Ένα πρωινό του 1972, ο Γάλλος συγγραφέας Ζαν Ρασπάιγ, γνωστός ήδη για τα περιηγητικά του βιβλία αλλά και για τις συντηρητικές, ρωμαιοκαθολικές, φιλομοναρχικές θέσεις του, βρισκόταν στο σπίτι του στις μεσογειακές ακτές της Γαλλίας, όταν του ήρθε η έμπνευση για το επόμενο βιβλίο του μέσω ενός οράματος εκατομμυρίων προσφύγων που εισβάλλουν στην Ευρώπη.
«Οπλισμένοι μονάχα με τις αδυναμίες και την αριθμητική υπεροχή τους, καταβεβλημένοι από την εξαθλίωση και κουβαλώντας μαζί τους πλήθος από πεινασμένα καφέ και μαύρα παιδιά, ήταν έτοιμοι να αποβιβαστούν στα χώματά μας», ξεκίνησε να γράφει στην αρχή του βιβλίου που θα γινόταν το πιο δημοφιλές και το πιο περιβόητο στο σύνολο του έργου του.
Πρόκειται για το μυθιστόρημα «Το Στρατόπεδο των Αγίων» (ή «Ο Καταυλισμόςτων Αγίων») που κυκλοφόρησε στην Γαλλία το 1973 για να μεταφραστεί αργότερα σε πολλές γλώσσες, και εδώ και μισό αιώνα σχεδόν πλέον έχει γίνει ένα από τα πιο δημοφιλή κείμενα-οδηγούς για ακροδεξιούς, εθνικιστές, ρατσιστές και ξενοφοβικούς στην Ευρώπη κυρίως, αλλά και στις ΗΠΑ, ειδικά από τη στιγμή που το υιοθέτησε ως σύγχρονη Βίβλο ο διαβόητος γκουρού του διεθνούς alt-right κινήματος, Στιβ Μπάνον.
Πριν από λίγες μέρες μάλιστα, επανήλθε το βιβλίο στην αμερικανική και διεθνή επικαιρότητα, όταν αποκαλύφθηκε ότι ο σύμβουλος του Προέδρου Τραμπ, Στίβεν Μίλερ το συνιστούσε ενθουσιωδώς μέσω προσωπικών e-mails στους συντάκτες της ακροδεξιάς ειδησεογραφικής ιστοσελίδας Breitbart. Δεν είναι ο πρώτος ούτε ο πιο επιφανής θαυμαστής του βιβλίου που η Μαρίν Λεπέν είχε δηλώσει παλαιότερα ότι όταν το διάβασε στα 18 της, της «άφησε για πάντα ένα ανεξίτηλο σημάδι».
Η πλοκή του βιβλίου ξεκινά με την προτροπή της κυβέρνησης του Βελγίου προς τους πολίτες της χώρας να υιοθετήσουν μικρά παιδιά από την Ινδία για να απαλυνθεί το πρόβλημα του υπερπληθυσμού, για να ανακαλέσει την «επιπόλαια» αυτή απόφαση αμέσως μετά σχεδόν, όταν το βελγικό προξενείο στο Δελχί πολιορκείται από πλήθος εξαθλιωμένων γονιών. Είναι όμως πια αργά, καθώς μια πρωτοφανούς μεγέθους αρμάδα ενός εκατομμυρίου μεταναστών και προσφύγων κατευθύνεται ήδη με κάθε πλωτό μέσο προς τις ευρωπαϊκές ακτές.
Ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες του βιβλίου φαίνεται μάλιστα να είναι ελληνικής καταγωγής με όνομα που παραπέμπει στον τελευταίο βασιλιά του Βυζαντίου. Πρόκειται για τον συνταγματάρχη Κονσταντίν Ντραγκασές (δηλαδή Κωνσταντίνος Δραγάτσης, μάλλον εκ του Κωνσταντίνος Παλαιολόγος – Δραγάτσης) ο οποίος θέτει εαυτόν ηγέτη των Γάλλων πατριωτών που αποφασίζουν να εμποδίσουν το παλιρροϊκό κύμα των τριτοκοσμικών μεταναστών.
Ο τίτλος του μυθιστορήματος προέρχεται από το Βιβλίο της Αποκάλυψης του Ιωάννου, όταν οι στρατιές του Σατανά περικυκλώνουν τη γη («και ανέβησαν επί το πλάτος της γης, και εκύκλευσαν την παρεμβολήν των αγίων»), ενώ ως ερευνητικό εργαλείο ο Ρασπάιγ χρησιμοποίησε την εμπειρία του ως επισκέπτης σε διάφορες εξαθλιωμένες κοινότητες της Λατινικής Αμερικής, επιχειρώντας να φανταστεί τι θα σήμαινε για την γαλλική κουλτούρα η μαζική εισβολή υποβαθμισμένων ξένων στο έδαφός της.
Στις ΗΠΑ το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1975 και όπως σημειωνόταν στην τότε κριτική του από τους New York Times, «είναι σα να έχεις παγιδευτεί σ΄ ένα κοκτέιλ πάρτι μ' έναν τύπο που έμοιαζε αρχικά νορμάλ αλλά ξαφνικά ξεσπάει σε μια άγρια ρατσιστική διατριβή».
Σαράντα πέντε χρόνια αργότερα όμως, η συμβολή του στη σύγχρονη ρητορική μίσους μόνο θυμηδία δεν προκαλεί. Το βιβλίο αναζωπύρωσε την θεωρία της «Μεγάλης Αντικατάστασης» (του λευκού / ευρωπαϊκού πληθυσμού από τους μετανάστες), όρο που χρησιμοποίησε ως τίτλο του μανιφέστου του ο δολοφόνος 51 αθώων ανθρώπων σε δύο συναγωγές στη Νέα Ζηλανδία στην αρχή της χρονιάς.
Παρότι έχει αναγνωρίσει ότι το βιβλίο του μπορεί να θεωρηθεί «επικίνδυνο» υπό κάποια έννοια, ο Ρασπάιγ που στα 94 του παραμένει ακμαίος και ενεργός στη δημόσια συζήτηση, έχει δηλώσει συχνά τα τελευταία χρόνια ότι δεν θα άλλαζε ούτε μία λέξη, λέγοντας ότι η εισβολή που περιγράφει στο «Στρατόπεδο των Αγίων» δεν είναι παρά μια αφηγηματικά ενισχυμένη εκδοχή της «παρείσφρησης» (όπως την αποκαλεί) που αντιμετωπίζει η Γαλλία τις τελευταίες δεκαετίες.
Με στοιχεία από τους New York Times και άλλες πηγές
σχόλια