Η καλλιτεχνική πορεία του Κοντού σημείωσε καθοριστική στροφή το 1958, όταν εγκαταστάθηκε στη Ρώμη. Εκεί, μέσα σε μια ζωντανή και δυναμική καλλιτεχνική σκηνή, βρήκε γόνιμο έδαφος για να εξερευνήσει και να αφομοιώσει επιρροές από καλλιτέχνες όπως οι Αλμπέρτο Μπουρί, Τζάκσον Πόλοκ και Αντόνι Τάπιες μεταξύ άλλων. Εκεί, μαζί με τους φίλους και συνοδοιπόρους του, Έλληνες καλλιτέχνες - Βλάση Κανιάρη, Νίκο Κεσσανλή, Γιάννη Γαΐτη και Κώστα Τσόκλη – συνίδρυσε την ομάδα Gruppo Sigma (Ομάδα Σίγμα), με στόχο τη συσπείρωση και την προώθηση του έργου τους μέσω εκθέσεων στη Ρώμη και άλλες ιταλικές πόλεις. Η δράση του Gruppo Sigma κέρδισε θετικές κριτικές τόσο στην Ιταλία όσο και στην Ελλάδα.
Μέσα από τον πλούτο των επιρροών και των συνεργασιών, μέχρι το 1961 ο Δημήτρης Κοντός είχε διαμορφώσει τη δική του ώριμη καλλιτεχνική φωνή, σηματοδοτώντας μια κρίσιμη φάση στην πορεία του. Αποχαιρετώντας τη Ρώμη, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου είχαν ήδη εγκατασταθεί ή επρόκειτο να εγκατασταθούν και τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας.
Εκεί, σε ένα προάστιο του Παρισιού, στο απομονωμένο Chαtοu, ο Κοντός αφιερώθηκε στη μελέτη του συννεφιασμένου ουρανού και της βροχής. Αυτή η περίοδος, γεμάτη περισυλλογή και έμπνευση, οδήγησε στη δημιουργία μιας από τις σημαντικότερες και πιο εκρηκτικές σειρές έργων του. Τα έργα αυτά, δουλεμένα αποκλειστικά σε χαρτί, βρίσκονται στο μεταίχμιο ανάμεσα στην αναπαράσταση και την αφαίρεση. Δεν αποτελούν προσχέδια ή σημειώσεις για μεταγενέστερες δουλειές, αλλά αυτόνομες καλλιτεχνικές εκφράσεις που δημιουργήθηκαν εξαρχής ως ολοκληρωμένα έργα, τα οποία ο ίδιος ο καλλιτέχνης κατατάσσει στα πιο σημαντικά του.
Η καλλιτεχνική πρακτική του Κοντού διακρίνεται από φάσεις έντονης δημιουργικότητας και παθιασμένης παραγωγής, οι οποίες εναλλάσσονταν με κύματα σιωπής και βαθύ αναστοχασμού. Αυτή η ρυθμική εναλλαγή συνέβαλε στη σπανιότητα του έργου του, καθιστώντας το πολύτιμο, τόσο λόγω της φύσης των υλικών του αλλά και του περιορισμένου αριθμού των δημιουργιών του.
Στην καλλιτεχνική του πορεία, ο Κοντός συχνά αποδομούσε και κατέστρεφε, γεγονός που οδήγησε σε μια διαρκή μεταμόρφωση του έργου του. Η σειρά «Μεταμορφώσεις» αποτελεί αποτύπωση αυτών των εσωτερικών αναζητήσεων, αναδεικνύοντας το προσωπικό του όραμα. Τα έργα που δημιούργησε στο τέλος του 1961 είναι γεμάτα πάθος και αναζήτηση για τελειότητα. Στο επίκεντρο τους βρίσκεται η φύση, η οποία λειτουργεί ως καθρέφτης των συναισθημάτων, αλλά και των σκέψεών του.
Όπως σημειώνει ο ίδιος: «Όλα αλλάζουν, αλλά ταυτόχρονα όλα παραμένουν τα ίδια. Τα πράγματα είναι φτιαγμένα από το ίδιο υλικό, το οποίο αλλάζει μορφή. Θέλω να δείξω τη δύναμη της φύσης να αλλάζει και ταυτόχρονα να παραμένει η ίδια».[1] Η σχέση ανθρώπου και φύσης αναδεικνύεται ως αδιάκοπη και αλληλοτροφοδοτούμενη. Η φύση λειτουργεί ως ένας ανοιχτός χώρος ανασυγκρότησης και αναδόμησης, τόσο της πραγματικότητας όσο και του ίδιου του του εαυτού.
Η ανάγκη για προσέγγιση της πλαστικότητας των σχεδίων με σεβασμό, συνέπεια και σοβαρότητα προς τα θεμέλια της ζωγραφικής, αντιπαρέρχεται σε απόλυτη ισορροπία με την απύθμενη ελευθερία που διέπει τα έργα. Η σχεδιαστική του ικανότητα εκφράζεται με απλοποίηση και αμεσότητα μέσω μορφολογικής αφαίρεσης και χρωματικής λιτότητας, ενώ χρησιμοποιεί μαλακά υλικά όπως χρωματιστά μολύβια και γραφίτη μετουσιώνοντας τα σχεδόν βίαια.
