Ο Στέφανος Ξενάκης για μεγάλο χρονικό διάστημα ενσάρκωνε το απόλυτο συγγραφικό success story στη χώρα μας. Ως γκουρού της αυτοβελτίωσης είχε καταφέρει τα βιβλία του να κάνουν αμέτρητες πωλήσεις, να μεταφραστούν σε περισσότερες από 30 γλώσσες, να δίνει εκατοντάδες ομιλίες ανά την Ελλάδα, να τον σταματούν παντού αναγνώστες για να τους δώσει συμβουλές αλλά και να διατηρεί χιλιάδες ακολούθους στα κοινωνικά δίκτυα. Τον περασμένο Μάρτιο, όμως, όλα ανατράπηκαν. Ένα δελτίο τύπου της ΕΛ.Α.Σ έκανε τον γύρο των μέσων ενημέρωσης, πληροφορώντας το κοινό ότι οδηγήθηκε στα κρατητήρια της Ασφάλειας στη ΓΑΔΑ για καταδικαστικές αποφάσεις που αφορούσαν παράβαση του νόμου περί επιταγών, μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών εισφορών και μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο. Αυτή ήταν μια είδηση που ξάφνιασε πολλούς. Έκτοτε, όλα θα θύμιζαν τηλεοπτική σειρά του Netflix: ο ίδιος θα ενσάρκωνε τον ιδανικό πρωταγωνιστή ενός εκκωφαντικού #cancel, ενώ θα γινόταν το απόλυτο trend στα social media.
Μετά από οκτώ μέρες παραμονής στο κρατητήριο, οι δικηγόροι του κατέβαλαν το ποσό των 23.000 ευρώ, αφέθηκε ελεύθερος και για δύο μήνες αποσύρθηκε από τα φώτα της δημοσιότητας. Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί το νέο του βιβλίο με τίτλο «8 μέρες μέσα» (εκδόσεις Keybooks), στο οποίο περιγράφει όλα όσα έζησε στη φυλακή.
Έχω τεράστιο θυμό με την ΕΛ.ΑΣ. Όχι μόνο δεν προστάτευσε τα ευαίσθητα προσωπικά μου δεδομένα, ως όφειλε, αλλά άφησε να διαρρεύσουν κιόλας. Στον έβδομο όροφο της ΓΑΔΑ υπάρχουν κάποιοι επίορκοι προϊστάμενοι που πουλάνε έναντι αδράς αμοιβής προσωπικά δεδομένα επώνυμων κρατουμένων σε συγκεκριμένα ΜΜΕ.
Η συνάντηση μας έγινε σ’ ένα καφέ στο κέντρο της Αθήνας. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που θα μιλούσε δημόσια για όλα όσα βίωσε. Μέχρι τότε είχε επιλέξει συνειδητά τη σιωπή, λέγοντας ότι «δεν είχα μούτρα να βγω έξω μετά από όλα αυτά που γράφτηκαν και ακούστηκαν για μένα». Τώρα δηλώνει έτοιμος να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του και αφήνει ξεκάθαρα αιχμές, μιλώντας με πικρία και θυμό εναντίον της ΕΛ.ΑΣ. και κάποιων ΜΜΕ για την ανθρωποφαγία που υπέστη.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί μιλά αποκλειστικά στη LiFO για τους λόγους που οδήγησαν στη σύλληψή του, για τις μέρες που πέρασε στη φυλακή, για το τι συνέβη με τις πωλήσεις των βιβλίων του, αναφέρεται στην οικογένειά του, απαντά αν πουλάει την περιπέτειά του με το νέο του βιβλίο και υποστηρίζει ότι έχει έρθει η στιγμή να λογοδοτήσουν στη Δικαιοσύνη όσοι δεν σεβάστηκαν τα προσωπικά του δεδομένα.
— Πώς είστε σήμερα, μετά την πρόσφατη περιπέτειά σας; Είχατε αποσυρθεί απ’ τα φώτα της δημοσιότητας.
