Έτος Ελύτη φέτος, για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του. Τι μάθαμε άραγε μέσα σ' αυτόν τον χρόνο για τον Ελύτη που δεν το ξέραμε; Πόσο γνωρίσαμε καλύτερα τον ζωγράφο, δοκιμιογράφο, στοχαστή, μεταφραστή, κριτικό Τέχνης Ελύτη; Όσες εκθέσεις και συνέδρια και να γίνουν, όσες νέες εκδόσεις και να βγουν, χρειάζονται και άλλα προαπαιτούμενα, πέρα από τον θεωρητικό οπλισμό, για την πρόσληψη του έργου του: καθαρό βλέμμα και διάθεση να αποτινάξει κανείς τις αγκυλώσεις και παρανοήσεις που το κρατούν στο έδαφος σαν βαρίδια. Πόσα αποκαλύφθηκαν, πέρα από τα στερεότυπα για τον ποιητή του ήλιου, του φωτός, του Αιγαίου, των νησιών, των μικρών κοριτσιών, του αισθητισμού; Πόσο εμβαθύναμε στον Ελύτη του Σκότους;
Κυριακή μεσημέρι στο Ίδρυμα Θεοχαράκη για την έκθεση «Ο κόσμος του Οδυσσέα Ελύτη: ποίηση και ζωγραφική». Για πρώτη φορά συγκεντρώνονται όλα μαζί τα εικαστικά του έργα, κυρίως τέμπερες και κολάζ. Αλλά παρουσιάζονται και αποσπάσματα από τα αισθητικά δοκίμια που έγραψε ο ίδιος για άλλους ζωγράφους, καθώς και έργα σύγχρονων καλλιτεχνών εμπνευσμένα από την ποίησή του.
Μπορούμε να θεωρήσουμε τον Ελύτη ζωγράφο; Ίσως είναι επουσιώδης σημασίας το ερώτημα, αν αφουγκραστούμε τη σχέση ποίησης-ζωγραφικής, που και ο ίδιος μαρτυρούσε: «Από παιδί έβλεπα την ποίηση συνυφασμένη με τη ζωγραφική. Κάτι που για την Ελλάδα είναι λίγο παράξενο». Και για τα έργα του έλεγε: «Κινούνται στο ίδιο κλίμα με την ποίησή μου και υλοποιούν τις ίδιες επιδιώξεις για διαφάνεια, καθαρότητα, γεωμέτρηση».
Γνώριζα μόνο τις συνθέσεις του από τα «Ρω του Έρωτα» και τον «Κήπο με τις αυταπάτες». Και τα κολάζ με αγγέλους, αγίους, ερωτιδείς στα νησιώτικα ξωκλήσια. Αλλά μου φανερώθηκαν και άλλα πολλά θαυμαστά στην έκθεση.
Τα «Nούφαρα» και τα «Βότσαλα»: με τη ματιά του παιδιού που βλέπει τον κόσμο για πρώτη φορά –ίδιον και του ποιητή εξάλλου– και υπό το κράτος της Αυτού Εξοχότητος, της Φαντασίας. Ξαφνιάζομαι με την αθωότητα που έχουν τα «Παιδικά». Κοιτώ εκστατική τις διαβαθμίσεις του Μπλε στο «Δύο νύχτες». Δεν έχω πάψει ακόμα να συγκινούμαι από τις άπειρες παρομοιώσεις αυτού του χρώματος. Το «Χρυσό ζεύγος» οδηγεί συνειρμικά σε αρχαία τραγωδία. Βυθίζομαι στη μουσική συνδιαλλαγή των χρωμάτων στο «Μετατόπιση του Κλέε». Χαμογελώ στα «Η καθαρή αλήθεια» και το «Σκισμένο γκρι», που οι τίτλοι τους είναι από μόνοι τους μικρά ποιήματα.
Το εξώφυλλο του καταλόγου της έκθεσης φωτίζει μια λεπτομέρεια από τα «Βότσαλα», που δεν είχα προσέξει από κοντά. Σαν να μου κλείνει το μάτι η τέμπερα κι εγώ δεν βλέπω πια βότσαλα αλλά να κάθεται ανακούρκουδα ένα χαριτωμένο... ζωάκι. Όσες φορές και να κοιτάξω το εξώφυλλο βλέπω πάντα το ίδιο σχέδιο. Και νιώθω λίγο από την ανάποδη σαν τον ήρωα του Schulz, τον Charlie Brown, στο γνωστό κόμικ στριπ που ενώ οι φίλοι του κοιτάζοντας τα σύννεφα βλέπουν περίτεχνα συμπλέγματα και έργα τέχνης αυτός βλέπει ένα παπάκι κι ένα αλογάκι. Αυτό το στριπ μου υπενθύμιζε πάντα τις διαφορετικές ερμηνείες στην Τέχνη που μπορεί να είναι κι όλες ταυτόχρονα σωστές και τη γόνιμη σχέση της με τη Φαντασία.
