«ΠΙΘΑΝΟΝ ΝΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ εκατομμύρια σέκτες αυτή τη στιγμή για τις οποίες δεν έχουμε ιδέα», δηλώνει ο Τσακ Πάλανιουκ. Στα 62 του χρόνια, έχει γράψει 25 βιβλία μυθοπλασίας, βουτώντας στα θολά νερά της αμερικανικής ταυτότητας και ανασύροντας στην επιφάνεια τις πιο υπερβατικές επιθυμίες της. Από το ντεμπούτο του το 1996 με το Fight Club, μέχρι το τελευταίο του βιβλίο, το Shock Induction, τα μυθιστορήματα του Πάλανιουκ έχουν εξερευνήσει τις πιο σκοτεινές εσοχές της σύγχρονης κουλτούρας, και σε αυτή την ιδιαίτερα αποπροσανατολιστική στιγμή, βλέπει κάποια ανησυχητικά προηγούμενα.
«Δεν νομίζω ότι οποιαδήποτε ιστορική στιγμή είναι μοναδική», λέει. «Σκέφτομαι μια παρόμοια περίοδο στα τέλη της δεκαετίας του '60, όταν τα ιδεώδη της αντικουλτούρας και οι μορφές διαμαρτυρίας δεν λειτουργούσαν πλέον και κάποιοι άρχισαν να αναλαμβάνουν όλο και πιο ριζοσπαστική δράση. Ξαφνικά οι πλούσιοι έπρεπε να έχουν σωματοφύλακες. Αυτά σκεφτόμουν τις προάλλες με την περίπτωση του Λουίτζι Μαντζιόνε αλλά και με τις πρωτοχρονιάτικες επιθέσεις στη Νέα Ορλεάνη και στο Λας Βέγκας... Αυτή τη στιγμή, οι νέοι άνθρωποι είναι πραγματικά ευάλωτοι στην επίδραση διαφορετικών κοινωνικών μοντέλων. Βλέπω τις σύγχρονες αιρέσεις ως το μεγάλο ζήτημα της εποχής. Πρόκειται, εκτός των άλλων, για μια ραγδαία αναπτυσσόμενη βιομηχανία».
Ο Πάλανιουκ παραμένει αθεράπευτα ρομαντικός όσον αφορά τη μυθοπλασία όπως ξετυλίγεται στις σελίδες ενός βιβλίου, η οποία έχει τη δύναμη να διευρύνει τα όρια με τρόπο που άλλα μέσα δεν μπορούν.
Το Fight Club ήταν, άλλωστε, ένα μυθιστόρημα που περιέγραφε μια ανδρική σέκτα που ξεκινούσε από την λατρεία της βίας και έφτανε ως την εγχώρια τρομοκρατία. Το βιβλίο άρχισε να μοιάζει με προφητεία καθώς τα τελευταία χρόνια έχουν σχηματιστεί πλήθος από διαδικτυακές υπερ-μάτσο κοινότητες. «Αν κοιτάξετε πίσω στην ιστορία», λέει ο Πάλανιουκ, «οι άνθρωποι έχουν την τάση να συρρέουν γύρω από συγκεκριμένες προσωπικότητες για όλες τις απαντήσεις και νομίζω ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το διαδίκτυο έχουν δημιουργήσει μια τέτοια κλιμάκωση αυτής της συνθήκης, όπου πλέον αυτή η προσωπικότητα μπορεί να είναι κάποιος σαν τον Ίλον Μασκ. Τέτοιοι άνθρωποι όμως τείνουν να είναι "βραχύβιοι", γιατί είναι πραγματικά εξαντλητικό να είσαι αυτό το άτομο, να είσαι ο Τζόρνταν Πίτερσον ας πούμε ή ο Άντριου Τέιτ. Συνεπώς, δεν μπορώ να φανταστώ ότι ο Μασκ θα έχει την ενέργεια να κάνει αυτό που κάνει τώρα για πολύ ακόμα. Ένα πράγμα μας σώζει: συνήθως, τέτοια άτομα είτε αποτυγχάνουν οικτρά είτε χάνουν την προσοχή μας».
