Συνοικίες που εξαφανίστηκαν, σημεία της πόλης που χάθηκαν ή άλλαξαν στο πέρασμα του χρόνου, γειτονιές οι οποίες ήταν τόποι συνάντησης των ανθρώπων του μόχθου, τα έθιμα της Μεγάλης Εβδομάδας όπως γιορτάζονταν στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας αλλά και στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής της Αθήνας των αρχών του εικοστού αιώνα παρουσιάζονται στο λεύκωμα «Η Αθήνα του 1917» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μέλισσα.
Πρόκειται για άγνωστα φωτογραφικά τεκμήρια μιας περιόδου κατά την οποία η πόλη υπήρξε ένα πεδίο έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων. Όπως διαβάζουμε στο κείμενο του καθηγητής της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Μάνου Μπίρη: «Η φωτογραφική ματιά των Γάλλων στρατιωτών, των οποίων η παρουσία στην πρωτεύουσα ήταν αποτέλεσμα έκτακτων περιστάσεων, επικεντρώθηκε στον ανθρώπινο παράγοντα{..} Χάρη σε αυτές τις οπτικές γωνίες, ο θεατής αποκτά μια πολύτιμη εικαστική εμπειρία του όλου πολεοδομικού συγκροτήματος, το οποίο απλώνεται από τα κράσπεδα του Ιερού Βράχου και των πέριξ λόφων έως τις περιμετρικές επεκτάσεις που ήδη προέβλεπε το ρυμοτομικό σχέδιο του τέλους του 19ου αιώνα (Νεάπολη, Εξάρχεια, Σχολή Ευελπίδων), αλλά και έως τις μεταγενέστερες επεκτάσεις των αρχών του 20ού αιώνα (Φιλοπάππου, Πετράλωνα, Αρδηττός).
Το 1917 υπήρξε μία μεταβατική και κομβική χρονιά για την Ελλάδα. Οι συνέπειες των “Νοεμβριανών” στον πληθυσμό της Αθήνας, η επιβλητική γαλλική στρατιωτική παρουσία στην πόλη καθώς και η αποστολή του Γάλλου γερουσιαστή Charles Jonnart ανάγκασαν το βασιλιά να εγκαταλείψει την Ελλάδα.
Ουσιαστικά, το υλικό έχει αντληθεί από το αρχείο του συμμαχικού σώματος που έδρασε κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στα Βαλκάνια ‒γνωστό ως “Στρατιά της Ανατολής”‒ και αποτελεί έργο της Φωτογραφικής και Κινηματογραφικής υπηρεσίας του που είχε ως στόχο να αντιταχθεί στη γερμανική προπαγάνδα πολέμου και να καταρτίσει ένα αρχείο για τον ιστορικό του μέλλοντος.
Ειδικότερα, το φθινόπωρο του 1915 στρατεύματα της Entente Cordiale αποβιβάστηκαν στη Θεσσαλονίκη, ύστερα από την αποτυχημένη εκστρατεία στα Δαρδανέλια, και συγκρότησαν τη Στρατιά της Ανατολής. Η συγκέντρωση στρατού στη Μακεδονία αποσκοπούσε στο να βοηθήσει τη Σερβία που δεχόταν την επίθεση των Κεντρικών Δυνάμεων.
Η υποχώρηση, όμως, των σερβικών δυνάμεων ανάγκασε τους Συμμάχους να παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα άπραγοι στη Θεσσαλονίκη. Από ένα γαλλο-αγγλικό εκστρατευτικό σώμα δεκάδων χιλιάδων ατόμων στα τέλη του 1915, η Στρατιά της Ανατολής κατέληξε να αποτελεί το 1918 ένα πολυεθνικό και πολυθρησκευτικό μωσαϊκό στο οποίο προστέθηκαν μεταξύ άλλων Έλληνες, Σέρβοι, Ρώσοι, Ιταλοί, ‘Σενεγαλέζοι”, Βορειοαφρικανοί και Αναμίτες. Η Στρατιά αριθμούσε πλέον περίπου 650.000 στρατιώτες. Μετά την παράδοση του οχυρού Ρούπελ και την κατάληψη της Ανατολικής Μακεδονίας από τις Κεντρικές Δυνάμεις, η χώρα βρέθηκε το φθινόπωρο του 1916 διαιρεμένη ανάμεσα στην Κυβέρνηση των Αθηνών υπό τον γερμανόφιλο Βασιλιά Κωνσταντίνο και στην Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος υποστήριζε την πολιτική των Συμμάχων. Ο “Εθνικός Διχασμός” κορυφώθηκε το 1916 με το ναυτικό αποκλεισμό που επέβαλαν οι Σύμμαχοι στην “Παλαιά Ελλάδα”, προκειμένου να υποχωρήσει ο Κωνσταντίνος, και τη σύγκρουσή τους με μονάδες του τακτικού στρατού αλλά και με παραστρατιωτικές οργανώσεις, γνωστή ως “Νοεμβριανά”.
Το 1917 υπήρξε μία μεταβατική και κομβική χρονιά για την Ελλάδα. Οι συνέπειες των “Νοεμβριανών” στον πληθυσμό της Αθήνας, η επιβλητική γαλλική στρατιωτική παρουσία στην πόλη καθώς και η αποστολή του Γάλλου γερουσιαστή Charles Jonnart ανάγκασαν το βασιλιά να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Τον Ιούνιο του 1917 ο Βενιζέλος επέστρεψε στην Αθήνα και η ενοποιημένη πλέον Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο στο πλευρό της Entente. Τον επόμενο μήνα επανεσυνεκλήθη η Βουλή που είχε διαλυθεί αντισυνταγματικά το Μάιο του 1915, η οποία αποκλήθη ως “Βουλή των Λαζάρων”, και ο διάδοχος του Κωνσταντίνου, Αλέξανδρος, ανέβηκε στο θρόνο. Ήταν η αρχή ενός νέου κεφαλαίου στην ελληνική ιστορία».