Καταρχάς, για οκτώ μέρες στερήθηκα την προσωπική μου ελευθερία. Η κίνηση στους δρόμους, η φασαρία, ο θόρυβος της πόλης, είναι πράγματα που μόνο όταν τα στερηθείς τα εκτιμάς. Οπότε για μένα κάθε στιγμή, πλέον, είναι πολύτιμη. Όλα έχουν αποκτήσει καινούργιο νόημα. Και νομίζω ότι ποτέ δεν θα ξανακάνω το λάθος να θεωρήσω την προσωπική μου ελευθερία δεδομένη. Μετά από αυτές τις οκτώ μέρες υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα κλεινόμουν σπίτι μέχρι να ολοκληρώσω το καινούργιο μου βιβλίο για την πρόσφατη περιπέτειά μου.
— Η ζωή σας άλλαξε από τη μια μέρα στην άλλη όταν δημοσιεύτηκε η ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ., με την οποία γνωστοποιούνταν ότι εκκρεμούσαν σε βάρος σας αποφάσεις για ακάλυπτες επιταγές, μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών και οφειλών στο Δημόσιο. Τι συνέβη;
Για δεκαεπτά χρόνια ήμουν επιχειρηματίας, έχοντας διαφημιστική εταιρεία. Ουδέποτε το έκρυψα, ούτε και το ότι η επιχείρησή μου είχε πτωχεύσει. Το ανέφερα συνεχώς σε ομιλίες μου και στα βιβλία μου. Την εταιρεία μου την ξεκίνησα το 1998 και την έκλεισα το 2015. Μέχρι το 2012 όλα πήγαιναν καλά. Από τότε, λόγω της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης που έπληξε ιδιαίτερα τον κλάδο της διαφήμισης μέχρι και το 2015, η εταιρεία μου σταδιακά, συσσώρευσε παραπάνω από 5.500.000 ευρώ σε ανείσπρακτα υπόλοιπα (φέσια), ποσό τεράστιο για τις δικές μου δυνατότητες. Να σας θυμίσω ότι οι διαφημιστικές εταιρείες στην πλειονότητά τους πληρωνόμασταν και πληρώναμε με μεταχρονολογημένες επιταγές. Από το 2014 και μετά κατάφερνα με δυσκολία να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις μου, ωστόσο με κόπο και μεγάλη προσπάθεια τα κατάφερνα. Από το καλοκαίρι του 2015, με τα ολέθρια capital controls, τα πράγματα έγιναν πολύ δύσκολα και τελικά τον Οκτώβριο του 2015 αναγκάστηκα να κλείσω την εταιρεία. Έσπευσα να πληρώσω το προσωπικό μου (πάνω από τριάντα άτομα) και να τους καταβάλω μέχρι και το τελευταίο ευρώ. Κάποιοι, όταν ήμουν στο κρατητήριο, έκαναν συγκινητικές αναρτήσεις χωρίς να τους το ζητήσει κανείς, και τους ευχαριστώ. Ήμουν συνεπής για δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια μέχρι και τους τελευταίους μήνες που πια δεν μπορούσα να καλύψω τις υποχρεώσεις μου.
— Δεν θα μπορούσατε, όμως, όλο αυτό το διάστημα να είχατε τακτοποιήσει τις συγκεκριμένες οφειλές προκειμένου να αποφύγετε τη σύλληψη;
Ο δικηγόρος μου παρέστη σε όλες τις δίκες. Κάθε ακάλυπτη επιταγή θεωρείται αδίκημα, ασχέτως του εάν εσύ έχεις πληρωθεί από τους δικούς σου πελάτες ή όχι. Τα δικαστήρια μού καταλόγισαν τα ελάχιστα των προβλεπόμενων ποινών, αναγνωρίζοντας δεκαεπτά χρόνια συνέπειας και τεράστιας προσπάθειας από την πλευρά μου να σώσω την εταιρεία μου. Κάποια στιγμή οι δίκες ολοκληρώθηκαν και οι επιμέρους ποινές έπρεπε να συγχωνευτούν σε μία ενιαία ποινή και να την εξαγοράσω. Ο δικηγόρος μου με προειδοποιούσε καιρό ότι η στιγμή πλησίαζε, αλλά για κάποιον εντελώς ανόητο δικό μου λόγο δεν έδινα τη δέουσα σημασία, μέχρι που εκδόθηκε «σήμα αναζήτησης» για μένα.
