Στο μαγαζάκι με τα κέικ όπου συνάντησα τη Χίλντα Παπαδημητρίου η ατμόσφαιρα είναι εντελώς νεοϋορκέζικη. Το ίδιο και η ζωή της, την οποία έχει ζήσει (ένα μεγάλο μέρος της, από μικρή) σε ένα σκηνικό που θυμίζει το High Fidelity, μέσα σε ένα δισκάδικο της Νέας Σμύρνης. Η μουσική και η ατμόσφαιρα του δισκάδικου σημάδεψαν τα ενδιαφέροντά της και τη δημιουργική πορεία της κι έγιναν «το θαύμα» στη ζωή της. Από κοριτσάκι, το 1970, που άνοιξε το δισκάδικο ο μπαμπάς της, βρέθηκε μπροστά στους Led Zeppelin, στον Neil Young, στα βινύλια, στις κασέτες, στις 8track και στις μπομπίνες. Ο παράδεισος για ένα παιδί που ανυπομονούσε να έρθει η ώρα για το 15λεπτο με τις ξένες επιτυχίες στο Κρατικό Ραδιόφωνο και είχε μεγάλες ανησυχίες. «Όταν ήμουν πολύ μικρή, η μαμά μου διάβαζε "Μάσκα" και "Μυστήριο"» λέει πίνοντας τον καφέ της. «Ήταν λάτρης αυτής της κουλτούρας. Της άρεσε ο Έλβις. Ο μπαμπάς μου ήταν πολύ αυστηρός, του άρεσαν τα σοβαρά βιβλία, τα δημοτικά, τα κλαρίνα. Όταν ήμουν δέκα χρόνων είχα αποφασίσει να γίνω συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Μετά διαγράφηκε από τη μνήμη μου και το θυμήθηκα ύστερα από 40 χρόνια, όταν βγήκε το πρώτο βιβλίο μου. Μπήκα στη Νομική σε μία περίοδο της Μεταπολίτευσης με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Την τελείωσα, πήρα και άδεια άσκησης του επαγγέλματος και μετά είπα στον μπαμπά μου ότι δεν θέλω να γίνω δικηγόρος. Ήθελα να κρατήσω το δισκάδικο. Ήταν έτοιμος να πάρει σύνταξη, έτσι το κρατήσαμε μαζί με την αδερφή μου από το '85 μέχρι το '95, για δέκα χρόνια. Όταν το κλείσαμε, είχα μεταφράσει ήδη τον Ήχο της πόλης, ένα δοκίμιο, το πρώτο διδακτορικό που γράφτηκε για το ροκ εν ρολ, του 1968. Το είχα διαβάσει στα αγγλικά, με ενθουσίασε, και πήγα στον Λιβάνη και ρώτησα "αυτό σας ενδιαφέρει;". Ήταν η πρώτη μου μετάφραση. Συνέχισα να κάνω μεταφράσεις, στην αρχή μουσικές και μετά λογοτεχνία».
«Με τον Χόρνμπι πώς ασχολήθηκες;». «Ήταν θέμα τύχης. Μετέφρασε το High Fidelity η Σώτη Τριανταφύλλου και μετά, στο Για ένα αγόρι, κάτι της έτυχε και με ρώτησε αν θέλω να το κάνω εγώ. Το μετέφρασα και από τότε κληρονόμησα τον Χόρνμπι». Η Χίλντα σήμερα έχει μεταφράσει περισσότερα από εκατό βιβλία και είναι από τις πιο αξιόλογες μεταφράστριες της γενιάς της.
Μιλάμε για τη μουσική, το πάθος της, για τα βινύλια που δεν πεθαίνουν ποτέ και τη φετιχιστική αγάπη των φανατικών που φτάνει σε σημείο τρέλας. Της λέω ότι υπάρχει πάντα μια στιγμή που η τρέλα περνάει, αρκεί να φας μια σφαλιάρα για να συνέλθεις.
