Στην υπόθεση της κλιματικής αλλαγής υπάρχουν κακά και καλά νέα. Τα κακά νέα είναι πως έχουμε υπερθερμάνει τον πλανήτη πέρα από τις αντοχές όσων είχαμε δημιουργήσει και πλαισίωναν έναν ασφαλή τρόπο ζωής, ενώ οι προβλέψεις δείχνουν πως αν συνεχίσουμε στον ίδιο δρόμο, η Γη θα πάψει να αποτελεί ένα φιλόξενο περιβάλλον για τον άνθρωπο, διασφαλίζοντας τη διαβίωσή του, πόσο μάλλον την ευημερία του.
Τα καλά νέα είναι σημαντικότερα, ειδικά μετά τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Κλίμα, που ολοκληρώθηκε πριν από λίγο καιρό στη Γλασκώβη. Πρώτον, η πλειονότητα των κρατών και πολιτών στον πλανήτη έχει καταλάβει τη σπουδαιότητα του προβλήματος και αποδέχεται τα ευρήματα της επιστήμης. Δεύτερον, η επιστήμη μάς διαβεβαιώνει πως το πρόβλημα είναι ανθρωπογενές, επομένως, ξεπερνώντας το σκέλος των ενοχών, μπορούμε να κατανοήσουμε πως η λύση είναι στο χέρι μας, αν το αποφασίσουμε. Τρίτον, τα τεχνολογικά εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας είναι σε θέση όχι μόνο να συμβάλουν αποφασιστικά στις κλιματικές δράσεις αλλά και να εξελιχθούν σύμφωνα με τις νέες ανάγκες που θα προκύψουν και την πρόοδο της έρευνας.
Αυτό το οποίο έλειπε σε σημαντικό βαθμό το περασμένο διάστημα ήταν η βούληση για αλλαγή, κάτι που ανετράπη μετά την έλευση της πανδημίας. Ο Covid-19 έφερε πολύ πόνο και θάνατο, αλλά ανέδειξε με τον πλέον πιεστικό τρόπο το αδιέξοδο και συνεπώς την αναγκαιότητα για ριζικές αλλαγές στον τρόπο που ζούμε, καταναλώνουμε, παράγουμε και τελικά οργανώνουμε τις οικονομίες μας, όπως και τη δυνατότητα των κρατών για διεθνή συνεργασία, όταν αυτή απαιτείται.
Η Πράσινη Μετάβαση δεν είναι απλώς το σύνολο κάποιων δράσεων «για το περιβάλλον» αλλά η εκ βάθρων ανασύνταξη της κοινωνίας μας για τη μείωση των ανισοτήτων με κεντρικό πυλώνα την κοινωνική, άρα και την κλιματική και ενεργειακή δικαιοσύνη ‒ σε αυτήν πρέπει να συμμετέχουμε όλοι. Κάποιες δουλειές θα χαθούν για πάντα, αλλά θα έρθουν νέες, καλύτερες, με μικρότερο κοινωνικό και περιβαλλοντικό κόστος, ενώ τα κράτη οφείλουν να στηρίξουν όσους πολίτες κινδυνεύσουν σε αυτήν τη μετάβαση.
Η πανδημία μάς έδειξε επίσης τα όρια του σημερινού οικονομικού μοντέλου και των νεοφιλελεύθερων ιδεασμών για το υποτιθέμενο μαγικό χέρι της αγοράς που μπορεί να ρυθμίσει τα πάντα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου το βάρος έπεσε αποκλειστικά στα κράτη. Ομοίως τώρα, στον κόσμο όπως διαμορφώνεται μετά και τη Γλασκώβη, που έδωσε μια νέα πνοή στη Συμφωνία του Παρισιού, τα κράτη είναι εκείνα που θα κληθούν να προχωρήσουν στις αναγκαίες επενδύσεις στο πλαίσιο της Πράσινης Μετάβασης.
Ο Covid-19 έφερε πολύ πόνο και θάνατο, αλλά ανέδειξε το αδιέξοδο και την αναγκαιότητα για ριζικές αλλαγές στον τρόπο που ζούμε, καταναλώνουμε, παράγουμε και τελικά οργανώνουμε τις οικονομίες μας, όπως και τη δυνατότητα των κρατών για διεθνή συνεργασία, όταν αυτή απαιτείται.