Αλλά βλέπω κι άλλα πολλά: όπως το χειρόγραφο της «Πρωτομαγιάς» από το «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου», με την κάτω και την πάνω γραφή –η πρόχειρη σβησμένη από την οριστική–, την πρώτη έκδοση των «Προσανατολισμών» του Πυρσού του 1940 και το γράμμα της μητέρας του Ελύτη προς τον γιο της την εποχή που αυτός ήταν στο Ελληνοϊταλικό μέτωπο.
Ανεβοκατεβαίνω τους ορόφους με τα εκθέματα και είναι σαν ένας διάλογος ποίησης με ζωγραφική, γλυπτική και εικαστικές τέχνες. Καμία τέχνη δεν επικρατεί, απλώς ο ρυθμός της μιας μπλέκεται αρμονικά με τον ρυθμό της άλλης.
Ο Ελύτης μιλά για άλλους ζωγράφους. Κάποιοι από αυτούς τον επηρέασαν και με άλλους διατηρούσε και φιλικές σχέσεις. Ευθύβολος σε αυτά τα δοκίμια (δημοσιευμένα τα περισσότερα στα «Ανοιχτά Χαρτιά» και στο «Εν Λευκώ», εκδ. Ίκαρος), βρίσκει με την ευαισθησία του το κουκούτσι του καθενός: Γιάννης Τσαρούχης: τα Αρχέτυπα. Παναγιώτης Ζωγράφος και Θεόφιλος: οι Πηγές. Γιάννης Μόραλης: ολιγοψήφιο Αλφάβητο. Χρήστος Καπράλος: από Χώμα. Γιώργος Δέρπαπας: Διαχρονία. Εκφράζει απόψεις για το πώς πρέπει να είναι ο καλλιτέχνης, προεκτείνοντας τις και στη λογοτεχνία. Για τον Παναγιώτη Ζωγράφο λέει: «Ξεκινάει για να πει το σωστό και το συγκεκριμένο, και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο λέει το ωραίο». Ενώ ο αληθινός καλλιτέχνης δημιουργεί: «Πολλές φορές με ελάχιστα μέσα. Μερικές λέξεις ή τρία τέσσερα χρώματα, όσα είναι αρκετά, παρ'όλα αυτά, να οδηγήσουν στα μεγάλα αποτελέσματα». Μέσα από αυτά προβάλλει ένας χάρτης της ελληνικής τέχνης με σημαδεμένα τα σημεία της δικής του εικαστικής τοπιογραφίας, που εκτείνεται από τους πιο «χειροποίητους» μέχρι τους πιο πρωτοπόρους Έλληνες αλλά και τους ξένους Πικάσο και Ματίς.
Ζωγράφοι εμπνέονται από τον Ελύτη και κάποιοι μάλιστα ειδικά γι' αυτήν την έκθεση. Στέκομαι στον Κώστα Τσόκλη και το «Η θάλασσα όπως τη θυμάμαι» που με μπλε χρώμα σε σκόνη το δείχνει στις πηγές του, στον Γιάννη Κόττη και στη «Ροδιά» του –πολύ κοντά στο δέντρο που φαντάστηκα όταν πρωτοδιάβασα την «Τρελή Ροδιά»– στον Κώστα Πανιάρα και το «Η θέα (σε μπλε Ιουλίτας)» που πασχίζει να πιάσει «κείνο που απ' την αρχή εννοούσα με στοιχεία καθαρά», όπως μάλλον επιδιώκουν και οι υπόλοιποι καλλιτέχνες με τον τρόπο τους.
Όσο είμαι μέσα, βρίσκομαι σ' ένα προστατευτικό κουκούλι αθωότητας. Μια όαση ακριβώς στο κέντρο της Αθήνας. Ένα μεσημέρι γεμάτο από εικόνες Ελύτη, Τσαρούχη, Θεόφιλου και άλλων που σαν εικονίσματα παραστέκουν και μ' ένα παράδοξο μεταξύ τους δέσιμο.