— Άρα, δεν είναι απατεώνας ο Στέφανος Ξενάκης, όπως υποστήριξαν κάποιοι;
Όταν για δεκαεπτά χρόνια είσαι συνεπής, έχοντας καλύψει κοντά στις 10.000 επιταγές αλλά και ό,τι χρέος έχει προκύψει προς ασφαλιστικά ταμεία και Δημόσιο, και κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών δεν τα καταφέρνεις, υπό το βάρος τεράστιων ανείσπρακτων οφειλών και λόγω της πρωτοφανούς κρίσης στην ελληνική οικονομία και των capital controls, όταν έχεις κάνει ό,τι περνάει από το χέρι σου για να σώσεις την επιχείρησή σου και στο τέλος καταφέρνεις να εξοφλήσεις όλο σου το προσωπικό, ας βγάλει κανείς μόνος του τα συμπεράσματά του. Αυτό που θα πω είναι ότι όταν δεν γνωρίζεις από μέσα τι σημαίνει να είσαι επιχειρηματίας, και μάλιστα στη δυσκολότερη περίοδο της ελληνικής οικονομίας, κρίνεις αβασάνιστα. Θυμηθείτε ότι κατά τη διάρκεια των capital controls έκλεισαν περισσότερες από 100.000 επιχειρήσεις. Μία από αυτές ήταν και η δική μου.
— Στην ανακοίνωσή της, πάντως, η ΕΛ.ΑΣ. έλεγε ότι «55χρονος, στο πλαίσιο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, ως εκπρόσωπος εταιρείας, εξέδιδε κατ’ εξακολούθηση ακάλυπτες επιταγές.».
Δυστυχώς, έγινε μια τεράστια έως και ύποπτη απερισκεψία εκ μέρους της ΕΛ.ΑΣ. Η έκφραση «κατ’ εξακολούθηση», ούτε λίγο ούτε πολύ, περιγράφει κάποιον ο οποίος συστηματικά είναι απατεώνας. Γι’ αυτό και εννοείται ότι επιφυλάσσομαι για κάθε μου δικαίωμα απέναντι σε αυτό το αναληθές δελτίο τύπου και όχι μόνο. Το συγκεκριμένο κυκλοφόρησε σε ΜΜΕ και social media και ακολούθησε το γνωστό πάρτι.
— Θέλω να επιμείνω σε αυτό που λέτε, διότι είναι ξεκάθαρο εκ μέρους σας ότι αγνοήσατε τις εντολές του δικηγόρου σας. Σωστά;
Εκείνη την εποχή έδινα ομιλίες ανά την Ελλάδα και έγραφα ένα άλλο βιβλίο, το οποίο θα εκδοθεί, πρώτα ο Θεός, στο μέλλον. Επέδειξα εγκληματική αμέλεια γιατί θα μπορούσα να είχα τακτοποιήσει έγκαιρα το θέμα με τη συγχώνευση των ποινών, όπως προβλέπεται σε αυτές τις περιπτώσεις. Η διαδικασία είναι συγκεκριμένη. Απόδειξη ότι πήρε οκτώ ημέρες να ολοκληρωθεί και εάν ήταν λιγότερο πολύπλοκη, θα είχε ολοκληρωθεί σε μία ή δύο. Η ευθύνη είναι εξ ολοκλήρου δική μου, το αναγνωρίζω, και έχω ζητήσει και θα ξαναζητήσω δημόσια συγγνώμη που επέτρεψα μια ατομική μου περιπέτεια να γίνει συλλογική.
