Άνθρωποι που φουντάρουν για έναν έρωτα και άλλοι που ζουν σαν μόνιμοι λακέδες, πρώην δωσίλογοι που βαπτίστηκαν αριστεροί, αληθινοί αγωνιστές που προδόθηκαν από την ίδια τους τη μοίρα, μοιραίες γυναίκες και βολεμένες παπαδιές, μηχανόβιοι και Ράμπο, ρέκτες του συστήματος και θύματα που μεταμορφώθηκαν σε θύτες. Όλοι αυτοί περνούν από τις σελίδες του Αλέξανδρου Κοτζιά για να θυμίσουν, σαν σαιξπηρικά φαντάσματα ή σαν αισχυλικοί ήρωες, όλα όσα θα θέλαμε και δεν τολμάμε να μάθουμε: να δείξουν την πιο σκοτεινή πλευρά μας, αυτήν που ακόμα καθορίζει από την πιο αθώα κίνηση μέχρι την πιο ματωμένη σελίδα.
Τίποτα δεν μένει έξω από το ανελέητο σύμπαν του μυθιστοριογράφου, ο οποίος είδε από πρώτο χέρι όλα όσα ζούμε σήμερα και αφουγκράστηκε, συμβολοποιώντας, τον νέο κόσμο των προδομένων και ηττημένων που παραδόθηκαν στην πιο μικροπρεπή συνθήκη ή των αγωνιστών που έμειναν παγωμένοι να κοιτάνε, σαν κρυμμένοι χαρτοπόντικες, από μια γωνιά την τραγική εξέλιξη της πάντοτε μοιραίας ελληνικής Ιστορίας.
Δέσμιοι της μοίρας τους και της ελληνικής κατάρας, σαν γνήσιοι απόγονοι του γένους των Λαβδακιδών, οι πρωταγωνιστές στις νουβέλες του Κοτζιά μένουν είτε να χάσκουν ανυπεράσπιστοι ως ιδεολόγοι είτε να παραδίδονται αμαχητί στη χειρότερη εκδοχή του εαυτού τους
Για όλους αυτούς τους λόγους οι νουβέλες του Αλέξανδρου Κοτζιά, πολυπρόσωπες και καταιγιστικές στην περιγραφή τους, συνιστούν αναμφίβολα εκδοτικό γεγονός που φέρει τον τίτλο Τα παιδιά του Κρόνου (Πατάκης) και την καθοριστική σφραγίδα της Μαρίας Ρώτα, η οποία έχει αναλάβει τον υπομνηματισμό, τη φιλολογική επιμέλεια και το επίμετρο.
Η ίδια μας πληροφορεί στο εκδοτικό σημείωμα πως η εν λόγω έκδοση, εκτός από το ότι συμπληρώθηκε από ένα κατατοπιστικότατο υπόμνημα, βασίστηκε στα πρώτα κείμενα που είχαν κυκλοφορήσει από τον Κέδρο, με την αφαίρεση, ύστερα από βούληση του ίδιου του συγγραφέα, του παρακειμενικού επιλόγου της νουβέλας «Η Μηχανή» (στην έκδοση περιλαμβάνονται επίσης οι νουβέλες «Ιαγουάρος», «Ο Πυγμάχος», «Το Σοκάκι»).
Ουσιαστικά, πρόκειται για το κύκνειο άσμα του Κοτζιά, ο οποίος σκοτώθηκε σε δυστύχημα στην Τζια τέτοιες μέρες, 19 Σεπτεμβρίου του 1992, αφήνοντας ανολοκλήρωτη τη συλλογή, η οποία συνομιλεί αρμονικά με το υπόλοιπο έργο του και το εμπλουτίζει. Ο τίτλος, Τα παιδιά του Κρόνου, είναι σαφές ότι αναφέρεται στην Ιστορία, που σαν τον Κρόνο τρώει τα ίδια τα παιδιά της και δεν μαθαίνει ποτέ, όπως και οι ήρωές της, από τα λάθη της, τα οποία επαναλαμβάνει διαρκώς ως μανιακή φάρσα.
Σκοτεινοί πρωταγωνιστές είναι οι ίδιοι οι χαρακτήρες, οι οποίοι αναφύονται σαν τους νεκροζώντανους από τους Βατράχους του Αριστοφάνη σε ένα μακάβριο σκηνικό, όπου τα πάντα, ακόμα και οι αγώνες μεταξύ των ποιητών, φαντάζουν τόσο τραγικά, που καταντάνε κωμωδία. Το φασματικό αυτό πρόταγμα αποτυπώνεται περίτρανα και στο εξπρεσιονιστικό ιδίωμα της γλώσσας –παραληρηματικός λόγος, ημιτελείς φράσεις που καταλήγουν σε συνδέσμους και σε άρθρα– και σε μια παράδοξα εσωτερική, συνειρμική γλώσσα που συμπαρασύρει τραύματα, μνήμες και εμμονές.
