσικούς, την Έλα Φιτζέραλντ, την Πόλυ Πάνου, τον Στέλιο Καζαντζίδη και την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, την επονομαζόμενη και «Γριά», επίσης θύμα εκμετάλλευσης και αντίστοιχα στενά συνδεδεμένη με την έμπνευση και τις καταχρήσεις.
Σε όλους αυτούς τους βασικούς σταθμούς της ζωής του Δημήτρη Στεργίου θα περιηγηθεί ο Θωμάς Κοροβίνης, υιοθετώντας το βλέμμα του ήρωά του μέσα από το τρικ της εξομολόγησης-απεύθυνσης σε δεύτερο πρόσωπο και με έναν παραληρηματικό μονόλογο που διαβάζεται το ίδιο ασθματικά όσο και η ζωή του Μπέμπη. Γραμμένο με ένα ύφος λυρικό μαζί και τραχύ, προφορικό και άμεσο, με τα εκφραστικά μέσα της εποχής του, των οποίων ο συγγραφέας είναι επαρκέστατος γνώστης ως απόλυτος χειριστής αυτής της πολύχρωμης ανθρωπογεωγραφίας, το πρωτότυπο αυτό και άκρως ελληνικό, μυθιστορηματικό, έμμεσο autofiction (ιδού μια ωραία αντιπρόταση!) καταδεικνύει πως όταν γράφεις για τα μουσικά μετόπισθεν ‒ας μην ξεχνάμε ότι το ρεμπέτικο ήταν για χρόνια απαγορευμένο‒ και τους «στρατηγούς» τους, πρέπει να κατέχεις άριστα το υλικό σου. Ξέροντας ότι δεν πρόκειται για μια μουσική κατηγορία που αναδεικνύει βιρτουόζους έξω από τη ζωή, ο συγγραφέας Κοροβίνης πίνει από το ίδιο αμαρτωλό ποτό που πίνει και ο ήρωάς του, βλέπει τους δράκους που υψώνονται στα μοναχικά σκοτάδια του και τυφλώνεται, μαζί με αυτόν, από τους έρωτες που έπεσαν σαν σκιά πάνω στην ευαίσθητη και ήδη ρημαγμένη του καρδιά ‒ ωραίος ο τρόπος που περιγράφει τον έρωτά του με τη μοιραία Μπέμπα Μπλανς. Τρομερό, επίσης, το σκηνικό με τον ίδιο τον Μπέμπη να τραγουδάει σε λούπα το κομμάτι «Βρε μάγκα το παράκανες, θαρρώ πολλά μου τα ’κανες, στην γκόμενά μου μην ξανακολλάς» ως απάντηση στον Τέλι Σαβάλας και στα κορταρίσματα που της έκανε στο μαγαζί όπου έπαιζε στην Αμερική, αντίστοιχο με όλα τα απρόσμενα περιστατικά που έθρεψαν τον λαϊκό του μύθο. Είναι, άλλωστε, αυτά που μπλέκουν αρμονικά τον ακραίο ρεαλισμό μιας εποχής γεμάτης από τραγικά πολιτικά γεγονότα και ψυχικές πληγές που δέχονταν τα ρεμπέτικα ως πολύτιμο γιατρικό με το μυθιστορηματικό, μικρο-προσωπικό δράμα του προικισμένου, ωραίου νεανία που ήταν μπροστά από την εποχή του και νομοτελειακά θα είχε τη «μοίρα των μαρτύρων, όπως οι πρωτοχριστιανοί στις κατακόμβες», καθώς ήταν «γραφτό να σταυρωθεί».
