1. Aλμπέρ Καμύ: Εκατό χρόνια από τη γέννησή του, πάντα επίκαιρος, πάντα μες στις συζητήσεις, πάντα με τον Ξένο και την Πτώση στα μυθιστορήματα που μένουν ανοξείδωτα και τρέχεις να τα ξαναπιάσεις κάθε μερικά χρόνια, ιδίως ύστερα από τον κορεσμό που φέρνουν οι απανωτές επαφές με την πολύ φρέσκια/τρέχουσα παραγωγή.
Στον Επαναστατημένο Άνθρωπο (μτφρ. Νίκη Καρακίτσου-Dougé & Μαρία Κασαμπάλογλου-Roblin, εκδ. Πατάκη), το βιβλίο που το μεταφέρω από το γραφείο στο κομοδίνο κι από κει στο καφενείο, όπου βρεθώ κι όπου σταθώ τον τελευταίο καιρό, ο Καμύ επιτυγχάνει μια κριτική σύνοψη των εξεγέρσεων, εστιάζοντας σε ό,τι πιο ρομαντικό και ό,τι πιο ανθρώπινο, συνεπώς ό,τι πιο επικίνδυνο και ολέθριο ενέχουν. Στις σελίδες του Επαναστατημένου Ανθρώπου βρίσκεις τη συναρπαστική πληροφορία ότι Ρώσοι διανοούμενοι είχαν κάνει έμμετρη τη Λογική του Έγελου, ενώ παρελαύνουν όλα εκείνα τα ονόματα που είχαν κάνει φλεγόμενη την εφηβεία μας και μας πέταξαν έξω από το κρουαζιερόπλοιο που θα μπορούσε να γίνει, και ευτυχώς δεν έγινε, η ζωή μας: Ρεμπώ, Λοτρεαμόν, Νίτσε, Μπρετόν, Μπακούνιν, Νετσάγιεφ, Χέγκελ.
«Μπορούμε να πούμε με σιγουριά», διατείνεται ο Καμύ, «πως ο Χέγκελ εκλογίκευσε τα πάντα μέχρι παραλογισμού. Παράλληλα, όμως, έδινε στη λογική έναν παράλογο παλμό, εμπλουτίζοντάς τη με μια υπερβολή της οποίας βλέπουμε τώρα τα αποτελέσματα. Η γερμανική σκέψη εισήγαγε απρόοπτα μια ακαταμάχητη αλλαγή στην αποτελματωμένη σκέψη της εποχής της. Η αλήθεια, η λογική και η δικαιοσύνη ενσωματώθηκαν απότομα στο γίγνεσθαι του κόσμου» (σ. 221). Ας σημειώσουμε, παρεμπιπτόντως, ότι μας είχε συνεπάρει στα χρόνια τα παλιά η δυσεύρετη πια έκδοση του Μπουκουμάνη, πολυτονική, σκληρόδετη, με εξώφυλλο στυλ Μοντριάν, σε μετάφραση της λίαν εκλεκτής Τζούλιας Τσιακίρη.
2. Mισέλ Φουκώ x 3: «Για μένα, το να γράφεις είναι μια δραστηριότητα στο έπακρο τρυφερή, χνουδωτή. Όταν γράφω, έχω κάτι σαν εντύπωση βελούδου. Για μένα, η ιδέα μιας βελούδινης γραφής μοιάζει οικείο θέμα, στα όρια ευπάθειας και αντιληπτικότητας, που δεν παύει να στοιχειώνει το πρόταγμα γραφής μου, να καθοδηγεί τη γραφή μου όσο γράφω, που μου επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να επιλέξω τις εκφράσεις που θέλω να χρησιμοποιήσω. Το βελούδινο, για τη γραφή μου, είναι ένα είδος κανονιστικής εντύπωσης» (Μισέλ Φουκώ, Ο ωραίος κίνδυνος, μτφρ. Νίκος Ηλιάδης, εκδ. Άγρα).
«Ο Φουκώ δεν στέκει στην κορυφή ενός βράχου, δεν εποπτεύει από ψηλά την ολότητα, καθώς δεν συγκροτεί a priori το αντικείμενό του και, για όποιον δεν είναι Θεός, το να το συγκροτεί ο ίδιος θα ήταν ο μόνος τρόπος για να το εποπτεύει. Δεν ξέρει πού θα βρισκόταν σε έναν χάρτη της ολότητας, ούτε τι μπορεί να υπάρχει πέρα από τα όρια» (Πωλ Βεν, Φουκώ, Η σκέψη του, η προσωπικότητά του, μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, εκδ. Εστία).
«Κατά βάθος δεν αγαπώ το γράψιμο. Είναι μια δραστηριότητα που πάρα πολύ δύσκολα την ελέγχεις. Το γράψιμο δεν με ενδιαφέρει παρά στον βαθμό κατά τον οποίο ενσωματώνεται στην πραγματικότητα μιας μάχης, στην καθαρότητα ενός εργαλείου, μιας τακτικής, μιας φωτοχυσίας. Δεν θα ήθελα παρά να είναι τα βιβλία μου ένα είδος νυστεριού, βόμβας μολότωφ ή νάρκης και να απανθρακώνονται μετά τη χρήση, όπως τα πυροτεχνήματα» (Μισέλ Φουκώ, Επιλογή από τα Dits et écrits, μτφρ. Θανάσης Λάγιος, εκδ. Στιγμή).