Το «τίποτα ανθρώπινο δεν είναι ξένο» εκφράζεται ακριβώς στο ότι όλοι οι πρωταγωνιστές είναι υποχείρια των μεγάλων γεγονότων που τους έχουν μετατρέψει είτε σε επαναστάτες, είτε σε αποσυνάγωγους, είτε σε βολεμένα τσιράκια του μικροαστικού συστήματος. Έτσι, η Δήμητρα από την πρώτη νουβέλα, τον «Ιαγουάρο», αδελφή του Φάνη, τον οποίο είχαμε συναντήσει στην «Πολιορκία», που έχει και τον ρόλο του κεντρικού αφηγητή, κατηγορώντας συνεχώς τη νύφη της που επέστρεψε από την «καπιταλιστική» Αμερική, μετατρέπεται από άλλοτε κυνηγημένη και περήφανη επαναστάτρια σε μια στρεψόδικη αντίζηλο που θέλει να βολέψει το σπιτάκι της.
Αντίστοιχα, ο Στέλιος Τσαγκαράκης, τον οποίο είχαμε βρει στον «Γενναίο Τηλέμαχο», ένας χαρακτήρας που σήμερα κάλλιστα θα περιγράφαμε ως λαμόγιο, από πρώην λακές των ισχυρών φτάνει να πλουτίσει, πουλώντας σκανδαλοθηρικές ειδήσεις, και να γίνει (βλέπε τις σχετικές νουβέλες «Ο Πυγμάχος» και «Η Μηχανή») φιλόδοξος εκδότης και ιδιοκτήτης πενταώροφης πολυκατοικίας, προκαλώντας τον θαυμασμό του Άγγελου και του Κώστα.
Ο τελευταίος, που είναι και ο κεντρικός πρωταγωνιστής της «Μηχανής», θα φτάσει να κατηγορείται από μια παπαδιά ότι ούρησε στο καρότσι του παιδιού της, μετατρεπόμενος, ως είθισται στις ιστορίες του Κοτζιά, από θύμα σε θύτη: θα βρεθεί κατηγορούμενος, ενώ στην πραγματικότητα είναι ένας απλός εξαθλιωμένος κομπάρσος του Εθνικού Θεάτρου που έχει γλιτώσει την αυτοκτονία, παντρεμένος με το στανιό με μια κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερή του, ένας ηττημένος, αλλά σε καμιά περίπτωση χαφιές.
Όλοι οι ήρωες, πάντως, συναντάνε ο ένας τον άλλο στα διαφορετικά μυθιστορήματα και στις συγκεκριμένες νουβέλες σε ένα ανοιχτό έργο, το οποίο οι κριτικοί λογοτεχνίας, όπως ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, έχουν παρομοιάσει με παζλ – που δείχνει να μην ολοκληρώνεται ποτέ, όπως ούτε η ίδια η ελληνική Ιστορία, η οποία εξακτινώνεται παντού, επαναφέροντας τα δικά της αιώνια φαντάσματα στο σαρωτικό της πέρασμα.
Δέσμιοι της μοίρας τους και της ελληνικής κατάρας, σαν γνήσιοι απόγονοι του γένους των Λαβδακιδών, οι πρωταγωνιστές στις νουβέλες του Κοτζιά μένουν είτε να χάσκουν ανυπεράσπιστοι ως ιδεολόγοι είτε να παραδίδονται αμαχητί στη χειρότερη εκδοχή του εαυτού τους. Παρατηρούν, αλλά δεν βλέπουν. Ζουν, αλλά δεν βιώνουν. Αυτή η μόνιμη αντιδιαστολή ανάμεσα στους τυφλούς του πλατωνικού σπηλαίου και στους ανθρώπους του Καλού –ο Κοτζιάς μνημονεύει συχνά τον Πλάτωνα– αντιστοιχεί σε μια άλλη μνημειώδη αντίθεση, ανάμεσα στην πραγματική τέχνη και στην αναπαραγωγή της ή, όπως φαίνεται στον «Πυγμάχο», ανάμεσα στην πραγματική ποίηση και στην κατασκευή.