Οι τρεις πυλώνες αυτής της ανασύνταξης αφορούν την αντιμετώπιση των αιτιών της κλιματικής αλλαγής, την προσαρμογή των υποδομών και της καθημερινότητάς μας στα νέα δεδομένα και την αποζημίωση όσων πλήττονται. Το πρώτο σκέλος θα μπορούσε να περιλαμβάνει την κατάργηση των ορυκτών καυσίμων, αποσκοπώντας στη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου, το δεύτερο την αναβάθμιση των υποδομών στις πόλεις και την ύπαιθρο για τη διαχείριση των υδάτων από τις έντονες βροχοπτώσεις και το τρίτο την αποζημίωση πολιτών και επιχειρήσεων μετά από φαινόμενα όπως η πυρκαγιά στη βόρεια Εύβοια το καλοκαίρι που μας πέρασε. Μία από τις σημαντικές αποφάσεις που πάρθηκαν στην COP26 ήταν η μετατόπιση σημαντικού μέρος του βάρους από την απλή πρόληψη στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και στην ενίσχυση των υποδομών.
Η χρηματοδότηση αυτών των δράσεων δεν μπορεί μπει σε σύγκριση με άλλες ανάγκες, όπως αυτές της παιδείας, της υγείας ή της πρόνοιας, θέτοντας το δίλημμα πού θα δοθούν, τελικά, τα χρήματα. Με άλλα λόγια, μια χώρα σαν την Ελλάδα, που παλεύει ακόμα να βγει από τις συνέπειες της παρ’ ολίγον χρεοκοπίας, δεν πρέπει να κληθεί να επιλέξει αν θα παρέχει υπηρεσίες υγείας στους πολίτες ή αν θα προχωρήσει σε αντιπλημμυρικά στη Μάνδρα, γιατί έτσι επιβάλλει η τήρηση του Σύμφωνου Σταθερότητας. Πρέπει να περάσουμε σε ένα Σύμφωνο Βιώσιμης Ανάπτυξης, αλλάζοντας την αρχιτεκτονική του διεθνούς οικονομικού συστήματος, των δεικτών που εσφαλμένα έχουν θεοποιηθεί για δεκαετίες, όπως το ΑΕΠ.
Η απώλεια της βιοποικιλότητας και οι δεκαετίες αδιαφορίας των κυβερνήσεων και της παραγωγής για τις προειδοποιήσεις της επιστήμη έχουν μειώσει σημαντικά τις πιθανότητες μιας ομαλής επιβίωσης του ανθρώπου στον πλανήτη. Έτσι, όταν αναφερόμαστε στη βιώσιμη ανάπτυξη, μιλάμε ουσιαστικά για τη δική μας επιβίωση μέσα από μια οικονομική δραστηριότητα που δεν θα λειτουργεί εναντίον της προοπτικής του ανθρώπου στον πλανήτη.
Οι Έλληνες είμαστε σαφώς σε θέση να ανταποκριθούμε θετικά σε αυτές τις προκλήσεις, ξεπερνώντας εν πολλοίς αβελτηρίες δεκαετιών που μας είχαν αφήσει πίσω· αυτήν τη φορά, αυτό το βήμα μπορούμε να το κάνουμε μαζί με όλο τον υπόλοιπο ανεπτυγμένο κόσμο. Το μόνο που μπορεί να σταθεί εμπόδιο σε αυτή την πορεία είναι η δυστοκία της σημερινής κυβέρνησης να εμπιστευτεί τους Έλληνες, να ανοίξει τα χαρτιά της στο στάδιο του σχεδιασμού και να επιτρέψει έτσι να ικανοποιηθούν δύο πολύ σημαντικοί στόχοι.
Ο πρώτος είναι αυτός της ενημέρωσης των σχεδιασμών απ’ όσους θα κληθούν αργότερα να τους υλοποιήσουν και να ζήσουν με τα αποτελέσματα. Τότε και μόνο τότε θα μπορέσει να ικανοποιηθεί ο δεύτερος στόχος, που δεν είναι άλλος από την αίσθηση της ιδιοκτησίας των μεγάλων αλλαγών από τους πολίτες. Η κυβέρνηση οφείλει να αποδεχτεί τις προβλέψεις και να κατανοήσει το νόημα της ευρωπαϊκής και ελληνικής νομοθεσίας που ζητούν διαβούλευση, αφού ουδείς μπορεί να τα γνωρίζει όλα, επειδή εκλέχθηκε για μια τετραετία, και κανένα σχέδιο δεν μπορεί να επιβληθεί άνωθεν, ακόμα κι αν ήταν επιταγή ενός προφήτη.
Τέλος, πρέπει να λέγεται με κάθε ευκαιρία, πως το οικολογικό κίνημα δεν επικεντρώνεται στον πλανήτη, αλλά στην επιβίωση του ανθρώπου. Ο πλανήτης δεν μας χρειάζεται, αφού θα ισορροπούσε πολύ γρήγορα μετά την εξαφάνισή μας.