— Πώς φτάνουμε στη μέρα της σύλληψης;
Ήξερα από τον δικηγόρο μου ότι από τη στιγμή που εκδόθηκε το «σήμα αναζήτησης» στο όνομά μου, για δεκαπέντε ημέρες, μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία της συγχώνευσης και της αποπληρωμής των ποινών, θα έπρεπε να είμαι προσεκτικός. Δεν θα έπρεπε να οδηγώ ούτε να βρίσκομαι σπίτι μου. Οπότε εκείνες τις μέρες πήγαινα τα παιδιά μου στο σχολείο με ταξί. Τους είχα περιγράψει την κατάσταση όσο πιο απλά γινόταν. Όμως, όταν είναι κάτι γραφτό να συμβεί, θα συμβεί. Το πρωινό της 6ης Μαρτίου περίμενα έναν φίλο για να μου επιστρέψει το αυτοκίνητό μου που του είχα δανείσει. Ο φίλος μου για κάποιον λόγο ήρθε μία ώρα νωρίτερα από την προβλεπόμενη. Κατεβαίνοντας για να πάρω το αυτοκίνητο, με πλησίασε ένας κύριος με πολιτικά, ο οποίος είχε μόλις φτάσει. «Ο κύριος Ξενάκης;» με ρώτησε. «Ναι», του απάντησα χαμογελώντας. Νόμιζα ότι ήταν αναγνώστης και ήθελε να του υπογράψω κάποιο βιβλίο ‒ στον κόσμο μου εγώ. «Είμαστε από την Ασφάλεια. Μπορείτε να μας ακολουθήσετε μέχρι τη ΓΑΔΑ, παρακαλώ;» συνέχισε. Εκείνη την ώρα έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Έγινε ακριβώς αυτό που δεν έπρεπε να συμβεί, αφού σε λίγες μέρες θα είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία. Όταν τον ρώτησα εάν είχε ξανάρθει σπίτι μου, μου απάντησε πως όχι. Τον ρώτησα πότε θα ξαναρχόταν εάν δεν με είχε βρει. «Σε τρεις μέρες», μου απάντησε. Σε τρεις μέρες θα ήμουν εκτός Αθηνών για μια ομιλία. Την ερχόμενη εβδομάδα θα είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία, όπως και ολοκληρώθηκε, οπότε το όνομά μου θα είχε ήδη βγει από τα κομπιούτερ της ΕΛ.ΑΣ. Πείτε μου τώρα ότι αυτό που συνέβη δεν ήταν γραφτό να συμβεί.
— Και ακολουθούν οι οκτώ μέρες στο κρατητήριο. Μιλήστε μας για εκείνες τις μέρες, πώς τις βιώσατε;
Έφτασα στο κτίριο της ΓΑΔΑ και παρέμεινα σε ένα γραφείο για δύο-τρεις ώρες μέχρι να μου φέρει η σύντροφός μου κάποια απαραίτητα πράγματα. Επικοινώνησα με κάποιους δικούς μου ανθρώπους για να τους πω να μην ανησυχούν, ήξερα ότι όλα ήταν θέμα ημερών. Στη συνέχεια μού πήραν δακτυλικά αποτυπώματα και φωτογραφίες και όλα όσα προβλέπονται σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Οδηγήθηκα στο κρατητήριο, που αποτελείται από έναν μακρόστενο διάδρομο με περίπου δέκα κελιά. Κατά τις δώδεκα το μεσημέρι της Δευτέρας 6 Μαρτίου αποχωρίστηκα τη σύντροφό μου πίσω από τα σίδερα. Το επόμενο που θυμάμαι ήταν ο άχαρος γδούπος από το κλείσιμο της σιδερένιας πόρτας πίσω μου, στον έβδομο όροφο της ΓΑΔΑ. Αυτές, νομίζω, ήταν οι σημαντικότερες μέρες της ζωή μου. Κατά τη διάρκεια των ημερών αυτών έκανα τις βαθύτερες συζητήσεις που θυμάμαι να έχω κάνει και ένιωσα τα εντονότερα συναισθήματα που θυμάμαι να έχω νιώσει. Στο κρατητήριο, το μοίρασμα της τηλεκάρτας, του χαρτιού υγείας και των τσιγάρων ήταν καθημερινό φαινόμενο μεταξύ γνωστών και αγνώστων. Εκεί μαθαίνεις πραγματικά τι θα πει ενσυναίσθηση. Όταν ένας κρατούμενος είχε θέμα, ξέραμε ότι όλοι έπρεπε να τρέξουμε να βοηθήσουμε, γιατί ο συγκρατούμενος είναι κυριολεκτικά αδελφός. Τις καλύτερες συζητήσεις τις κάναμε στο κελί τα απογεύματα, όταν μας έκλειναν για να σερβίρουν το βραδινό φαγητό. Εκεί τα λέγαμε όλα. Δεν υπήρχε πρωτόκολλο. Όποιος ήθελε να μιλήσει, μιλούσε. Ένας από τους πολλούς λόγους που την έβγαλα καθαρή αυτές τις οκτώ μέρες ήταν ο Μπεν, ο Γρηγόρης, ο Αμίν και ο Στράτος, οι συγκρατούμενοί μου, στους οποίους και αφιέρωσα το βιβλίο μου. Αυτές τις οκτώ μέρες πίσω από τα σίδερα βίωσα ανθρωπιά, αλληλεγγύη και πάνω από όλα είδα τι σημαίνει μπέσα. Να προσθέσω επίσης ότι ήμουν στην πτέρυγα με τα light θέματα. Αναμφίβολα, ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία ζωής σε όλα τα επίπεδα.