Όταν βγαίνω έξω παραμένω λίγο ακόμα υπό την επήρεια του αντικατοπτρισμού. Έχω την ψευδαίσθηση ότι όλα είναι όπως πριν, ότι θα μπορούσε να είναι ένα οποιοδήποτε φθινοπωρινό απομεσήμερο περασμένων δεκαετιών. Λες και η έκθεση δεν ανακεφαλαιώνει κανένα παρελθόν, λες και ζει ακόμα ο Ελύτης. Μια υπέροχη μέρα, ο ουρανός διαυγής, όπως είναι μόνο το Σεπτέμβρη. Τίποτα δεν δηλώνει ότι όλα γύρω μου βαθμηδόν καταρρέουν, ενώ εμείς διαφωνούμε για το αν τα υλικά ήταν σαθρά ή οι εργολάβοι σκάρτοι. Ή και τα δύο. Κατηφορίζω τη Βασιλίσσης Σοφίας. Το απέναντι κτίριο της Βουλής το λούζει ο σεπτεμβριάτικος ήλιος. Λες και καμία ζοφερή πραγματικότητα δεν είναι ante portas. Περνάω μπροστά από το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Προχωρώ προς την Αμαλίας. Όπως κάθε Κυριακή, τέτοια ώρα, τα πούλμαν περιμένουν τους τουρίστες στην αρχή της Διονυσίου Αεροπαγίτου. Λίγες ώρες μετά το ίδιο σημείο θα κατακλυστεί από ΜΑΤ και αγανακτισμένα πλήθη...
Η έκθεση μου άφησε την αίσθηση μιας άλλης ελληνικότητας, σαν πνευματική ή ηθική περηφάνια –καμία σχέση με εθνικές ή εδαφικές υποσημειώσεις. Ο ίδιος ο Ελύτης έλεγε: «Την Ελλάδα δεν την είδα ποτέ σαν εθνικιστής αλλά ως πηγή της γλώσσας που χειρίζομαι από το ένα μέρος, και από το άλλο ως παρακαταθήκη μοναδικών εμπειριών σε πλήρη συστοιχία με τα όνειρά μου».
Που ξανάζησα τον τελευταίο χρόνο αυτήν την αίσθηση ελληνικότητας; Σε flash-back περνάνε απ' το μυαλό μου οι φωτεινές νησίδες: στην έκθεση του Γιάννη Σπυρόπουλου στο Μπενάκη το Νοέμβρη, στη συναυλία της Λένας Πλάτωνος σε ποίηση Καβάφη στο Παλλάς το Δεκέμβρη και πρόσφατα στην ρετροσπεκτίβα για τον Μιχάλη Κακογιάννη στο ομώνυμο Ίδρυμα. Είναι μια απροσδιόριστη αίσθηση αυτή. Αν και εφορμά από διαφορετικά σημεία, όλα συγκλίνουν σε κάτι ατόφιο και στιβαρό, κάτι που μοιάζει έτη φωτός μακριά από τις γύρω απομιμήσεις. «Είναι η ποιότητα που γι' αυτήν δεν δίνει κανείς πεντάρα» έλεγε ο Ελύτης. Μοιάζει εύκολη αυτή η ποιότητα ενώ είναι επίπονη και δείχνει πολυσύνθετη ενώ είναι απλή στην ουσία της.
Και συνθέτω έτσι ένα προσωπικό κολάζ από εικόνες ετερόκλιτες, μόνο στη μορφή μάλλον αλλά όχι και στο πνεύμα. Επικολλώ:
Τα ως άνω εικονιζόμενα «Βότσαλα» του Ελύτη,
ένα στίχο από το σύμπαν της Πλάτωνος δια χειρός Μαριανίνας Κριεζή: «Έπαθα ηλίαση, ρίγος και ζαλάδα να ψάχνω την Ελλάδα που δεν υπάρχει πια»,
την αφίσα της «Ιφιγένειας» του Κακογιάννη,
ένα πίνακα του Γιάννη Σπυρόπουλου με το απαστράπτον μαύρο του που το κόβει εγκάρσια ένα μπλε,
και τέλος ένα στίχο από το «Τσάμικο» του Διονύση Σαββόπουλου: «Καλώς όρισες πουλί μου μοναξιά ελληνική μου, απ' αγάπη φεύγεις έρχεσαι πηγαινοέρχεσαι σαν την πνοή μου».
Ελπίζω το κολάζ μου να είναι ένα γερό αντίβαρο για τους θυελλώδεις ανέμους που προμηνύονται πάνω απ' την πόλη...
(Οι φράσεις του Ελύτη προέρχονται από το βιβλίο «Συν τοις άλλοις» με 37 συνεντεύξεις του, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ύψιλον).
σχόλια