Ο Κοντός κατανόησε τόσο βαθιά τα θεμέλια της ζωγραφικής και του σχεδίου, που επέτρεψε στον εαυτό του να επανέλθει σε μια σχεδόν παιδική, ελεύθερη τεχνική που τον φέρνει πιο κοντά στον εαυτό του. Παραδόθηκε στο υποσυνείδητο του, αποδεχόμενος τη ζωή ως φαινόμενο και την τέχνη ως μέρος αυτής. Η χειρονομιακή ζωγραφική του, με την αδιάκοπη ροή της, ταυτόχρονα αποπνέει μια αίσθηση ακινησίας, ξεδιπλώνοντας μια στιγμή που παγώνει στον χρόνο και αποτυπώνεται αιώνια με αυτόν τον τρόπο.
Ο Δημήτρης Κοντός θα λέγαμε πως είναι ένας αφηγητής, ένας ρομαντικός ποιητής, που εκφράζει με περίσσια ευαισθησία το έπος του σύμπαντος και του φυσικού κόσμου. Δεν ενδιαφέρεται τόσο για τον άνθρωπο αυτούσια, όσο για την έννοια που τον περιλαμβάνει. Βλέπει την τέχνη ως ένας τρόπο να ανακαλύψει τον εαυτό του, τη ζωή και τον χρόνο μέσα από μια ευρύτερη έννοια, έξω από το άτομο αλλά μέσα στο σύμπαν μέσα από ένα παιχνίδι σύνδεσης και ανακάλυψης.
Ως καλλιτέχνης, ο Κοντός υπηρέτησε πιστά την προσέγγιση του προς την τέχνη, χωρίς να κάνει συμβιβασμούς και να περιορίζεται σε στενά όρια. Το όραμά του όμως ήταν η ίδια η ζωή και η ανάγκη του να την γιορτάζει την ύπαρξη σε όλες τις εκφάνσεις της. Ταγμένος ως ευδαιμονιστής είχε δηλώσει: «Αγάπησα τη ζωή περισσότερο από την τέχνη».[2] Και έτσι, ο Δημήτρης Κοντός, με τη δύναμη του οράματός του, μας άφησε ένα έργο που υπερβαίνει το χρόνο, αντηχεί μέσα μας και μας καλεί να αναρωτηθούμε: Μήπως η τέχνη δεν είναι παρά μια αέναη αντανάκλαση της ίδιας της ζωής, που συνεχώς μεταμορφώνεται και επανεφευρίσκεται;
Μαριάντρη Χρυσοστόμου
Bio
Ο Δημήτρης Κοντός γεννήθηκε στην Τρίπολη Αρκαδίας το 1931. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών –ΑΣΚΤ το 1950-1955 με δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη. Το 1958 φεύγει για την Ρώμη όπου βρίσκονταν ήδη οι φίλοι του Βλάσης Κανιάρης, Κώστας Τσόκλης και Νίκος Κεσσανλής. Όλοι μαζί, το 1959, δημιουργούν το «Gruppo Sigma», μια ομάδα καλλιτεχνών η οποία παρακολουθεί τα πρωτοποριακά καλλιτεχνικά κινήματα και παρουσιάζει τις ιδέες της στην Νάπολη, Μπολόνια και αργότερα στην Αθήνα. Το 1961 ο Δ. Κοντός πάει στο Παρίσι όπου μένει μέχρι το 1964. Το 1964 επιστρέφει στην Ελλάδα και διορίζεται βοηθός επιμελητής στην Έδρα Ζωγραφικής και Ελευθέρου Σχεδίου στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (Ε.Μ.Π.). Το 1968 διορίζεται επιμελητής Ελευθέρου Σχεδίου στο Πολυτεχνείο ενώ παράλληλα ανοίγει ένα δικό του φροντιστήριο-εργαστήριο Ελευθέρου Σχεδίου και Ζωγραφικής στο κέντρο της Αθήνας. Το 1974 εξασφαλίζει υποτροφία από το Ford Foundation και το 1975 παρουσιάζει την πρώτη ατομική του έκθεση στην ιστορική γκαλερί “ΔΕΣΜΟΣ”, του Μάνου και της Έπης Παυλίδη. Το 1984 ο Δ. Κοντός εκλέγεται καθηγητής στην νεοσύστατη Σχολή Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου στην Θεσσαλονίκη (Α.Π.Θ.) όπου και συνεχίζει την εκπαιδευτική και καλλιτεχνική του δραστηριότητα. Φεύγει από τη ζωή το 1996 στην Θεσσαλονίκη σε ηλικία 65 ετών. Έργα του βρίσκονται σε πολλές ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές. Μετά τον θάνατό του, το έργο του εκπροσωπεί η γκαλερί CAN Christina Androulidaki, όπου και έχουν πραγματοποιηθεί τρεις ατομικές εκθέσεις ως σήμερα: “Αφιέρωμα στον Δημήτρη Κοντό” (2017), “Δημήτρης Κοντός: Roman Pictorial 1967” (2019) και “Δημήτρης Κοντός 1931-1996 : Μεταμορφώσεις - Σύννεφα - Βροχή” (2024).
[1] Δ. Κοντός 1931-1996: Αναδρομική (2008), κατάλογος έκθεσης, Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Επιμέλεια: Μαρία Κοτζαμάνη, σελ. 24
[2] Δ. Κοντός 1931-1996, σελ. 11
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0