Ο Πάλανιουκ, αντίθετα, δεν δείχνει κανένα σημάδι εξάντλησης και το αναγνωστικό του κοινό παραμένει αφοσιωμένο όσο ποτέ. Οι φανατικοί θαυμαστές του αυτοπροσδιορίζονται κι εκείνοι ως μέλη μιας «αίρεσης» («The Cult») και οι περιβόητες δημόσιες αναγνώσεις του έχουν δημιουργήσει τους δικούς τους θρύλους.
Το Fight Club μεταφέρθηκε σε μια επιτυχημένη ταινία το 1999, με πρωταγωνιστές τον Μπραντ Πιτ και τον Έντουαρντ Νόρτον, την ίδια χρονιά όμως ο πατέρας του Παλάνιουκ και η νέα σύντροφός του δολοφονήθηκαν από τον πρώην φίλο της. Τα πτώματά τους πυρπολήθηκαν και ο δολοφόνος καταδικάστηκε σε θάνατο, αν και αργότερα η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια. Πέντε χρόνια μετά από αυτή τη δοκιμασία, ο Πάλανιουκ έβαλε τέλος σε πολυετείς εικασίες σχετικά με τη σεξουαλικότητά του, αποκαλύπτοντας ότι είναι γκέι.
Ο Πάλανιουκ παραμένει αθεράπευτα ρομαντικός όσον αφορά τη μυθοπλασία όπως ξετυλίγεται στις σελίδες ενός βιβλίου, η οποία έχει τη δύναμη να διευρύνει τα όρια με τρόπο που άλλα μέσα δεν μπορούν. Επιχείρησε πάντως και ο ίδιος να προτείνει μια σειρά ανθολογίας στις μεγάλες πλατφόρμες αλλά η ιδέα του θεωρήθηκε τελικά μάλλον τολμηρή: «Συνεργάστηκα με έναν showrunner και ξεκινήσαμε μια σειρά από ραντεβού με στούντιο και κανάλια. Ένα από τα επεισόδια της σειράς αφορούσε έναν τύπο που διαφημίζει τον εαυτό του ως οροθετικό ο οποίος προτίθεται να κάνει σεξ χωρίς προφύλαξη με ανθρώπους τους οποίους θα "μολύνει" με αντίτιμο 200 δολάρια. Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν επιδόματα αναπηρίας ή θέλουν να ζήσουν στα όρια, ή για οποιονδήποτε λόγο ανταποκρίνονται. Αλλά το μυστικό του είναι ότι δεν έχει HIV. Το κάνει απλά επειδή θέλει να κάνει ελεύθερο σεξ και να κερδίζει χρήματα απ’ αυτό…»
«Στα μισά της παρουσίασης, κοιτάζοντας τα πρόσωπα αυτών των πολύ καλών, πολύ πλούσιων ανθρώπων από το FX ή το HBO ή το NBC, βλέπω τα χαμόγελά τους να αρχίζουν να παγώνουν κάπως, κι εγώ το φτάνω στα άκρα. Παίρνω τόση χαρά όταν σπρώχνω μια τέτοια ιδέα, που ξέρεις ότι ενώ είναι σχετικά καλή, δεν υπάρχει περίπτωση να την εγκρίνουν, δεν τη σηκώνει το μέσο τους. Και αυτή είναι η εκδίκησή μου, γιατί το δικό μου μέσο μπορεί να κάνει τα πάντα. Η εκδίκησή μου είναι να μπορώ να τους το τρίβω στη μούρη και να τους λέω: "Κοιτάξτε τι μπορώ να κάνω εγώ σε ένα βιβλίο που εσείς δεν μπορείτε κάνετε με τίποτα στο Netflix"».
Με στοιχεία από The Telegraph