Η παρούσα έκθεση αναδεικνύει έργα από το έτος 2021 και έπειτα του Κωνσταντίνου Παπαργύρη. Πρόκειται για μια νέα στροφή προς το φως στη δουλειά του, η οποία μας καλεί να δούμε την ολόκληρη πορεία μέσα από τρεις διαδοχικές, πρόσφατες και αλληλένδετες φάσεις της.

 

Σε αυτή την αναδρομή, ο Παπαργύρης προτρέπει τον θεατή να προσεγγίσει την τέχνη με μία σύγχρονη ματιά, όπου η οπτική αντίληψη δεν είναι πλέον γραμμική αλλά ενεργητική. Καλεί τον θεατή να αλληλοεπιδράσει, είτε ενσωματώνοντάς τον στη σύνθεση, είτε δημιουργώντας ενοποιητικά πεδία που αντανακλούν στην πρώτη του ενότητα το αναγεννησιακό υπόβαθρο. Στην δεύτερη ενότητα ανακαλούν μικρές λεπτομέρειες και παρατηρήσεις που ενώνονται στο βλέμμα του θεατή και στην τελευταία και πιο πρόσφατη, αναδεικνύουν την ανεπαίσθητη κίνηση που διατρέχει το έργο, τείνοντας να εξαφανιστεί μέσα σε ανεπαίσθητους χρωματικούς μετατονισμούς.

 

Εδώ, ένας ζωτικός διάλογος αναδύεται και αφορά στην αναζήτηση της ζωγραφικής ενέργειας και την αιχμαλώτισης του φωτός. Αυτή η σκέψη εκφράζεται μέσα από την περιγραφή του, με τον τρόπο που εκφράστηκε και στην κλασική αρχαιότητα. Την ίδια στιγμή, ο άνθρωπος και η σχέση του με το φυσικό του περιβάλλον, στο έργο του ζωγράφου, είναι ένα συνεχώς επαναλαμβανόμενο μοτίβο στην αφηγηματική που τον αφορά. Άλλοτε ο πρώτος εμφανίζεται αγέρωχος με σχεδιαστική δωρικότητα και απολυτότητα της φόρμας και άλλοτε συγχωνεύεται μέσα σε ένα μυστικιστικό τοπίο γεμάτο δραματικά κονστράστα. Αυτή η σχέση δημιουργεί αφηγηματικές προεκτάσεις που δημιουργούν ρητορικά ερωτήματα γύρω από τον επαναπροσδιορισμού του ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον.

 

Μέσα από εσωτερικά άλματα που ταυτίζονται  τόσο με την κίνηση της ψυχής όσο και με στοιχεία μιας μεταρομαντικογοτθικής τέχνης, ο εικαστικός καταφέρνει να δημιουργήσει χώρο μέσα στον οποίο ο θεατής γίνεται ζωντανός πρωταγωνιστής στο έργο του ζωγράφου. Εξού και τα μεγάλα τοπία της ενότητας «Ρετσιτατίβο» λειτουργούν με διττό τρόπο, είτε ως μια ταπισερί που απλώνεται επ’ άπειρο στον χώρο δομημένη στην σκέψη που πρωτο-εισήγαγαν τα νούφαρο του Κλ. Μονέ, είτε ως ένα ουτοπικό τοπίο στο οποίο ο θεατής γίνεται ο ίδιος το κεντρικό πορτραίτο, μια σύγχρονη «Μόνα Λίζα» δηλαδή, στο έργο του Κωσταντίνου Παπαργύρη.

 

Όσον αφορά στον πυρήνα της ζωγραφικής του, αναδεικνύεται μια εσωτερική δύναμη, την οποία ενσωματώνει μέσω της ίδιας της φυσικότητάς του στα έργα. Το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας φαίνεται να συνδέεται με μια ζωγραφική που κινείται προς τη σιωπή. Ο Κ. Παπαργύρης εξερευνά τη μαγεία του φωτός, καταλήγοντας σε συνθέσεις που αντικατοπτρίζουν μια οπτική μέθεξη. Συναντά την ανάγκη να αφηγηθεί μια πλούσια ιστορία μέσα από τη σιωπή, αναδεικνύοντας συχνά κομμάτια μιας αφαιρετικής ομορφιάς της ζωγραφικής. Αξιοποιώντας τις εκλεκτικές συγγένειες των μεγάλων πατέρων της αναγέννησης, του Novecento Italiano και της ελληνικής και μοντέρνας ζωγραφικής, ο Παπαργύρης δημιουργεί έργα που συνδυάζουν εκλεπτυσμένες τεχνικές και χρωματικές παλέτες που αναδεικνύουν την κίνηση του φωτός και την ιδιαίτερη χρήση μοτίβων και ρυθμικότητας στα έργα του. Μέσα από την επανάληψη και την παραλλαγή στοιχείων, δημιουργεί μια αίσθηση κίνησης και ενότητας που καθοδηγεί το βλέμμα του θεατή.

