Θωμάς Κοροβίνης
Συγγραφέας – φιλόλογος - ερευνητής
Διάβασα με βουλιμική διαθέση ‒και με αποζημίωσε‒ το «Μέρες και νύχτες αγάπης και πολέμου» του Γκαλεάνο (Πάπυρος), που τον αγαπώ πάντα και διδάσκομαι απ’ αυτόν, το νέο μυθιστόρημα του Τηλέμαχου Κώτσια «Σινική μελάνη» (Πατάκης) ‒υψηλό μάθημα πατριδογνωσίας και όχι μόνο‒, το κλασικό έργο του Ίταλο Σβέβο «Η συνείδηση του Ζήνωνα» (Αντίποδες) ‒ασκείσαι δωρεάν στο πώς να αυτοβιογραφείσαι και να αυτοψυχαναλύεσαι (εκτός των άλλων λογοτεχνικών του χαρισμάτων και το μυθιστόρημα του Σέρβου Ντράγκαν Βέλικιτς «Ο ιχνηλάτης» (Καστανιώτης), ένα οξυδερκές και βαθύ βλέμμα στην ανθρωπογνωσία των Βαλκανίων.
Γιώργος Κουμεντάκης
Συνθέτης - καλλιτεχνικός διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Καθώς κανένα από τα βιβλία που διάβασα φέτος το καλοκαίρι δεν με συνεπήρε, θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα σύντομο διήγημα που διάβασα πρόσφατα στο lifo.gr. Πρόκειται για το «Σκιερό Χωριό της Εύβοιας» της Melanie Wallace. Αυτό που μου κίνησε το ενδιαφέρον για να το ξεκινήσω ήταν ο «σκληρός Αύγουστος» του υπότιτλου, ένας χαρακτηρισμός με τον οποίο συνδέθηκα κεραυνοβόλα, μια και ο Αύγουστος έχει γίνει ο «μήνας των παθών» για όλους εμάς που επιλέξαμε να ζήσουμε σε χωριά της νησιωτικής Ελλάδας. Σπάνια έχω διαβάσει κείμενο τέτοιας ειλικρίνειας, τέτοιας κομψής ευγένειας και λεπτότητας, τέτοιας καλοσύνης. Καθαρή ματιά, γεμάτη αγάπη για την ελληνική ύπαιθρο και τους ανθρώπους της. Για τους ηλικιωμένους που με τις βαθιές ρίζες τους κρατάνε όρθιο το χωριό για έντεκα ολόκληρους μήνες αλλά και για τους νέους του Αυγούστου που γκρεμίζουν την ησυχία του, επιπόλαια και υστερικά. Κι ενώ εύχομαι βαθιά μέσα μου «Αύγουστε, καλέ μου μήνα, να μην είσαι δυο φορές τον χρόνο αλλά μισή» και καλύτερα να εξαφανιστείς από προσώπου ελληνικής γης, παράλληλα σκέφτομαι με συμπόνια τις απούσες γενιές της Melanie Wallace που δεν θα επιστρέψουν για να περπατήσουν στα βήματα των γονιών τους... Και δεν υπάρχει ούτε ένας λόγος για τον οποίον θα έπρεπε να επιστρέψουν ώστε να γίνουν αυτό που δεν είναι πια.
Γεώργιος Μπαμπινιώτης
Γλωσσολόγος – φιλόλογος - καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Διάβασα τα εξής: Το έξοχο δοκίμιο «Ἡ μοίρα τῆς σύγχρονης Ἑλλάδας» τού μεγάλου και αξέχαστου φιλοσόφου-διανοητή Κώστα Αξελού (Εκδ. Νεφέλη, σε μετάφραση τής Κατερίνας Δασκαλάκη). Το πολύ ωραίο βιβλίο για όσους αγαπούμε την ποίηση «Για τον Αντώνη Φωστιέρη “Κριτικά κείμενα”» με ανθολόγηση – εισαγωγή – επιμέλεια τού Θεοδόση Πυλαρινού (Εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία 2017). Έναν τόμο από την τρίτομη «Σύγχρονη Πολιτική Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος (1936-1975)» σε προσεκτική ανάγνωση λόγω τού ιδιάζοντος αλλά διεισδυτικού συγγραφέως τού έργου Σπύρου Μαρκεζίνη (Εκδ. Οργανισμός «Πάπυρος»). Ξαναδιάβασα το «Νικολάου Σοφιανοῦ: Γραμματική τῆς Κοινῆς τῶν Ἑλλήνων Γλώσσης» σε επιμέλεια και εισαγωγή τού Θανάση Χ. Παπαδόπουλου (Εκδ. Κέδρος).
Αφροδίτη Παναγιωτάκου
Διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση
—Γιατί γελάς;
—Ε;
—Είναι ωραίο;
—Ναι, πολύ.