— Υπήρχε στιγμή που το μυαλό σας να θόλωσε;
Ναι, για λίγα δευτερόλεπτα, τη δεύτερη μέρα της κράτησής μου, που διέρρευσε στα media το όνομά μου και γράφτηκαν όσα γράφτηκαν για μένα. Θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι δεν τα διάβασα ποτέ.
— Σας ενόχλησε που διέρρευσε το όνομά σας;
Αφάνταστα. Έχω τεράστιο θυμό με την ΕΛ.ΑΣ. Όχι μόνο δεν προστάτευσε τα ευαίσθητα προσωπικά μου δεδομένα, ως όφειλε, αλλά άφησε να διαρρεύσουν κιόλας. Στον έβδομο όροφο της ΓΑΔΑ υπάρχουν κάποιοι επίορκοι προϊστάμενοι που πουλάνε έναντι αδράς αμοιβής προσωπικά δεδομένα επώνυμων κρατουμένων σε συγκεκριμένα ΜΜΕ. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να διαρρεύσουν τα προσωπικά μου δεδομένα, μια και δεν συνιστώ δημόσιο κίνδυνο. Ούτε σκότωσα, ούτε βίασα, ούτε υπάρχει κίνδυνος η επιχείρησή μου να φεσώσει κανέναν, μια και έκλεισε προ οκτώ ετών, μετά από δεκαεπτά έντιμα χρόνια, που παρέλειψαν να τα αναφέρουν. Γι’ αυτό και το παραπάνω δελτίο τύπου που αναφέρατε, με την κατ’ εξακολούθηση έκδοση ακάλυπτων επιταγών, ίσως να μην ήταν τυχαίο τελικά αλλά προϊόν μιας ευρύτερης συναλλαγής με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα ΜΜΕ που «αγόρασαν» τα στοιχεία μου, προκειμένου να προκληθεί η μέγιστη εντύπωση. Εννοείται πως εάν χρειαστεί θα φτάσω στο ανώτατο ευρωπαϊκό δικαστήριο για να προασπίσω τα προσωπικά μου δεδομένα έναντι της ΕΛ.ΑΣ., γιατί η προστασία τους είναι και συνταγματικά αλλά και ευρωπαϊκά κατοχυρωμένη. Όμως ο σημαντικότερος λόγος που θα το κάνω είναι για να υπάρξουν επιτέλους παραδειγματικές συνέπειες, προκειμένου κανείς άλλος να μην ξαναπεράσει τον πρωτοφανή εξευτελισμό και τη διαπόμπευση που υπέστην εγώ, και η οικογένειά μου, τις συγκεκριμένες μέρες.
— Εκείνες τις μέρες γίνατε Νο1 trend στα social media ως ο γκουρού της αυτοβελτίωσης που μπήκε φυλακή. Μάλιστα, μιλήσατε για ένα δημόσιο λιντσάρισμα.
