Aπό τότε που τα σπίτια έπαψαν να είναι ιδιωτικοί χώροι, ζω στο βυθό της θάλασσας, για να παραμείνω αθέατος» ομολογεί ένας ανώνυμος γιατρός αφηγούμενος κάποιο όνειρο του τα πρώτα χρόνια του Τρίτου Ράιχ. Το ιδιωτικό έχει πάψει προ πολλού να υφίσταται και τα όνειρα των πολιτών-μεσοαστών ή απλών μεροκαματιάρηδων-έδειχναν πως η τρομοκρατία του ολοκληρωτισμού είχε ήδη αρχίσει να εισβάλει σε κάθε γωνιά του ασυνειδήτου με σκοπό να το συντρίψει. Κι εδώ δεν μιλάει η ψυχανάλυση, ούτε καν η συμβολική καταγραφή των δεδομένων της επιθυμίας: μιλάει η εποπτική ματιά της Γερμανοεβραίας δημοσιογράφου και συγγραφέως Σαρλόττε Μπέραντ η οποία κατέγραψε τα όνειρα των πολιτών από το 1933 έως το 1939 ως αδιαφιλονίκητο ιστορικοπολιτικό κριτήριο, ως ένα αντεστραμμένο πρίσμα μιας εσωτερικής πραγματικότητας που αναδείκνυε το συγκλονιστικό μέγεθος του φόβου. Γι αυτό και το άκρως πρωτότυπο έργο της που αντιστέκεται σε επιμέρους κατηγοριοποιήσεις «Τα όνειρα στο Τρίτο Ράιχ» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση Γιάννη Καλιφατίδη) διαβάζεται με κομμένη την ανάσα αλλά και με την αντικειμενική θέση ενός παρατηρητή που ξέρει πως πίσω από το συμβολικό κράμα του ενυπνίου κρύβεται μια αδυσώπητη πραγματικότητα.
Αλλά για ποια πραγματικότητα ακριβώς μιλάμε στη Γερμανία της δεκαετίας του 30, όταν αυτή «μετατρέπεται σε μυθοπλασία ή σε εφιάλτη» με αποτέλεσμα «η ονειρική δραστηριότητα να αποκτά με την εξωτερικότητα στενότερη συνάφεια απ’ο,τι η ημερήσια ορθολογική σκέψη»;- όπως χαρακτηριστικά τονίζει η Martin Leibοvici στην κατατοπιστικότατη εισαγωγή της (σε μετάφραση Βίκυς Ιακώβου). Εδώ μαθαίνουμε ότι καθοριστικό παράγοντα για την έκδοση του βιβλίου με τα όνειρα των πολιτών στο πρώιμο Τρίτο Ράιχ έπαιξε η στενή φίλη της συγγραφέως Μπέραντ, Χάνα Άρεντ η οποία συνέβαλε ώστε τα όνειρα να ταξινομηθούν πέρα από τα αυστηρά συγκείμενα της ψυχανάλυσης και να καταδείξουν τη σχέση «ανάμεσα στον μύχιο κόσμο των υποκειμένων και στον πολιτικό κόσμο». Άλλωστε τα υποκείμενα που αφηγούνται τα όνειρα τους δεν υφίστανται άμεσα τη βία αλλά κυρίως τελούν «υπό την επίδραση του διάχυτου φόβου και της επαπειλούμενης κατάρρευσης». Έντονη είναι η καφκική ατμόσφαιρα των ονείρων και όχι τυχαία η συγγραφέας επικαλείται συχνά πυκνά τον Κάφκα ειδικά όσον αφορά το γκροτέσκο, το μαύρο χιούμορ και το παράλογο. Εξου και έντονος συμβολικός ρόλος κάθε λογής αντικειμένου ή ζώου που φαίνεται να μετατρέπεται σε πρωταγωνιστή ή σε γκροτέσκα φιγούρα-όπως π.χ. του Γκέρινγκ «που όσο πάει και χοντραίνει».