—Τι είναι;
—Να τελειώσω την ιστορία και να σου πω μετά;
—Είναι τόσο αστείο;
—Όχι. Ναι. Και ναι, και όχι.
—Κλαις;
—Τελείωσα.
—Με τι έχει να κάνει;
—Είναι λίγο δύσκολο να σου εξηγήσω.
—Γιατί;
—Καλύτερα να το διαβάσεις.
—Τι γράφει στο εξώφυλλο;
—«Αυτό το βιβλίο θα σας σώσει τη ζωή».
—Και σου την έσωσε;
—Ναι.
—Από τι;
Από άλλα βιβλία.
Ο παραπάνω διάλογος είναι πραγματικός και πραγματοποιήθηκε πάνω από το θερινό ανάγνωσμα της Αφροδίτης Παναγιωτάκου «When you are engulfed in flames» (Όταν θα σε έχουν τυλίξει οι φλόγες) του Ντέιβιντ Σεντάρις.
Γιώργος Βέης
Συγγραφέας - ποιητής - διπλωμάτης
Διάβασα το «Μεταξύ συρμού και αποβάθρας» (Καστανιώτης) της ασίγαστης Έλενας Μαρούτσου. Σημαδιακό, πολύτροπο μυθιστόρημα. Επανήλθα συνειδητά σε αυτό στην αρχή του θέρους για πολλούς λόγους. Επίσης, το μυθιστόρημα της Λίλας Κονομάρα «Ο χάρτης του κόσμου στο μυαλό σου» (Κέδρος). Κι εδώ, όπως συνέβαινε και στο αμέσως προηγούμενο έργο της με τίτλο «Οι ανησυχίες του γεωμέτρη» (Κέδρος), τo κείμενο είναι ο ευρύτερος χάρτης συγκινησιακών τοπίων. Η καλώς ασκημένη ευελιξία των εκφραστικών μέσων, τα οποία είναι καθόλα ενήμερα όσον αφορά το νεωτερικό κίνημα του δημιουργικού λόγου και όχι μόνον, υποστηρίζει με ασφάλεια την αποτύπωση των αναπόφευκτων ρήξεων των διηγητικών ηρώων με όσες και όσους σχετίζονται. Ένα άλλο βιβλίο που διάβασα ήταν το «Αλφαβητάρι Εντόμων» (Πατάκης) της αδιάπτωτα ευρηματικής Δήμητρας Κολλιάκου. Η εγνωσμένη αφηγηματική επάρκειά της αποδίδει πάλι καρπούς. Το στοιχείο της κειμενικής έκπληξης ενυπάρχει ισόρροπα σε κάθε κεφάλαιο του έργου. Ενδιαφέρουσα ήταν και η νουβέλα «Φτερά παγωνιού» της Μάχης Τζαβέλλα (Γκοβόστης). Πιστοποιείται αμέσως η εξέλιξη της γραφής της. Η ηρωίδα κατανοεί το άγος που συνεπάγεται η ζωή και αποπειράται να το εξευμενίσει. Η προσπάθειά της δικαιώνεται. Το μυθιστόρημα «Ίσως την επόμενη φορά» (Μεταίχμιο) του πολύπειρου, ταλαντούχου Κώστα Τζαμιώτη ήταν άλλη μια επιλογή μου. Πειστική καθόλα ελεγεία για την πτώση του έρωτα τώρα. Η ακύρωση της ουσιαστικής διάφυλης σχέσης. Άλλα βιβλία ήταν το «Καπούτ» (Μεταίχμιο), το εμπύρετο έργο του Κούρτσιο Μαλαπάρτε, η εξαντλητική εργασία για τον Τσαρλς Μπουκόφσκι του ακαταπόνητου Γιώργου Λαμπράκου, το εξαιρετικό «Γατάκι» του Χάουαρντ Τζέικομπσον (Ψυχογιός), η «Καμπή Πνοής» (ή Atemwende) του Paul Celan (Κίχλη). Κοντεύω, τέλος, να ολοκληρώσω τη δεύτερη ανάγνωση του «Πολύτροπη νόηση στην αρχαία Ελλάδα» υπό τον γενικότερο τίτλο «Μήτις» των J.P. Vernant και M. Detienne.