Ναι, γιατί κάποια ΜΜΕ έκαναν ό,τι μπορούσαν για να με κατασπαράξουν. Έγραψαν ότι «εξέδιδα συστηματικά ακάλυπτες επιταγές», ότι «τα λαγωνικά της αστυνομίας τελικά με εντόπισαν όταν προσπαθούσα να διαφύγω» ή ότι «εκτίω την πολυετή ποινή μου στις φυλακές Λάρισας». Όποια ΜΜΕ τα έγραψαν, γνώριζαν ότι ήταν ψέματα, άρα υπήρχε δόλος. Δεν σεβάστηκαν την οικογένειά μου, ούτε καν τα παιδιά μου, και έβαλαν μπροστά τις μηχανές τους για το γνωστό ανθρωποφάγο κυνήγι. Φυσικά, μέχρι σήμερα κανένα από τα συγκεκριμένα ΜΜΕ δεν έχει ζητήσει τη δική μου θέση. Και προφανώς κανένα από αυτά δεν ενδιαφέρθηκε όλα αυτά τα χρόνια για το γεγονός ότι ένα ελληνικό βιβλίο όπως το «Δώρο» έχει εκδοθεί σε 31 διαφορετικές γλώσσες. Αυτό δεν αποτελεί είδηση, ωστόσο η σύλληψη του μπεστ-σελερά είναι λαβράκι. Βίωσα ένα ατελείωτο ξέσκισμα και αναρωτιέμαι ποιος θα είναι ο επόμενος που θα γδάρουν.
— Το υπονοήσατε και προηγουμένως. Σκοπεύετε να κινηθείτε νομικά;
Προφανώς. Όλο αυτό το διάστημα επέλεξα να συνειδητά να αποφύγω κάθε δημόσια δήλωση, εμφάνιση ή συνέντευξη. Ήθελα, επίσης, να ολοκληρώσω το βιβλίο μου, αλλά ήρθε η στιγμή να κινηθώ νομικά έναντι όσων με συκοφάντησαν, και μάλιστα με δόλο. Δεν αποκλείω ότι τα συγκεκριμένα μέσα τα βόλεψε η δική μου διαπόμπευση, αφού συνέπεσε με τις μέρες μετά το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών. Γράφτηκαν απίστευτα ψεύδη. Κάποια στιγμή, γυρίζοντας η κόρη μου από το σχολείο, ένας συμμαθητής της μέσα στο σχολικό την ενημέρωσε ότι «ο μπαμπάς σου είναι ήδη στις φυλακές της Λάρισας και θα μείνει εκεί για οκτώ χρόνια», όπως είχαν γράψει κάποια ΜΜΕ. Αλήθεια, ποιο θα έπρεπε να είναι το ύψος της αγωγής που για κάποιες ώρες μέχρι να επικοινωνήσει μαζί μου το παιδί μου έχασε τη μισή του ζωή; Ποιοι θα υποστούν, επιτέλους, τις παραδειγματικές συνέπειες προκειμένου να μην ξαναγίνει κάτι αντίστοιχο; Μήπως ήρθε επιτέλους η ώρα κάποιοι υπεύθυνοι να λογοδοτήσουν στη Δικαιοσύνη; Και μιλώ γι’ αυτούς που εκ συστήματος επιδιώκουν να συκοφαντούν και να βλάπτουν. Όλοι ξέρουν ποιοι είναι, κι όμως τους επιτρέπουν να συνεχίζουν.
— Με τις πωλήσεις των βιβλίων τι συνέβη μετά τη διαρροή του ονόματός σας;
Κατά τη διάρκεια των συγκεκριμένων ημερών και των επόμενων εβδομάδων είχαν πέσει σημαντικά, αλλά όσο ο κόσμος αντιλαμβάνεται τι συνέβη πραγματικά, μετά το αρχικό μούδιασμα, επανέρχεται. Δεν με απασχολεί όμως πρωτίστως η οικονομική βλάβη, αυτή θα αποκατασταθεί. Πιο πολύ με απασχολεί η ηθική βλάβη. Πέραν του ότι για δύο μήνες ήμουν κλεισμένος μέχρι να ολοκληρώσω το βιβλίο μου, η αλήθεια ήταν ότι δεν είχα μούτρα να βγω έξω μετά από όλα αυτά που γράφτηκαν και ακούστηκαν για μένα.
— Γνωρίζω αρκετά βιβλιοπωλεία που εκείνο το διάστημα έβγαλαν τα βιβλία σας από τις βιτρίνες και τις προθήκες των ευπώλητων και τα έβαλαν σε σημεία που δεν φαίνονταν. Πώς το σχολιάζετε;
Δεν τους κατηγορώ και δεν τους κακολογώ. Μπορεί το ίδιο να είχα κάνει κι εγώ στη θέση τους. Όταν μπήκα μέσα δεν ήξεραν ότι επρόκειτο για μια διαδικασία που θα διαρκούσε οκτώ ημέρες. Ξαναλέω ότι η ευθύνη είναι αποκλειστικά δική μου.