Το άκρως πρωτότυπο έργο της που αντιστέκεται σε επιμέρους κατηγοριοποιήσεις, διαβάζεται με κομμένη την ανάσα αλλά και με την αντικειμενική θέση ενός παρατηρητή που ξέρει πως πίσω από το συμβολικό κράμα του ενυπνίου κρύβεται μια αδυσώπητη πραγματικότητα.
Η φλύαρη κεραμική σόμπα
Γράφει η συγγραφέας για το όνειρο με τη φλύαρη κεραμική σόμπα: «Το ‘όνειρο με τη φλύαρη κεραμική σόμπα’ αποτελεί στην κατηγορία του το πλέον αντιπροσωπευτικό παράδειγμα για την εξάλειψη των ορίων ανάμεσα στα θύματα και τους θύτες: αν μη τι άλλο καθιστά σαφείς τις απεριόριστες δυνατότητες του συστήματος να χειραγωγεί τον άνθρωπο. Εκτός από την κεραμική σόμπα, που πρωταγωνιστεί σε μια ιστορία οικογενειακής θαλπωρής, βγαλμένη θαρρείς από ένα ανθολόγιο με βουκολικά ειδύλλια, σε καταδότη μετατρέπεται και το πορτατίφ του κομοδίνου πλάι στο προσκέφαλο μιας άλλης νοικοκυράς. Αντί να φωτίσει το δωμάτιο, φέρνει στο φως, με εκκωφαντική ένταση μεγαφώνου, όσα εκείνη μουρμούριζε στον ύπνο της.
Η τραχιά φωνή του πορτατίφ θυμίζει αξιωματικό. Η πρώτη μου σκέψη είναι να σβήσω το φως και να τυλιχτώ στο σωτήριο σκοτάδι. Μα ύστερα λέω στον εαυτό μου: ‘Μάταιος κόπος’. Μια και δυο, τρέχω στη φιλενάδα μου, ξεφυλλίζω με αγωνία τον ονειροκρίτη της, μα η μόνη ερμηνεία που βρίσκω για τη λέξη ‘πορτατίφ’ είναι ‘βαριά αρρώστια’. Για μια στιγμή νιώθω τεράστια ανακούφιση μεμιάς, όμως, μου έρχεται στο μυαλό ότι στις μέρες μας ο κόσμος χρησιμοποιεί καλού-κακού την ‘αρρώστια’ ως συνθηματική λέξη για τη ‘σύλληψη’. Βουλιάζω και πάλι μες στη μαύρη απελπισία, παραδομένη στο έλεος της επίμονης τραχιάς φωνής, μολονότι δεν υπάρχει κανείς για να με συλλάβει».
Τα «αυθάδικα», όπως τα αποκαλεί η συγγραφέας, αντικείμενα δίνουν και παίρνουν στις αφηγήσεις των ονείρων, ενίοτε γίνονται καταδότες και εν τέλει φορείς ενός παράλογου σύμπαντος χωρίς αρχή και τέλος- και το κυριότερο δίχως έλεος. Σε μια ατελείωτη πραγματικότητα που μοιάζει με πίνακα «παρηκμασμένης τέχνης» ήταν παραπάνω από σαφές πως οι πολίτες ήταν φτιαγμένοι από το υλικό που είναι φτιαγμένα τα όνειρα, έστω και με τη μορφή ενός αδυσώπητου εφιάλτη. Όπως ομολογεί μια μελαχρινή αφηγήτρια η οποία διεκδικούσε συμβολικά την ελευθερία της απαγγέλλοντας με άλλους μελαχρινούς μέσα από ένα χορωδιακό σύνολο, ένα περίεργο ρετσιτατίβο: «Ονειρεύτηκα ότι δεν μπορούσα πια να μιλάω μοναχή μου παρά μόνο εν χορώ, μαζί με την ομάδα μου». Ο καταναγκασμός της ομάδας γινόταν εδώ πράξη αντίστασης και το όνειρο ο καλύτερος τρόπος οργάνωσης της. Αναμφίβολα «Τα Όνειρα στο Τρίτο Ράιχ» είναι σπάνιο βιβλίο με πολλαπλά μηνύματα και με μοναδικά, μέσα στη συμβολική διάστασή τους, ιστορικοπολιτικά τεκμήρια.
σχόλια