Νίκος Δαββέτας
Συγγραφέας – ποιητής - κριτικός λογοτεχνίας
Υπολόγιζα στις αρχές του καλοκαιριού πως τις 1.217 σελίδες που επιστράτευσε ο Πολ Ώστερ στο «4321» (Μεταίχμιο) για να αφηγηθεί τους παράλληλους βίους τεσσάρων συνομηλίκων του μόνο σε διακοπές θα μπορούσα απερίσπαστος να τις διαβάσω και δεν έπεσα έξω. Ο ενδιαφέρων τρισυπόστατος κεντρικός ήρωας ονόματι Φέργκιουσον (τρισυπόστατος γιατί ο τέταρτος σκοτώνεται νωρίς), με πολλά στοιχεία του ίδιου του συγγραφέα, ξετυλίγει το κουβάρι των πεπραγμένων του από τη γέννηση ως την επώδυνη ενηλικίωση με μια διάθεση ενδοσκόπησης και απολογισμού ή απολογίας. Ωστόσο, η αδόκιμη αναπαράσταση της εποχής του που επιχειρεί μέσα από γνωστά ιστορικά γεγονότα (δολοφονία Κένεντι, Βιετνάμ, άνοδος Νίξον, φυλετικές και φοιτητικές ταραχές στις ΗΠΑ) με έκανε γρήγορα να βαρεθώ, καθώς είχα την εντύπωση ότι διάβαζα μια επισκόπηση του αμερικανικού Τύπου της δεκαετίας του ’60. Ένας «πολεμόχαρος» επιμελητής θα είχε σίγουρα πετσοκόψει κάμποσες απ’ αυτές τις σελίδες και θα μας είχε παραδώσει ένα «4321» φρέσκο και δραστικό γύρω στις 600. Να συμπληρώσω ότι ο Πολ Ώστερ θα έπρεπε να είχε στον νου του και το «Αμερικανικό Ειδύλλιο» του Φίλιπ Ροθ και το πώς αυτός χειρίζεται την ίδια ιστορική περίοδο, στον ίδιο ακριβώς χώρο (Νιούαρκ). Η αναγνωστική μου απόλαυση, όμως, συμπληρώθηκε με τον καλύτερο τρόπο διαβάζοντας αμέσως μετά το αυτοβιογραφικό βιβλιαράκι του Πατρίκ Μοντιανό «Ένα πεντιγκρί» (Πόλις). Ό,τι δεν κατάφερε ο Ώστερ σε 1.217 σελίδες το καταφέρνει ο Μοντιανό σε 110! Ένα λιγότερο φιλόδοξο βιβλίο με την ίδια θεματική: η ενηλικίωση ενός παιδιού φανατικού για γράμματα τη δεκαετία του ’60. Με το γνωστό του «κοφτό» ύφος, ο Μοντιανό όχι μόνο αποδίδει το ψυχολογικό πορτρέτο του ήρωά του αλλά με δυο-τρεις καίριες λέξεις μάς δίνει και το πολιτικό κλίμα, την ατμόσφαιρα της δεκαετίας του ’60, τους κοινωνικούς περιορισμούς και τα αδιέξοδά της. Γεννημένοι το 1945 ο Μοντιανό και το 1947 ο Ώστερ-Φέργκιουσον, μοιάζει να έχουν παράλληλες πορείες και, φυσικά, την ίδια κατάληξη: ενηλικιώνονται δημοσιεύοντας το πρώτο τους βιβλίο!
Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Μεταφράστρια
Είναι το πιο κοινό «ανέκδοτο» μεταξύ ημών των μεταφραστών ότι λόγω φόρτου εργασίας περισσότερο απ’ όλα μας λείπει το διάβασμα. Δηλαδή το διάβασμα «εξωσχολικών» βιβλίων, άσχετων με τη δουλειά. Οι λίστες με «βιβλία για το καλοκαίρι» δεν έχουν και πολύ νόημα. Είμαστε, όπως πάντα, στο «ό,τι προλάβουμε». Στην ουσία, αυτό το καλοκαίρι συνέχισα να ακολουθώ αναγνωστικά νήματα που είχα πιάσει νωρίτερα μες στη χρονιά. Διάβασα, μετά το «Τέλος της ιστορίας» της μεγάλης Lydia Davis (Παπαδόπουλος), τα ανέκδοτα και αμετάφραστα ακόμα στην Ελλάδα μικρά (και πολύ μικρά) πεζά της, αυτά τα μικρά πετραδάκια πραγματικότητας που λάμπουν τόσο πολύ επάνω στο χαρτί. Το πολύ ωραίο «Το ματωμένο του έργο» του Graeme Macrae Burnet (Μεταίχμιο), που διάβασα τον χειμώνα και ήταν αστυνομικό αλλά δεν ήταν κιόλας, μου άνοιξε ξανά την όρεξη για το είδος κι έτσι βρέθηκα να βουτάω σε συγγραφείς όπως η Dorothy Sayers, η Josephine Tey, η P.D. James. Η επέτειος των 200 χρόνων από την πρώτη κυκλοφορία του «Frankenstein» της Mary Shelley έστρεψε αναπόφευκτα την προσοχή μου στο υποψήφιο για Booker «Frankenstein in Baghdad» του Ahmed Saadawi – και πολύ καλά έκανε, γιατί ήταν σε σοφές δόσεις ανατριχιαστικό, αστείο, μαγικό και σκληρά ρεαλιστικό. Έξοχο! Φέτος, όμως, έκανα μια άλλου είδους υπέρβαση. Εδώ και δύο χρόνια το «Confiteor» του Καμπρέ (Πόλις) κι εγώ κοιταζόμαστε. Μέρα νύχτα. Εδώ και δύο χρόνια φαντασιώνω να κόψω μια απολαυστική φέτα χρόνου –τρεις μέρες; τέσσερις;– και να τις αφιερώσω σ’ αυτό ειδικά το βιβλίο. Ώσπου συνειδητοποίησα ότι τέτοιοι μαξιμαλισμοί είναι, χμ, μαξιμαλισμοί. Έτσι, απλώς ξεκίνησα. Λίγο-λίγο. Και συνεχίζω. Και είναι ένα εκπληκτικό αρμένισμα σε μια θάλασσα γεμάτη ενδιαφέροντα ρεύματα και ψάρια και ξέρες και ουρανούς με αστέρια. Και δεν με νοιάζει πότε θα το τελειώσω γιατί περνάμε υπέροχα μαζί.