— Αρκετοί, όμως, δεν θα πουν τώρα ότι πουλάτε μέσω του βιβλίου την περιπέτειά σας; Το βιβλίο σας λέγεται «8 μέρες μέσα»;
Αυτός είναι ο τίτλος. Το βιβλίο το έγραψα για μένα και για την ψυχή μου. Όταν περνάω δύσκολα, βρίσκω παρηγοριά στο γράψιμο. Η κράτησή μου διήρκεσε οκτώ ημέρες, αλλά για δύο μήνες, μέχρι να ολοκληρώσω το βιβλίο, η ψυχή μου συνέχιζε να ξυπνάει και να κοιμάται μέσα στο κρατητήριο για να μην παραλείψει τίποτε απ’ όσα είχα βιώσει και νιώσει. Με αυτό το βιβλίο δεν πουλάω, λοιπόν, την ιστορία μου αλλά καταθέτω την αλήθεια μου. Θα το έγραφα ακόμη και εάν ήμουν ο μόνος που θα το διάβαζε.
— Βρεθήκατε και με πολλούς haters που σας ειρωνεύτηκαν και σας χλεύασαν όλο αυτό το διάστημα. Δεν χάσατε ακολούθους από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;
Δεν μου αρέσει καθόλου η λέξη «ακόλουθοι». Προτιμώ τη λέξη «φίλοι», που περιγράφει μια ισότιμη σχέση. Όχι, δεν μειώθηκαν οι ιντερνετικοί μου φίλοι. Όλο αυτό το διάστημα έλαβα κυριολεκτικά χιλιάδες μηνύματα υποστήριξης, και δημόσια αλλά και ιδιωτικά. Και ξέρετε ποιο είναι το πιο συγκινητικό; Ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που έσπευσαν να με υποστηρίξουν δεν ήξεραν εάν είμαι πραγματικά καθαρός, το αντίθετο. Μάλλον ήξεραν ότι δεν είμαι όλα αυτά που γράφτηκαν και ακούστηκαν. Τώρα είναι που λέω τι πραγματικά συμβαίνει. Γι’ αυτό τους ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου γι’ αυτό που έκαναν για μένα.
— Τι κρατάτε απ’ όλη αυτή την ιστορία;
Τους ανθρώπους, τις στιγμές και τις ιστορίες που έζησα. Τον Στέλιο, με τον οποίο μοιράστηκα το κελί το πρώτο βράδυ, έναν 75άρη με κλονισμένη υγεία που εργαζόταν σε ένα από τα γνωστά «σπίτια» του Μεταξουργείου ‒ κάναμε μοναδικές συζητήσεις εκείνο το βράδυ στο κελί. Το επόμενο πρωί, πριν αποφυλακιστεί, έσπευσε να μου δώσει τα τελευταία 10 ευρώ που είχε στην τσέπη του. Όταν του είπα ότι είχα χρήματα, επέμεινε. «Για να αγοράσεις τηλεκάρτες να μιλάς με τα παιδιά σου και να μη με ξεχάσεις». Εκείνη τη μέρα είμαι σίγουρος ότι ο Στέλιος πήγε με τα πόδια από τη ΓΑΔΑ στο Μεταξουργείο, γιατί δεν είχε άλλα χρήματα. Τον αστυνομικό που με συνόδευσε στο δικαστήριο την πρώτη μέρα και, χωρίς να ξέρει ποιος είμαι, προσφέρθηκε να με κεράσει κουλούρι, καφέ και νερό. Όταν τον ρώτησα εάν η υπηρεσία κάλυπτε τα συγκεκριμένα έξοδα, απάντησε πως όχι, ήταν από τα δικά του χρήματα. Όταν τον ξαναρώτησα γιατί το έκανε αυτό, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: «Γιατί ο κρατούμενος για μένα είναι ιερός». Νομίζω ότι αυτές τις οκτώ μέρες έκλαψα από συγκίνηση και ευγνωμοσύνη όσο δεν έχω κλάψει ποτέ στη ζωή μου. Ανθρωπιά, αγάπη, αλληλεγγύη και βαθιά ανθρώπινα συναισθήματα, που όμοιά τους δεν έχω ξανανιώσει, αυτά κρατάω και θα θυμάμαι όσο ζω. Μέσα στο κρατητήριο άφησα για πάντα ένα κομμάτι μου. Όμως ανακάλυψα κι ένα άλλο κομμάτι μου που αγνοούσα, λες κι ένα μέρος της ύπαρξής μου ολοκληρώθηκε εκεί με έναν μαγικό τρόπο. Εννοείται πως όταν κάνω ομιλίες ανά την Ελλάδα, πλέον, θα επισκέπτομαι τις κατά τόπους φυλακές για να μιλάω στους κρατούμενους, αφού πρώτα εξασφαλίσω τις απαραίτητες άδειες. Τώρα πια ξέρω κι εγώ πώς είναι να κλείνει η σιδερένια πόρτα πίσω σου, κι ας ήταν για λίγες μέρες.
