«Η τέχνη δεν μιμείται την ζωή, όπως λέμε συνήθως, μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Ανάμεσα στην ποίηση των ανθρώπων και την ποιητικότητα του κόσμου, η δεύτερη είναι αναμφισβήτητα η πιο παραγωγική́, η πιο ισχυρή. […]

 

[Η τέχνη] μας κάνει νά λέμε, να βλέπουμε και να ακούμε

 

αυτό́ πού χωρίς την τέχνη δεν θα λεγόταν, δεν θα είχε πρόσωπο, δεν θα ακουγόταν»[1].

 

Κώστας Αξελός

 

Αφαιρούμε την αφήγηση

 

Αφαιρούμε το χρώμα (και το μαύρο και το άσπρο)

 

Αφαιρούμε την επεξήγηση (και την επιχειρηματολογία)

 

Και αφαιρούμε τις αναφορές στην ιστορία της τέχνης (που βρίσκεται στα θεμέλια)

 

Το έργο της Μυρτώς Ψυχάκη μας καλεί σε περισυλλογή, πρόκειται για μία εσωτερική διαδικασία που προκαλεί ένα μυστήριο, διαισθητικό σχεδόν, άνοιγμα. Εμφανίζεται σαν το αποτύπωμα μίας κίνησης, σαν την ένδειξη μίας διαδρομής – μίας «διαδρομής-περιπλάνησης» όπως γράφει ο Κώστας Αξελός που επέλεξε έργα της για να πλαισιώσουν εικαστικά το δικό του[1]. Το έργο γίνεται λοιπόν η καταγραφή μίας πορείας της οποίας ο προορισμός είναι η ίδια η εμπειρία της μετάβασης, της αλλαγής, της πράξης.

 

Η Μυρτώ Ψυχάκη ξετυλίγει στο έργο της ένα παιχνίδι συνύπαρξης ανάμεσα στο κενό και το γεμάτο, στην ένταση της πράξης και στην ακινησία που την περιβάλει. Το παιχνίδι αυτό, η εικαστικός το ενεργοποιεί επιλέγοντας να εμβαθύνει την αλληλεπίδραση ανάμεσα σε θεμελιώδη στοιχεία της ζωγραφικής τα οποία μετατρέπει σε υλικά: το φως και το σκοτάδι, τη γραμμή και τη φόρμα, την χειρονομία και την παύση της, την καθημερινότητα (τα στοιχεία του αστικού τοπίου) και την υπέρβασή της.

 

Μπορούμε επίσης, ανακαλώντας την αρχαία έννοια του γράφειν, να σκεφτούμε ότι ζωγραφίζει λέξεις-ποιήματα-σκέψεις γύρω από την έννοια της εξέλιξης ή, ίσως, πιο συγκεκριμένα της ροής (της συνεχόμενης κίνησης της ύλης μέσα στο χώρο).  Οι φαινομενικά απλές κινήσεις της, μοιάζουν να είναι αποτελέσματα μίας μόνο χειρονομίας. Η πυκνότητα και η ένταση όμως της εικόνας προδίδουν την έρευνα και το έργο που απαιτεί η δημιουργία της. Όπως στις παραδόσεις της ασιατικής καλλιγραφίας οι οποίες εμπεριέχουν μία πολύ σύνθετη διαδικασία διαπραγμάτευσης ανάμεσα στη γνώση, το τελετουργικό (το σύνολο ενεργειών που εξελίσσεται σε συγκεκριμένα στάδια, την διαδικασία που είναι κοπιαστική́ και λειτουργεί και σαν διεργασία συγκέντρωσης), την περισυλλογή και τη δημιουργία.  

 

Η σχέση της Μυρτώς Ψυχάκη με τις λέξεις, οι οποίες συνοδεύουν το έργο της είναι επίσης πολύ σημαντική: οι λέξεις αυτές αντί να ορίζουν την ερμηνεία της εικόνας, την ανοίγουν. Παραπέμποντας στην αρχετυπική σχέση ανάμεσα στη γραφή και τη ζωγραφική, ανάμεσα στο σύμβολο (ως έννοια), το σήμα και το ίχνος, το σημάδι, αυτός ο διάλογος δίνει τον τίτλο της στην έκθεση: ARTICULATE.

 

Έτσι, η καλλιτέχνιδα μάς καλεί να βιώσουμε το έργο της, το απαιτητικό παιχνίδι που οι εσωτερικές εικόνες του μας είναι ταυτόχρονα οικείες και μυστήριες – και συνειδητοποιούμε ότι αυτό που βλέπουμε είναι αυτό που ήδη γνωρίζουμε, κάτι που ήδη υπάρχει μέσα μας: η αλλαγή, η εναλλαγή, η σύγκρουση, η εξέλιξη, η παρόρμηση που μας παρακινούν στη διαδρομή-περιπλάνησή μας στον κόσμο.

 

Επιστρέφουμε έτσι και στον Αξελό, που σε μιαν αποστροφή του μας καλεί να προσπαθήσουμε «[...] – επειδή́ η απαιτητική́ σκέψη αποτελεί πάντα μία προσπάθεια και μία δοκιμή́ – ν’ανοίξ[ουμε] ένα δρόμο και να τον βαδίσουμε. Ο δρόμος αυτός μπορεί να φαίνεται δύσκολος. Ίσως υπάρχουν καλύτεροι και ευκολότεροι»[2]. Εάν της ανταποκριθούμε όμως, η  τέχνη φανερώνεται σαν αυτό το προνομιακό, το δύσβατο και πάντοτε μετέωρο μονοπάτι που μας ανοίγει προς τον ορίζοντα της «ποιητικότητας του κόσμου».