Γιάννος Περλέγκας
Ηθοποιός - σκηνοθέτης
Τα διαβάσματά μου του καλοκαιριού επικεντρώνονται αναγκαστικά στον Πιραντέλο, εν όψει του έργου του «Να ντύσουμε τους γυμνούς» που θα ανεβάσουμε τον Δεκέμβρη στη Φρυνίχου. Διαβάζω ταυτόχρονα δύο μυθιστορήματά του, την «Αποκλεισμένη» και τον «Μακαρίτη Ματτιά Πασκάλ», το αποκαλυπτικό του δοκίμιο «Η αισθητική του χιούμορ» και τα υπόλοιπα θεατρικά του έργα. Χαίρομαι που αποκαθίσταται η σχέση μου με αυτόν το συγγραφέα, είχα πλήρη άγνοια του μεγέθους του, τον είχα παρεξηγήσει. Το αίτημα της ζωής και το αίτημα του σχήματος, των μορφών που παίρνει η ζωή σε έναν αδυσώπητο, σαγηνευτικό πόλεμο.Ξαναγαπώ την Ιταλία. Ξαναδιαβάζω το «Ταξίδι στην Ιταλία» του Γκαίτε στην υπέροχη μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα (Ολκός). Δειλά-δειλά ανακαλύπτω τον Γκράμσι. Διαβάζω πάλι τη βιογραφία του Παζολίνι. Μαζί με όλο το ιταλικό κύμα, δεν εγκαταλείπω τα πεζά του Νίκου Καρούζου, βιβλίο που με συνοδεύει εδώ και δέκα χρόνια καθημερινά. Η προηγούμενη μεγάλη ανακάλυψη του καλοκαιριού, βεβαίως, ακούει στο όνομα Κλαρίσε Λισπέκτορ. Με τα «Κατά Α.Γ. Πάθη» (Αντίποδες) μου συνέβη μια σεισμική δόνηση ανάλογη με αυτήν που μου προκάλεσε ο Τόμας Μπέρνχαρντ στην εφηβεία. Ο Πιραντέλο πήγε στη Βόννη και έκανε το διδακτορικό του στην πατρική του διάλεκτο, τη σικελική. Σκέφτομαι πως για να ξαναμιλήσεις τη μητρική σου γλώσσα πρέπει να τη μιλήσεις σε έναν ξένο τόπο, όχι στον δικό σου.
Κατερίνα Σχινά
Kριτικός βιβλίου - μεταφράστρια
Φέτος το καλοκαίρι ανακάλυψα τρεις νέες πολύ ενδιαφέρουσες Ελληνίδες πεζογράφους: τη Μαριαλένα Σεμιτέκολου και τις «Κυριακές το καλοκαίρι» (Ίκαρος), την Ελένη Γιαννάτου και τον «Κύριο Πηνελόπη» (Κίχλη), και την Αλίκη Στελλάτου με τη «Γάτα στον κήπο» (Κίχλη), δυναμικές, ιδιαίτερες συγγραφείς. Επέστρεψα στον Ανδρέα Εμπειρίκο χάρη στην έκδοση της Άγρας «Οι κύκλοι του ζωδιακού» και ξαναδιάβασα, παράλληλα, τα «Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία» του συγγραφέα, από τα οποία είχαν εξαιρεθεί τα κείμενα που περιέχονται στους «Κύκλους»∙ στον σκοτεινό, θολό, στενεμένο ορίζοντα του φετινού καλοκαιριού ήταν ανακούφιση ο «παραδείσιος αέρας» της ελευθερίας, ερωτικής, πνευματικής, ηθικής που πνέει στις σελίδες του Εμπειρίκου. Επαναναγνώσεων συνέχεια, με τη «Συνείδηση του Ζήνωνα» του Ίταλο Σβέβο σε μετάφραση Έφης Καλλιφατίδη από τους Αντίποδες και το «Κουτσό» του Χούλιο Κορτάσαρ που μετέφρασε ο Αχιλλέας Κυριακίδης για την Opera. Δύο ακόμη ευτυχισμένες συναντήσεις με παλιούς γνώριμους, για τις οποίες ευγνωμονώ τους σπουδαίους διαμεσολαβητές/μεταφραστές. Διάβασα ακόμα, λίγο καθυστερημένα, το «Τέλος του κόκκινου ανθρώπου» της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς (Πατάκης) και εκτίμησα ακόμα μια φορά το πώς αυτή η μεγάλη συγγραφέας καταφέρνει να χρησιμοποιήσει το ρεπορτάζ για να αναπαραστήσει το αδιανόητο, να αποστάξει από τα λόγια των συνομιλητών της το ρίγος του ανείπωτου και να αναδείξει το επίκαιρο ως έκφανση της αέναα επαναλαμβανόμενης ανθρώπινης τραγωδίας. Τέλος, διαβάζοντας το «Τραγούδα άταφο πουλί» της Τζέσμιν Γουόρντ (Παπαδόπουλος) είδα το άγχος της επίδρασης να γίνεται ευλογία: η συγγραφέας πατάει στα χνάρια της Τόνι Μόρισον, αντλώντας από την προδρομική φωνή της και ταυτόχρονα ανανεώνοντάς την. Μυθιστόρημα δρόμου και ταυτόχρονα έπος μιας οικογένειας, το βιβλίο είναι λυρικό, σκληρό και οδυνηρό∙ η συγγραφέας (μόλις σαράντα χρονών και βραβευμένη δύο φορές με το National Book Awards ήδη) συνδυάζει Ιστορία και μύθο για να διερευνήσει το ρευστό περίγραμμα της αφροαμερικανικής εμπειρίας, μνήμη και συνείδηση, για να τη δει στη διαχρονία της. Εξαιρετική αφήγηση, ωραία μετάφραση. Διάβασα, φυσικά, και την «Καμπή Πνοής» του Paul Celan στην έξοχη μετάφραση του Μιχάλη Καρδαμίτση (Κίχλη). Αλλά για την ποίηση του Celan και τη μοναδική της απόδοση δεν θα πω περισσότερα γιατί, αν αρχίσω, δεν θα μου φτάνουν οι σελίδες της LiFO.
Ερρίκος Σοφράς
Μεταφραστής
Από έναν σάκο με βιβλία κάθε λογής που πήρα μαζί μου, διάβασα τρία μυθιστορήματα: το «Λεμονοδάσος» και «Στου Χατζηφράγκου» του Κoσμά Πολίτη και το «Nα τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ» του εικοσάχρονου Εντουάρ Λουί. Το «Λεμονοδάσος» το πρωτοδιάβασα μαθητής γυμνασίου, το 1978 ‒όταν η τηλεόραση πρόβαλλε το αδιανόητα φιλμαρισμένο σίριαλ της Τώνιας Μαρκετάκη‒, και μου άλλαξε τη ζωή. Το ξαναδιάβασα φέτος, τόσα χρόνια μετά, στην εξαίρετη έκδοση της Αγγέλας Καστρινάκη (Ελληνικά Γράμματα), που «ξεκλειδώνει» το κείμενο. Μια παθιασμένη ιστορία αγάπης ανάμεσα στον 26χρονο ερωτοπαθή αρχιτέκτονα Παύλο Αποστόλου και την ανυποψίαστη σεξουαλικά Βίργκω Δροσινού, που του αντιστέκεται επίμονα. Το πρώτο πεζογράφημα του Κοσμά Πολίτη, τυπωμένο στα 1930, στα 42 του, χωρίς να έχει δημοσιεύσει τίποτα νωρίτερα. Μια λογοτεχνική σπουδή στην παρθενικότητα, στη νεότητα, στη δροσιά των πραγμάτων, με γλώσσα απόλυτα υποταγμένη στον σκοπό, ημιλιπόθυμη, φασματική. Τοπία μιας φωτεινής Ελλάδας (Δελφοί, Πόρος, Δαφνί) που πρώτη φορά συναντάμε στην πεζογραφία μας. Σάρκινο και λυρικό, πολύπλοκο και μυστικιστικό, ένα γερά σχεδιασμένο και μελετημένο ως την τελευταία του λεπτομέρεια πρωτόλειο για τις δυσκολίες και το αδύνατο του σύγχρονου έρωτα. Μεγαλοαστική αθηναϊκή κοινωνία του 1930, νέοι και νέες σε εκδρομές, μπαρ, καμπαρέ, σαλόνια, συζητήσεις, χορούς, σαν αντίδραση στον Μεσοπόλεμο του Καρυωτάκη, του Βουτυρά, του Πέτρου Πικρού.
Πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό «Ταχυδρόμος» το 1962-63, όταν τον διηύθυνε ο Γ.Π. Σαββίδης, στην τεσσαρακοστή επέτειο της Μικρασιατικής Καταστροφής. Το μυθιστόρημα «Στου Χατζηφράγκου» κυκλοφορεί εδώ και καιρό στην υποδειγματική φιλολογικά έκδοση του Peter Mackridge (Βιβλιοπωλείον της Εστίας). Ο αστός και κομμουνιστής Κοσμάς Πολίτης, στα 74 χρόνια του, έγκλειστος στο χρεωμένο σπίτι της Φιλοθέης, μεταφράζοντας νυχθημερόν για τα προς το ζην, μετά από χρόνια σιωπής, απροσδόκητα άρχισε να γράφει. Δίχως κεντρικό μύθο και κεντρικό ήρωα, μέσα από σκόρπια περιστατικά και πρόσωπα, με φαινομενικά χαλαρή τεχνική, ξανάφερε σαν μάγος στη ζωή, ανάστησε μια για πάντα τη Σμύρνη των παιδικών του χρόνων. Μέσα απ’ το θαμπό κρύσταλλο του ονείρου και της ποίησης αλλά και με απροσποίητο κέφι και αδιόρατη ειρωνεία, στα δώδεκα κεφάλαια ζωντανεύει και πάσχει ο μικρόκοσμος μιας λαϊκής γειτονιάς στην πρωτεύουσα της Ιωνίας, πεδίο δράσης του ατίμητου βιβλίου, την ειρηνική χρονιά του 1902. Αριστουργηματικές σελίδες, δύο ευρωπαϊκά μυθιστορήματα που ανεπαισθήτως, ύπουλα, σε στοιχειώνουν, σε μεταμορφώνουν.
Φορτισμένο, βίαιο, στο μεταίχμιο αυτοβιογραφίας και ρεαλισμού, το «Nα τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ» (Αντίποδες) φέρνει στην επιφάνεια όσα η λογοτεχνία επιμένει να απωθεί. Διαβάζοντάς το δεν πιστεύεις πως γράφτηκε από έναν εικοσάχρονο. Ένα gay αγόρι, με γονείς εργάτες, μεγαλώνει στην επαρχία της βόρειας Γαλλίας μέσα στη χλεύη και τον διωγμό. Δημοσιεύτηκε από τις εκδόσεις Seuil τo 2014 και καθιέρωσε τον Λουί, δίκαια νομίζω, ως παιδί-θαύμα. Πολύ καλά μεταφρασμένο από τον Μιχάλη Αρβανίτη. Το «Αντίδωρο» του Σικελιανού (Ίκαρος) και «Όλα τα τραγούδια του Γκάτσου» (νέα έκδοση, Πατάκης) δεν σταματούν να συντροφεύουν μες στους μήνες και τους ενιαυτούς.
Γλυκερία Μπασδέκη
Φιλόλογος – ποιήτρια - συγγραφέας θεατρικών έργων
Το καλοκαίρι του 2018 με διάβασαν τρία βιβλία. Το «με διάβασαν» είναι ευσχηματικό, το σωστότερο θα ήταν το (γευσιγνωστικό) «με ξεκοκάλισαν», το (ερωτικού προσανατολισμού ) «με άφησαν γυμνή στις καλαμιές» ή (το ποιητικότερο όλων) «μου γύρισαν τα ρολόγια μου ανάποδα». Βιβλία απ’ αυτά, δηλαδή, που αναγνωρίζεις ως κοντινούς συγγενείς, με τη συγγένεια να λειτουργεί ως προσωπική βούληση και όχι ως κοινωνική προεπιλογή. Το πρώτο ψυχικό «γκντουπ» ακούστηκε με τον Δημήτρη Παπανικολάου και το (δοκίμιο, μανιφέστο, δημώδες άσμα, αι γενεαί πάσαι του) «Κάτι τρέχει με την οικογένεια - Έθνος, πόθος και συγγένεια την εποχή της κρίσης» (Πατάκης). Ένα βιβλίο για το ξεκορνιζάρισμα της αγίας οικογένειας και την «αναταραχή αρχείου» που ξαναμοιράζει τα ιδεολογήματα, τις αλληγορίες και τις μετωνυμίες στο κρίσιμο ιστορικά σήμερα. Με πολιτική τοποθέτηση απέναντι στην αδηφαγία του ιερού-ανίερου σχήματος «οικογένεια», η γλώσσα του (ευφυούς) Παπανικολάου διαθέτει το μοναδικό χάρισμα να σφάζει με το βαμβάκι και να χαϊδεύει με το ξυράφι. Το δεύτερο μεγάλο ράγισμα, απ’ αυτά που θα έπρεπε να συνταγογραφούνται ως ψυχικά επωφελή, ήταν η «Ιοκάστη και άλλα κείμενα για το θέατρο» του Γιάννη Κοντραφούρη (Άγρα) που εκδόθηκε τρία χρόνια μετά την πρόωρη αποχώρησή του από τη ζωή. Δεν θα πω πολλά για τον Κοντραφούρη. Ο πρόλογος του Θόδωρου Τερζόπουλου και η (συγκλονιστική) εισαγωγή του Γιώργου Σαμπατακάκη («Ολοσχερώς πάσχειν: το μεταδραματικό θέατρο του Γιάννη Κοντραφούρη») τα λένε σχεδόν όλα. Αυτή η «αδικημένη