Αν σκεφτούμε ότι ο Μπέμπης διαμορφώνεται αρχικά σε ένα κλίμα με λεπτές καλλιτεχνικές αρμονίες, όπου νιώθει σημαντικός εσωτερικά επειδή ξέρει τα μυστικά της μουσικής ‒κλασικής, τζαζ, λαϊκής, δεν έχει σημασία‒, είναι φυσικό η έξοδος στον κόσμο της διαφθοράς να του προκαλέσει έναν κλονισμό. Ποιοι είναι όλοι αυτοί που γεμίζουν αυτά τα κέντρα και βγάζουν το μαχαίρι με το παραμικρό, που επιδίδονται σε ατέρμονα καραγκιοζιλίκια και τι θέση έχει αυτός ανάμεσα τους; Η απάντηση είναι δύσκολη και ίσως τελικά ταυτίζεται με το ευσπλαχνικό αλκοόλ, που θα έλεγε και ο Καβάφης, που ρέει εντός του σε αντίστοιχα μεγάλες ποσότητες, αλλά και με τα ένθερμα χειροκροτήματα της ομήγυρης, προσφέροντας φαινομενικά καταφύγιο και εύθραυστη προστασία. Ο λεπτός ψυχισμός του Μπέμπη μπορεί να ασπάζεται το εσωτερικό του ταλέντο, αλλά, καθώς δεν έχει μάθει να προσπερνάει τις ήττες και τις αδικίες, αυξάνονται σε συχνότητα τα ξεσπάσματα και η κατανάλωση του αλκοόλ. Επιστρέφει έτσι στην Ελλάδα από την Αμερική τη δεκαετία του ’60, ηττημένος και εξοντωμένος από τις καταχρήσεις, δίνοντας άπειρες αφορμές στον συγγραφέα Κοροβίνη να φτιάξει αυτή την εξαίσια χειροτεχνία.
Μάλιστα, ο συγγραφέας καταφέρνει, ερωτευμένος όντας με τον ήρωά του, να εισχωρήσει με δεινότητα στο ταλανισμένο του πνεύμα και να δει, μαζί με αυτόν, οράματα φανταστικά. Καθώς κόβει γύρω του βόλτες σαν τη νυχτερίδα, κάνει τον Μπέμπη να αντικρίσει το πεπρωμένο του· επιστρέφει σαν παραζαλισμένος Προυστ στις εικόνες της νιότης, τότε που μια πόρνη από τον Πειραιά τον πήρε στην αγκάλη της σαν την Παναγία στην Πιετά (μαγική στιγμή του βιβλίου)· εμφανίζεται σαν ένας επίγειος θεός με το κουστούμι το λινό «στο χρώμα που παίρνουν τα στάχια τον Θεριστή» και μεταμορφώνεται, μαζί με τον Τατασόπουλο και τον Χιώτη, στο ίδιο το Άγιο Πνεύμα· καταβυθίζεται στα βαθιά νερά της άλλης Ελλάδας και της λαϊκής ψυχής· επανέρχεται στο αυτοσχέδιο ρεσιτάλ που είχε δώσει μπροστά στη θεϊκή επτάδα, τους Μητσάκη, Λαύκα, Ζαμπέτα, Μπάτη, Βλάχο, Κηρομύτη και Νταράλα· τέλος, δίνει μάχη με τον Χάρο σε μια επική σκηνή διαρκείας που φέρνει στον νου σκηνές από τη Νέκυια της Οδύσσειας, με τον Μπαγιαντέρα να τον καλεί στον άλλο κόσμο «με τα σγουρά μαλλιά, στο μεσιανό κατάρτι, μισόγυμνος, όπως τον ξέρουμε, νεαρό πρωταθλητή της ελληνορωμαϊκής πάλης, απ’ τα τυφλά του μάτια τρέχουν ποτάμια, έλα να πιεις να ξεδιψάσεις, μου γνέφει, ρούμι, ούζο, κονιάκ, κρασί, ουίσκι, μπίρα, ό,τι ποθεί η ψυχή σου, χθες είδα ένα όνειρο πως ήμουνα στον Άδη κι ανάψαν φώτα λαμπερά κι έσβησε το σκοτάδι». Ιδού, λοιπόν, όχι μια απλή βιογραφία αλλά μια βαθιά ποιητική, ξεκάθαρα ενορασιακή εποποιία της λαϊκής μας κοσμογονίας που δεν μετριέται με εξηγήσεις αλλά με ποιητικές περιγραφές που απευθύνονται πάντα στην ανθρώπινη ψυχή.
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LifO.