— Με αφορμή την περιπέτειά σας σημείωσαν πολλοί ότι γράφετε βιβλία αυτοβελτίωσης και απευθύνεστε σε ανθρώπους που δεν έχουν διαβάσει ποτέ ούτε ένα βιβλίο στη ζωή τους. Τι θα απαντούσατε;
Όντως υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που τα βιβλία μου ήταν τα πρώτα που διάβασαν κάποιοι άνθρωποι και μετά άρχισαν να διαβάζουν συστηματικά. Έχω πάρει πάρα πολλά τέτοια μηνύματα τα τελευταία χρόνια. Όχι μόνο δεν το θεωρώ υποτιμητικό, τουναντίον είναι ιδιαίτερα τιμητικό το να έχω αποτελέσει εγώ και τα βιβλία μου αφορμή για να εισέλθουν κάποιοι συνάνθρωποί μου στον μαγικό κόσμο του βιβλίου.
— Οι κόρες σας τι σας είπαν;
Ήξεραν από την πρώτη στιγμή τι είχε συμβεί. Ζήτησα και από κείνες μια μεγάλη συγγνώμη. Ευτυχώς, είναι σε φάση ψυχοθεραπείας εδώ και καιρό, και πριν από το συμβάν. Όμως με άκουγαν πολύ καλά από το τηλέφωνο γιατί με τους συγκρατούμενούς μου πραγματικά είχαμε φτιάξει μια πολύ όμορφη και ανθρώπινη μικροκοινωνία μέσα στο κρατητήριο. Δεν θα ξεχάσω μια μέρα που η μεγάλη μου κόρη με είχε ακούσει πραγματικά πολύ καλά και είπε μεγαλοφώνως στη μαμά της: «Μαμά, ο μπαμπάς παίζει να περνάει μέσα καλύτερα απ’ ό,τι περνάμε εμείς έξω!». Νομίζω ήταν μία από τις σημαντικότερες στιγμές μου ως γονιού ‒ παίζει να είναι η σημαντικότερη.
— Υπήρχαν άνθρωποι που σας γύρισαν την πλάτη;
Φυσικά. Πάντα υπάρχουν.
— Και η μητέρα σας, τι σας είπε;
Η μητέρα μου ίσως να είναι ο μοναδικός άνθρωπος που δεν κατάλαβε ακριβώς τι συνέβη. Αφενός μπερδεύεται τον τελευταίο καιρό με το μυαλό της και αφετέρου φρόντισαν οι κοντινοί μας άνθρωποι ώστε να μην είναι κοντά σε τηλεόραση, sites ή εφημερίδες όταν το θέμα ήμουν εγώ. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι δεν καταλάβαινε, μάνα είναι. Τη μέρα που με ξαναείδε από κοντά για πρώτη φορά ξανά με πήρε μια σφιχτή αγκαλιά που δεν έλεγε να τελειώσει. Θυμάμαι ακόμη τον διάλογο που είχαμε: «Μανούλα, μου έλειψες πολύ». «Κι εμένα παιδί μου. Μην ξαναλείψεις τόσο πολύ».