σοδειά», αυτή η «δυσβάσταχτη για τα ελληνικά κατεστημένα διαφορετικότητα», αυτή η νέα οδυνηρή παράδοση που είναι το θέατρο του Κοντραφούρη πρέπει να διαβαστεί και να ξαναδιαβαστεί. Άλλωστε, κι ο Κοντραφούρης, θύμα των ιερών τριπτύχων, έπεσε γλωσσικά μαχόμενος. Τρίτο και τελευταίο «γκντουπ», τα Σονέτα του Σαίξπηρ σε μετάφραση του Ερρίκου Σοφρά (Αντίποδες). Ο Σοφράς μεταφράζει υποδειγματικά 24 (από τα συνολικά 154) Σονέτα του Σαίξπηρ, σεβόμενος τον βαθύ ζόφο και την πικρή ειρωνεία του πρωτοτύπου. Η επιλογή της απεύθυνσης φύλου συνιστά γενναία πολιτική χειρονομία, δικαιώνοντας πρωτίστως τον Σαίξπηρ, που αιώνες τώρα περιμένει με αγωνία τους μεταφραστές που θα τον πιάσουν στον αέρα.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης
Συγγραφέας - κριτικός βιβλίων
Μακρύ καλοκαίρι, αγκυροβολημένος δύο μήνες στο πατρικό μου, στο Παγγαίο, είχα την ευκαιρία να διαβάσω αρκετά βιβλία αλλά και να αφήσω στη μέση δύο πολυπαινεμένα. Το μυθιστόρημα του Zia Haider Rahman «Υπό το φως των όσων γνωρίζουμε» (Πόλις) ήταν το δικό μου βιβλίο της χρονιάς. Το είχα διαβάσει στα αγγλικά αλλά στην ελληνική μετάφραση ξαναφωτίζεται. Ένα βιβλίο που μου άφησε μια αίσθηση αινίγματος, όπως όταν είχα πρωτοδιαβάσει τα «Ονόματα» του Ντον Ντελίλο. Ο Ντάνιελ Μέντελσον μου είναι γνωστός από παλιά, έχω διαβάσει στα αγγλικά τα περισσότερα βιβλία του. Το τελευταίο του κείμενο «Μια Οδύσσεια - Ένας πατέρας, ένας γιος, ένα έπος» (Πατάκης) προτίμησα να το διαβάσω στη φυσική του γλώσσα, την ελληνική, που τόσο του ταίριαζε μεταφρασμένο. Πρωτίστως αφηγητής σύγχρονος και κλασικός μαζί, δάσκαλος και δημιουργός. Δεν λέω ποτέ όχι σε κάθε καινούργιο Georges Simenon, έτσι και ο «Ένοικος» (Άγρα) διαβάστηκε με χαρά μέσα σε ένα απόγευμα, με διακοπή για έναν περίπατο. Αυτό με ξαναγύρισε στον Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ. Η «Πρηνής θέση του σκοπευτή» (Άγρα) υπήρχε στη βιβλιοθήκη και ξαναδιαβάστηκε μετά από καιρό και με οδήγησε στον παλιότερό τους Émile Gaboriau (του 19ου αιώνα) με το ατμοσφαιρικό «Έγκλημα στο Ορσιβάλ» (Εξάντας). Ο Στρατής Μυριβήλης κάθε καλοκαίρι έχει την τιμητική του, αφού υπάρχουν σχεδόν τα άπαντά του. Προτίμησα να ξαναδιαβάσω το σύντομο «Βασίλης ο Αρβανίτης», εκπληκτικό βιβλίο, βουτιές στου Αιγαίου τη γλώσσα. Συνέχισα με διηγήματά του από το «Γαλάζιο Βιβλίο». Όσο περνάει ο καιρός, παραμένει ψηλά στην κλίμακα των προτιμήσεών μου, ωστόσο στην κορυφή βρίσκεται ο Παπαδιαμάντης. Ο Σαραντάρης Πάμπλο Γκουτιέρεθ, με τα «Ανατρεπτικά Βιβλία» (Καστανιώτης) μπαίνει για τα καλά στο παιχνίδι της ισπανόφωνης λογοτεχνίας, που κατά τη γνώμη μου κερδίζει έδαφος στον παγκόσμιο λογοτεχνικό χάρτη. Ο μεγαλύτερός του Αντόνιο Μουνιόθ Μολίνα με το «Βιβλίο της Εξορίας» (Πατάκης) με συγκλόνισε. Πώς το είχα αδιάβαστο από το 2001; Η Δήμητρα Κολλιάκου, με έναν ιδιαίτερο τρόπο και ένα γοητευτικά αλλόκοτο θέμα, με το «Αλφαβητάρι Εντόμων» (Πατάκης) γράφει το καλύτερό της βιβλίο. Μακάρι να υπήρχε πολιτική μετάφρασης της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό (παλιό ανέκδοτο), για να έβρισκε θέση της μαζί με άλλα καλά σύγχρονα βιβλία ελληνικής μυθοπλασίας. Τελείωσα μόλις το μυθιστόρημα «Less» του Andrew Sean Greer (ABACUS) που βραβεύτηκε με το Pulitzer Prize Fiction 2018. Διασκεδαστικό και καλογραμμένο, ωστόσο κανείς από την εκεί όχθη του Ατλαντικού δεν μπορεί να αναμετρηθεί θεματικά ή στυλιστικά τον Άλαν Χόλινγκχερστ. Βαριά η σκιά του.