 

Με φόρο τιμής στο ευχετήριο σημείωμα του μεγάλου εικαστικού Μόραλη προς τον ίδιο, ο Κωσταντίνος Παπαργύρης στην τελευταία του περίοδο, ενώνει τη ζωγραφική διαδικασία με ευφάνταστες πινελιές και χειρισμούς της φόρμας, δημιουργώντας μια αισθητική ολοκληρωμένη και συνάμα συγκινητική για τον θεατή. Σε αυτήν την ενότητα εκφράζεται και όλη η έννοια της οπτικής μέθεξης όπως εκφράστηκε στην φιλοσοφική σκέψη του Πλάτωνα, κατά την οποία οι ήπιοι, σχεδόν ανεπαίσθητοι μετατονισμοί και οι απαλές κινήσεις των απεικονιζόμενων θεμάτων του ζωγράφου, δημιουργούν έναν υποφώσκοντα νοηματικό ιστό με εσωτερικά σχήματα που ενεργοποιούν τέρψεις και κινήσεις, σαν απόρροια οπτικών λύσεων και οφθαλμαπάτης. Με αυτόν τον τρόπο, ο ζωγράφος υπερτονίζει τις υφές και την χρωματική παλέτα και ξεγελά το μάτι.

 

Έτσι, στο εύρος της δουλειάς του Κωσταντίνου Παπαργύρη διαφαίνεται μια εσωτερική ενέργεια που εντάσσει ο ίδιος στα έργα του. Αυτή η σωματικότητα που εισάγει ο ίδιος στην τέχνη αποτελεί κρίσιμο στοιχείο της δουλείας του. Μέσα από την εμπλοκή του ίδιου στα έργα, η τέχνη του αποκτά μια διάσταση που υπερβαίνει τα όρια του αισθητικού. Η παρουσία του καλλιτέχνη αντικατοπτρίζεται στη δράση της πινελιάς του, συνδέοντας τη δημιουργικότητά του με την ίδια την ύπαρξή του. Επινοώντας ευφάνταστες, σχεδόν χορευτικές πινελιές, σκαψίματα με το πινέλο, τραχιές επιφάνειες ή λείες σχεδόν σφουμάτες περιοχές και χειρισμούς της φόρμας με μοτίβα αλλά και την ευρηματική χρωματική παλέτα του, συγκινεί πρωτίστως τον ίδιο και έπειτα τον θεατή.

 

Ο Κωσταντίνος αγκαλιά με το προσωπικό του ημερολόγιο της αέναης διαδικασίας εύρεσης της ιδανικής χρωματικής παλέτας του, ανακαλύπτει τους συνδυασμούς χρωμάτων που παράγουν φως είτε με τις αντιθέσεις των χρωμάτων, είτε με τις αντιθέσεις της οπτικής αντίληψης. Με περίσσια αγάπη για το payne’s gray  μας φέρνει κοντά σε έναν διάλογο με στοιχεία της παλέτας του Πικάσο, ενώ με το blue violet και το λευκό δημιουργεί επιφάνειες που μοιάζουν με καθρέφτη και έχουν σκοπό να ανακλάσουν την ζωγραφική σαν μια αυτόφωτη διαδικασία. Με πρίμιτιβ, μεταβυζαντινή, αναγεννησιακή αλλά και μοντέρνα διάθεση χτίζει ένα σύγχρονο εικονοποιητικό αποτέλεσμα που χαρακτηρίζει το δικό του προσωπικό ιδίωμα. Άλλωστε, το εναρμονισμένο αποτέλεσμα που μας προσφέρει απλόχερα και γενναιόδωρα όπως σημειώνει και ο ίδιος στον τίτλο της έκθεσης «Armonia Generosa» είναι το βασικό μέλημα της ζωγραφικής του διαδικασίας και αιχμαλωτίζεται την ίδια την στιγμή της ύστατης δημιουργίας.

 

Θα λέγαμε λοιπόν, ότι πρόκειται για «Μια ζωγραφική της σιωπής»  όπως αναφέρει ο ίδιος όταν σκέφτεται ,σχεδόν αναδρομικά, την τελευταία του δουλειά και τα μάτια του γεμίσουν χρώματα γης. Αυτός ο μυστικισμός που εκφράζεται τόσο έντονα  μέσα στα ονειρικά τοπία - ταπισερί της ενότητα «Ρετσιτατίβο» ή στην ενότητα «Ο βασιλιάς είναι γυμνός» όπου σοφά σημειώνει και η επιμελήτρια Βαλεντίνη Μαργαριτοπούλου «Ο ποιητής υπάρχει μέσα από την αφαιρετική ομορφιά της ζωγραφικής και έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι η σιωπή, όπως και ο ποιητής, μπορεί να αφηγηθεί μια πλούσια ιστορία, χωρίς να χρειάζεται λέξεις.», έρχεται να απογειωθεί με  τα έργα που προαναγγέλλουν την ενότητα «Armonia Generosa». Τέλος, αξίζει να αναφερθεί εδώ, ότι το οπτικό φαινόμενο που οργανώνει την φόρμα του και που εισήγαγε ο Σπ. Παπαλουκάς γύρω από την αναπαράσταση του φωτός, συνδέεται άρρηκτα με τη δημιουργική διαδικασία του Κ. Παπαργύρη. Όλο το εύρος της δουλειάς του αφορά το φως, το οποίο γίνεται κινητήρια δύναμη που διαμορφώνει την επιφάνεια του καμβά, δημιουργώντας ατμόσφαιρες και ενισχύοντας την αφηγηματική δομή του έργου. Με αυτές τις παραμέτρους, ο Παπαργύρης αναδεικνύει έναν εντυπωσιακό διάλογο μεταξύ της τέχνης και της ανθρώπινης εμπειρίας, προσκαλώντας τον θεατή σε ένα ταξίδι ενδοσκοπικής αναζήτησης και ανακάλυψης.