#quote#
Η Χίλντα έγραφε για μουσική σε ιστορικά περιοδικά του είδους, το «Ποπ & Ροκ» και το «Ζοο», και γράφει ακόμα στο «Sonic», το «BookPress» και το διαδικτυακό www.mic.gr. Από το 2011 είναι και συγγραφέας. Τα βινύλια έγιναν το θέμα στο πρώτο της βιβλίο Για μια χούφτα βινύλια, ενώ η ελληνική ροκ σκηνή είναι το βασικό θέμα στο πιο πρόσφατο, το Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς. «Ένα από τα πράγματα που έβλεπα και μου έχουν μείνει, και πραγματεύεται αυτό το βιβλίο είναι όλα αυτά τα παιδιά των ωδείων με τις κιθάρες και τα ακορντεόν που πήγαιναν κάθε απόγευμα να κάνουν τα μαθήματά τους και μετά άρχιζαν να φτιάχνουν συγκροτήματα, να φτιάχνουν την ελληνική σκηνή. Κι εκεί επάνω έρχεται ο στίχος που είχε γράψει ο Γιοκαρίνης "μου 'παν να μην μπλέξω τα σκυλιά με τους ροκάδες, μόνο που αν δεν δούλευα, θα τρώγαμε μπαμπάδες". Όλοι αυτοί οι άνθρωποι στην πορεία χάθηκαν ως σέσιον μουσικοί σε σκυλάδικα, ηχογραφήσεις, στούντιο, γιατί, εντάξει, έπρεπε να ζήσουν. Ελάχιστοι έμειναν από τους υπόλοιπους. Αυτό το πράγμα είναι το δεύτερο βιβλίο μου, το Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς. Ο τίτλος είναι στίχος του Πουλικάκου από τραγούδι του '71-'72 των Εξαδάκτυλος. Ουσιαστικά είχα την αίσθηση ότι από το '75 και μετά ζούσαμε μέσα σε μία βαβούρα. Τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης και για μία δεκαετία ζούσαμε στη βαβούρα των χειροκροτημάτων των μεγάλων συναυλιών. Θεοδωράκης, Μαρκόπουλος, Νταλάρας... Μετά, περάσαμε στις συναυλίες του ντεφιού στον Λυκαβηττό και δώσ' του χοροί, και μετά πήγαμε κατευθείαν στα ελληνάδικα. Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι που πήγαιναν αναλώνονταν στη φωνή και στο χειροκρότημα και δεν άκουγαν τον εαυτό τους, τις σκέψεις τους. Και επειδή δεν είχαμε πρόσβαση στα Μέσα, αυτά που σκεφτόμασταν, αυτά που ακούγαμε, αυτά που διαβάζαμε και μας ενδιέφεραν, πέρασαν εντελώς απαρατήρητα. Χάθηκαν μέσα στη βαβούρα του lifestyle, στον χορό πάνω στα τραπέζια, στον χορό πάνω στις μπάρες. Στην ανάμειξη μοντέρνου και σκυλάδικου. Ε, ήθελα να μιλήσω για τους άλλους. Πολλοί αναγκάστηκαν να παίξουν σε ελληνάδικα, σε σκυλάδικα, σε κομπανίες, αλλά υπήρχαν και κάποιοι άνθρωποι που αντιστάθηκαν. Το λέω και για τον Χάρη, τον ήρωα του βιβλίου, τον αστυνομικό, ότι οι πιο ενδιαφέροντες άνθρωποι είναι αυτοί που δεν διεκδικούν την προσοχή σου με θορυβώδη τρόπο. Δεν είναι αυτοί που φωνάζουν και λένε "εγώ είμαι, εγώ εδώ". Είναι οι άλλοι, οι άνθρωποι των πιο χαμηλών τόνων, αυτοί που έχουν περισσότερα πράγματα να σου πούνε, και είναι και πιο ουσιώδεις, πιο σημαντικοί. Και κάπως γι' αυτούς μιλάω στο δεύτερο βιβλίο. Όπως και στο πρώτο μίλησα για τα βινύλια και για τους ανθρώπους αυτούς που πάλι είναι χαμηλών τόνων, δεν πολυμιλάνε, μαζεύουν τα δισκάκια τους, μαζεύονται και τα ακούνε, κάνουν ανταλλαγές, πάνε στα παζάρια, δεν είναι αυτοί που θα τους δεις στα περιοδικά. Αλλά είναι μια ομάδα ανθρώπων που έχει ένα πάθος, τη μουσική. Και συνεχίζουν να το έχουν, όσα χρόνια κι αν πέρασαν. Βλέπω ανθρώπους με οικογένειες και παιδιά που έρχονται σε συναυλίες, γερασμένοι, που τους έχουν πέσει τα μαλλιά, με κοιλιές, αλλά πάντα με το ίδιο πάθος. Στους Dream Syndicate πρόσφατα ήταν άνθρωποι από 40 χρόνων και πάνω, αλλά δεν έχω δει ανθρώπους να χορεύουν τόσο πολύ όσο εκεί. Δεν είναι αυτονόητο. Όσο μεγαλώνουμε αρχίζουμε να αφαιρούμε απολαύσεις από τη ζωή μας, επειδή μας πιέζουν οι καταστάσεις, διαβάζουμε λιγότερο, ακούμε λιγότερο μουσική, βλέπουμε λιγότερο σινεμά, και φτάνει μια στιγμή που δεν κάνουμε τίποτα, και αυτό είναι ένας μικρός θάνατος. Όταν βλέπω ανθρώπους με παιδιά στο πανεπιστήμιο που πάνε ακόμα σινεμά, παίρνουν βιβλία, θέλουν να ενημερώνονται για μουσικές, αυτό μου αρέσει, με συγκινεί.
Μου αρέσει να πηγαίνω σε δισκάδικα και βιβλιοπωλεία, μου αρέσει όταν μαλώνουν, να σκοτώνονται επειδή διαφωνούν για έναν δίσκο, να συζητάνε γι' αυτόν μέσα στο δισκάδικο. Τώρα ο καθένας είναι και κλεισμένος στον κόσμο του, με τις δικές του μουσικές και τα δικά του πράγματα.
Εγώ τους μιλάω εντελώς προβοκατόρικα, μου αρέσει πολύ να τσακώνομαι για μουσικές και για ταινίες. Σαν να είναι το σημαντικό. Και είναι το σημαντικό. Έχω βαρεθεί να μιλάμε για την κρίση.
Μου αρέσει τα βιβλία να έχουν στο τέλος μια δόση αισιοδοξίας. Ένα από τα αγαπημένα βιβλία μου είναι το Χρώμα Πορφυρό. Στο τέλος έχει μια ελαφριά, αισιόδοξη νότα. Δεν χρειάζεται να κάνεις πολλά. Νομίζω ότι όλοι μπορούν να βρουν έναν τρόπο να βελτιώσουν τη ζωή τους, έστω και λίγο...».
=====
σχόλια