Βίκυ Τσελεπίδου
Συγγραφέας πρόσφατα βραβευμένη με το Βραβείο Μυθιστορήματος της Ακαδημίας Αθηνών
Ο Αύγουστος μ’ έπιασε παντελώς απροετοίμαστη. Ξεκινούσαν οι διακοπές κι ακόμη δεν είχα διαλέξει τα βιβλία που θα έπαιρνα μαζί. Αφού ξεμπέρδεψα με τα απολύτως απαραίτητα (μπρατσάκια, κουβαδάκια και πιπίλες), πάτησα στη βαλίτσα για να φτάσω τα αδιάβαστα στο πάνω ράφι, μπας και τελευταία στιγμή με έβρισκε κάποια καλή τύχη. Ίσως και να έφταιγε το έντονο κίτρινο χρώμα στη ράχη του, με τη μία το χέρι μου τράβηξε αυτό το βιβλίο: «Ο Τροπικός του Αιγόκερω», Χένρι Μίλερ(Μεταίχμιο). «Πάρε αυτό και βλέπουμε», σκέφτηκα μέσα στη φούρια, «αλλιώς θα ψάξω κάτι στο νησί». Πέρασα όλο τον Αύγουστο με το βιβλίο αυτό στα χέρια και πολύ πιθανόν να με βρει και ο επόμενος κι ο μεθεπόμενος μήνας με το ίδιο βιβλίο στα χέρια, κι ίσως μείνω έτσι άγαλμα στην ίδια στάση μέχρι τον επόμενο Αύγουστο, ποιος ξέρει, δεν έχω την παραμικρή πρόθεση να το επιστρέψω στο ράφι του, θα το κρατήσω στο κομοδίνο μου και σαν τη γιαγιά μου, που είχε πάντα δίπλα της την Αγία Γραφή, κάθε τόσο θα γυρνώ τις σελίδες του, αναζητώντας μετά μανίας, ξανά και ξανά, όχι αυτό που λέει αλλά ό,τι δεν λέει – κι όμως τόσο έντονα πάλλεται ανάμεσα στις γραμμές αυτό το άρρητο, το ανεξήγητο, το τόσο βαθιά ανθρώπινο, το γραμμένο στη σάρκα μας με αόρατο μελάνι, που ωστόσο τούτος ο συγγραφέας κατορθώνει να το κάνει ενίοτε ορατό, να κάνει τις λέξεις του να φαίνονται τρισδιάστατες ‒που δεν είναι‒, να αποκτούνε φωνή –που δεν έχουν‒ και ουρλιάζοντας να συνουσιάζονται με τον αναγνώστη. Αν υπάρχουν, όπως λένε, βιβλία που σου αλλάζουν την οπτική, που κάνουν τη ζωή να μοιάζει διαφορετική ή, έστω, πιο υποφερτή, για μένα ήταν ένα από αυτά τα ελάχιστα, αυτό που λέμε σταθμός, το σημείο όπου κάποια τρένα σου σταματούν κι άλλα μπαίνουν για πρώτη φορά στις ράγες τους. Από τα αριστουργήματα που σου φαίνεται αδιανόητο πώς είναι δυνατόν να έχουν γραφτεί, σε μια εξαιρετική μετάφραση του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη, στον οποίο χρωστώ μεγάλο μέρος της αναγνωστικής απόλαυσης ‒ ένιωσα τη γη μου να τραντάζεται. Τον Αύγουστο του ’18, θα έχω να θυμάμαι, ο Χένρι Μίλερ (1891-1980) κατάπιε ένα ολόκληρο νησί ‒ κι εγώ στην κοιλιά μέσα του κήτους, σε κάποια σκοτεινή γωνίτσα του, είχα κουρνιάσει γαλήνια, βάζοντας μπρος κάποια μεγάλη επανάσταση που χρόνια ανέβαλλα.