Μ όπως Μιχαλοπούλου: Τα βιβλία δεν αλλάζουν μόνο τον τρόπο να διαβάζουμε βιβλία αλλά αλλάζουν και τον τρόπο να αλλάζουμε τη ζωή, τον τρόπο να τη δεξιωνόμαστε έτσι ώστε να μπορούμε να την αλλάξουμε. Το να εμμένεις στη συνθηματολογία σε κάνει πληκτικό και ακυρώνει ακόμα και τις πιο έντιμες προθέσεις. Το κόλπο είναι το έντιμο να συνδυάζεται με το έντονο, με το πρωτότυπο και ό,τι προκαλεί ένα ξάφνισμα που σε κινητοποιεί, ψυχή τε και σώματι. Πάνω, λοιπόν, που πήξαμε στους πηγμένους και τους παιγμένους που, συχνά και κυρίως με το αζημίωτο, παίζουν με την εκάστοτε επικαιρότητα, έρχονται φωνές όπως αυτή που ακούμε στο μυθιστόρημα Η Γυναίκα του Θεού (εκδ. Καστανιώτης): «Πολλοί θέλουν να πιστεύουν πως το σχέδιο του Θεού σκόνταψε στην άρνηση του ανθρώπου. Βολική εξήγηση για πλάσματα σαν εμάς, που τρέφονται με τύψεις. Στην πραγματικότητα το σχέδιο σκόνταψε στην αδυναμία του ίδιου του Θεού να δημιουργήσει έναν κόσμο αντάξιό Του. Όχι ηθικολογικά, αλλά νοητικά και αισθητηριακά. Έναν κόσμο που θα μπορούσε να συνδιαλεχθεί με τον Θεό στη βάση της ισότητας και της δημιουργίας. Η δημιουργία εξέπεσε, όχι ο άνθρωπος». Ας το ακούσουμε πάλι: «Η δημιουργία εξέπεσε, όχι ο άνθρωπος».
Η έμπειρη συγγραφέας Αμάντα Μιχαλοπούλου (Αθήνα, 1966) δείχνει πώς μπορείς να υπερβείς το υπαρξιακό αδιέξοδο δημιουργικά, όχι γογγύζοντας και γκρινιάζοντας αλλά μελετώντας, επινοώντας, δημιουργώντας. Η φαντασία συνδυάζεται με τη μελέτη και το αποτέλεσμα είναι πλούσιο και γονιμοποιό. Η Γυναίκα του Θεού δεν είναι μυθιστόρημα που το διαβάζεις και το αφήνεις στο ράφι αλλά βιβλίο στο οποίο επανέρχεσαι. Το ξαναπιάνεις, το σκαλίζεις, διαβάζεις πάλι πολύτιμες σελίδες του για να στοχαστείς με τη σειρά του. Και για να γελάσεις. Και για να συγκινηθείς. Διαβάζοντάς το θυμήθηκα δύο άλλα τέτοια βιβλία, τον Αναγνώστη του Σαββατοκύριακου του Δημήτρη Φύσσα (εκδ. Εστία) και τη Διαθήκη της Μαρίας (εκδ. Ίκαρος) του Τοϊμπίν. Και στα δύο, όπως και σε αυτό της Μιχαλοπούλου, το διάβασμα οδηγεί σε άλλους διαδρόμους γνώσεις, σε αναζητήσεις που πάνε πέρα από τη λογοτεχνία, για να ξαναγυρίσουν σ' αυτήν με τον γυλιό ακόμα πιο γεμάτο.
Στις σελίδες της Γυναίκας του Θεού συναντάμε τον Θερβάντες και τον Σπινόζα, τον Χέγκελ και τον Καντ, την περιλάλητη ανεμόσκαλα του Βίτγκενσταϊν και τον Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες του Ρόμπερτ Μούζιλ, τον Πασκάλ και τον Λακάν. Συναντάμε παρατηρήσεις για τη χθαμαλή καθημερινότητα και στοχασμούς για την έννοια του ιερού, αλλά και αποφάνσεις για την ιερότητα πολλών στιγμών της καθημερινότητας. Μαθαίνουμε ότι η Δευτέρα Παρουσία έχει ήδη συντελεστεί. Γινόμαστε πιο πλήρεις ή, έστω, λιγότερο οδυνηρά ανεπαρκείς. Εύγε, Αμάντα Μιχαλοπούλου!
Ν όπως Νικολοπούλου: Θεός και Κράτος ήταν ο τίτλος ενός εμπρηστικού πονήματος του θυελλώδους Μιχαήλ Μπακούνιν. Το βιβλίο της Μιχαλοπούλου καταπιάνεται με τον Θεό. Το βιβλίο, πολύ πυκνό και δριμύ, της Βάσως Νικολοπούλου (Αθήνα, 1956) με τον χθόνιο τίτλο Καιρός ήταν (εκδ. Εστία) καταπιάνεται με το κράτος, με την καταγωγή του, με τη βία του, με το πώς απλώνεται εντός μας, με την κοινωνία και την ψυχοπαθολογία της. Μικρά κείμενα συνθέτουν ένα μεγάλο, στη σημασία του, όλο. Ο τρόπος είναι μια arte povera που σουγιαδιάζει. Κοφτές φράσεις, ρυθμός που σε χτυπάει στα μηνίγγια, ένας σκληρός βόμβος, μια επαναφορά στους τρόπους του Μίλτου Σαχτούρη και του Ε.Χ. Γονατά. Πετσόκομμα του περιττού, φάουλ στη φλυαρία, εμμονή στο ουσιώδες, τα μπλουζ της χαρμολύπης. Λίγες λέξεις, πολλές εικόνες. Το κράτος πανταχού παρόν, χωρίς καν μία μνεία σε δαύτο. Και θα βρεις, αναγνώστη, τραγούδια: Kinks και Ανταμό, Βίκυ Λέανδρος και Carlos Santana, ηλεκτρισμός και πενιές, «Θα σου κλείσω το στόμα με χίλια φιλιά», και περιπλανήσεις, dérives όπως έλεγε ο Γκι Ντεμπόρ ήδη από τη δεκαετία του 1950, στο κέντρο του κράτους, εκεί όπου «χτυπάει η μηχανική καρδιά της πόλης», για να θυμηθούμε τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου. «Ύστερα λίγη Σταδίου, μικρή στροφή προς Ευριπίδου για να ψωνίσουμε τραπεζομάντιλο πλαστικό με ζωγραφισμένα μυρωδάτα λεμόνια, πο πο οι νεραντζιές οι λεμονιές με πεθαίνουν, και πίσω πάλι στη Σταδίου προς το Σύνταγμα, αχ μην ξεχάσεις – μπουκίτσες για να τα καταπίνω γρήγορα σαν τα λάθη σου, μεγάλα λάθη σαν τα χέρια σου, και χοπ Περικλέους, λίγη Ρόμβης, και μετά Αγία Ειρήνη βοήθησέ μας να τα βγάλουμε πέρα, πάρε μου κι ένα βιβλίο εγγυημένο για τα βράδια, θέλω να 'χει ιστορίες με δράκους, ιστορίες με φίδια φαρμακερά».
Εύγε, Βάσω Νικολοπούλου!
σχόλια