Το μεταπολιτευτικό σκηνικό, άλλωστε, δεν δικαίωσε κανέναν από τους αληθινούς ήρωες –αν ποτέ υπήρξαν–, γι' αυτό δεν είναι τυχαίο ότι, με εξαίρεση το πιο πρόσφατο πασοκικό σκηνικό της ψευδεπίγραφης ευημερίας του 1987, όπου εκτυλίσσεται η «Μηχανή», η ημερομηνία που προκρίνεται στις τρεις από τις τέσσερις νουβέλες ως αποκαλυπτική είναι η 21η Μαΐου του 1958.
Πρόκειται για μια σημαδιακή ημερομηνία, σχεδόν μία δεκαετία μετά τη λήξη του Εμφυλίου και περίπου δέκα μέρες πριν από τις εκλογές που ανέδειξαν για πρώτη φορά ένα αριστερό κόμμα, την ΕΔΑ, σε αξιωματική αντιπολίτευση στην ελληνική Βουλή. Σε αυτό το μεταιχμιακό στάδιο είναι που διαφαίνονται οι κυρίαρχοι ανθρωπότυποι που θα στηρίξουν το σύγχρονο νεοελληνικό σκηνικό, οι οποίοι, αν και αθώοι θεράποντες, θα οδηγηθούν είτε στον συμβιβασμό είτε στην αυτοκτονία, στην κατάθλιψη ή στην τρέλα. Όλα αυτά συμβαίνουν επειδή κανείς από αυτούς δεν διαθέτει πραγματικά τη συνείδηση –την «αυτογνωσία», όπως έλεγε επανειλημμένως ο Κοτζιάς– να αποτιμήσει τη θέση του στην Ιστορία και να αναλάβει την προσωπική του ευθύνη.
Και αυτό είναι που τελικά διαφοροποιεί τον ίδιο από τους υπόλοιπους συνοδοιπόρους ή γραφιάδες, οι οποίοι ανερμάτιστα προσπαθούσαν να μετατρέψουν την τέχνη τους σε ένα επικαιροποιημένο ή στρατευμένο έργο δίχως καμία συμβολική δύναμη ή αλληγορικό πρόσημο. Με βαθιά συναίσθηση του ρόλου του ως συγγραφέα, ο Κοτζιάς –και εδώ ακριβώς έγκειται η καίρια συμβολή του– ανέλαβε να αποκαλύψει τη βαθιά σύνδεση μυθιστορίας και κοινωνικής πραγματικότητας, τη βαθιά εντύπωση που αφήνει η τελευταία στις ψυχές και τις συνειδήσεις.
Χωρίς ίχνος νατουραλισμού και με μια modernité που αφήνει σαστισμένο και ενεό πολλές φορές τον αναγνώστη, γίνεται ο συνειδητός αυτουργός ενός καινοφανούς κόσμου που απαιτεί συστράτευση και ηθική στάση. Είναι καίρια και άκρως συγκινητική η σημείωση μιας φοιτήτριας που παραθέτει η Μαρία Ρώτα στο επίμετρό της για τον Κοτζιά, η οποία σημειώνει πως είναι αυτός «που προσπαθεί να συνδέσει την ατομική μας μοίρα με αυτήν της πατρίδας μας και της γης ολόκληρης» ή να την ξαναφέρει μπροστά, θα προσθέταμε εμείς, με τους ήρωες που προχωρούν στα σκοτεινά.
Σαν εκείνο το απόσπασμα από τον «Ιαγουάρο», που θα μπορούσε κάλλιστα, με μια απλή μετατόπιση, να μιλάει γι' αυτόν ακριβώς τον ήρωα και συγγραφέα: «Κατεβαίνω κι εγώ βουλιάζω στο σκοτάδι ψάχνοντας με το πόδι αν υπάρχει πιο κάτω σκαλί για να πατήσω. Χρόνια που κατατρώγει η σκουριά τα σίδερα, η σκάλα αποσαθρωμένη στο κάθε πάτημα σείεται συθέμελα, φοβάμαι ότι τώρα γκρεμίζεται μαζί μου. Είναι θρασεμένος ο τόπος, θα σκοντάψει η Φιλιώ, ετούτο είναι η πίσσα της κόλασης, της κράζω πιο παραστατικά –δε μου αποκρίνεται– μην πεταχτεί κανένα φίδι! Σκλήρισα και στέκω επιτέλους σώα στα πλακάκια. Μ' έχει τυλίξει η νύχτα. Δεν βλέπω τίποτα».