Ένα σεξπιρικό τριπ

Ένα σεξπιρικό τριπ Facebook Twitter
0

Τον άνθρωπο, τον έρωτα και το θάνατο, και τη μεταξύ τους συνδιαλλαγή πραγματεύεται η παράσταση του Κωνσταντίνου Ρήγου «Πολύ κακό και τίποτα» στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου· ιδανικό θέμα για μία μεταμοντερνιστικών χαρακτηριστικών σκηνική πράξη. Χρησιμοποιώντας αποσπάσματα από πέντε σαιξπηρικές τραγωδίες, το σύνολο των ηθοποιών αποδίδει σε τριάντα εικόνες την ασθματική προσπάθεια του ανθρώπου να ορίσει τον εαυτό του την ίδια στιγμή που το εγώ του παραδίδεται/διαλύεται στην αναμέτρησή του με τον Άλλο (το ερωτικό αντικείμενο) και με το Θάνατο (τον τελικό προορισμό).

Στο βασίλειο του μεταμοντερνισμού που κινείται ο Ρήγος, το θέατρο εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε οπτική τέχνη. Οι ίδιες οι συνθήκες της σύγχρονης ζωής, της οποίας οι ταχύτητες ευνοούν τη συσσώρευση εντυπώσεων και πληροφοριών αλλά όχι τις μεγάλες ιδέες και τις αγάπες (που 'χουν τη δύναμη να αντισταθούν στο θάνατο), τον οδηγούν. Απελευθερωμένος από την κυριαρχία του λόγου και των ρόλων, ένας σκηνοθέτης που προέρχεται από το χορό μπορεί πλέον να μετακινήσει το ενδιαφέρον του στην εκφραστική δύναμη της περφόρμανς και τις δυνατότητες των καινούριων τεχνολογιών, των ήχων και της μουσικής και των φωτισμών ως σκηνογραφίας, και να φτιάξει μια παράσταση από διαδοχικές σκηνές-εικόνες. Οι σκηνές-ψηφίδες δεν συμπληρώνουν την εικόνα γιατί εικόνα δεν υπάρχει -για την ακρίβεια, η εικόνα είναι όλα αυτά τα αυτόνομα επιμέρους, μια κατακερματισμένη εικονιστική αφήγηση. Μικρές σκηνές από τον «Άμλετ», τον «Μάκβεθ», τον «Ριχάρδο Γ΄», τον «Οθέλλο» και το «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» ζωντανεύουν στον σκηνικό χώρο σαν pastiche διαφορετικών κειμένων και μέσων έκφρασης - λ.χ. ένα τραγούδι μπορεί να αντικαταστήσει ένα σαιξπηρικό απόσπασμα. Έτσι το «Requiem for Anna» του Σερζ Γκενσμπούρ γίνεται όχημα για την Άννα, που έπεσε στο κρεβάτι του δύσμορφου Ριχάρδου αν και τον είχε καταραστεί που σκότωσε τον πατέρα και τον άνδρα της. Η τρελή Οφηλία της Αλεξίας Κλατσίκη μονολογεί κρατώντας ένα μπουκέτο μαύρες ομπρέλες, κι ο προδομένος και εγκαταλελειμμένος απ' όλους Άμλετ του Κωνσταντίνου Αβαρικιώτη κάθεται δίπλα σε μια καταπακτή γεμάτη νερό ενώ ακούγεται το «A mercy seat is waiting» του Νικ Κέιβ. Οι Ιουλιέττες πολλαπλασιάζονται σαν mod ρεπλίκες βγαλμένες από στούντιο του Άντι Γουόρχολ ή τον κόσμο του Hairsprαy και του Austin Powers - μια φωτογραφία ενός ζεύγους γερόντων σε ειδυλλιακό τοπίο ειρωνεύεται τον πέρα από τον θάνατο εφηβικό έρωτα του Ρωμαίου και της Ιουλιέττας.

Η Δήμητρα Ματσούκα ως λαίδη Μάκβεθ ανεβαίνει στο πιάνο (το μακρύ της φόρεμα σκεπάζει την μια άκρη) προσπαθώντας να πείσει τον αναποφάσιστο άντρα της να αρπάξει την ευκαιρία για να γίνει βασιλιάς. Μικρές χορευτικές σκηνές δίνουν στη σωματική έκφραση το προβάδισμα που έτσι κι αλλιώς δεν έχει ο λόγος, ο Γεννάδιος Πάτσης τραγουδά το «Τραγούδι του Οθέλλου» στα ρώσικα, και η σκηνική πράξη εξελίσσεται σαν μια γρήγορη εναλλαγή εικόνων και ήχων.

Τόσο τα είδη των φώτων όσο και ο σχεδιασμός των φωτισμών από τον Σάκη Μπιρμπίλη έχουν μείζονα συμβολή στην οπτική επιτυχία της παράστασης. Η σκηνογραφία, τα λίγα σκηνικά αντικείμενα (μια δερμάτινη πολυθρόνα, ένα πιάνο, ένα τεράστιο τελάρο πλατείας θέατρου με πέντε θεωρεία, ένα διαφανές παραπέτασμα που χωρίζει τη σκηνή στα δύο - στο ορθογώνιο της μέσα σκηνής και στο σχεδόν τετράγωνο του προσκηνίου κ.ο.κ.) και τα ετερόκλητα κοστούμια του Διονύση Φωτόπουλου, χωρίς τους φωτισμούς δεν θα ήταν τόσο αποτελεσματικά στη σύνθεση εικαστικού ενδιαφέροντος εικόνων. Αλλά επειδή ο μεταμοντερνισμός στο θέατρο έχει αναπτύξει ήδη τον κώδικά του, τα υλικά και τα μέσα του, ο κίνδυνος της επανάληψης ή και της εξάντλησης προβάλλει απειλητικά (υπήρχαν κι εδώ μικρόφωνα, νάιλον, πλαστικά μπουκάλια, ηθοποιός που γράφει με κιμωλία, παιδικά κουκλάκια, υλικά, αντικείμενα και λύσεις που έχουμε ξαναδεί σε στιλιστικά παρεμφερείς παραστάσεις).

Το θέατρο σε παραστάσεις σαν κι αυτή προσεγγίζει τις εικαστικές τέχνες, αλλά την ιστορία του «Άμλετ» ή του «Μάκβεθ» τη θυμάσαι, τον «Ρωμαίο και την Ιουλιέττα» στην μεταμοντερνιστική σκηνοθεσία του Μπαζ Λούρμαν επίσης, τις κατακερματισμένες εικόνες του «Πολύ κακό για το τίποτα» τις ξεχνάς την επόμενη στιγμή. Κάθε επιλογή έχει τη σημασία αλλά και το τίμημά της.

Έπαιξαν ακόμη ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης (πολλά υποσχόμενη η παρουσία του), ο Μίνως Θεοχάρης, η Έμιλυ Κολιανδρή, ο Παναγιώτης Κοντινής, ο Στράτος Μενούτης, η Ελευθερία Μπενοβία, η Νάνσυ Σταματοπούλου, ο Νικόλας Στραβοπόδης, ο Αλμπέρτο Φάις, η Μάυ Χάννα και ο Γιάννης Χαριτοδιπλωμένος. Την πρωτότυπη μουσική έγραψε ο Γιάννης Χριστοδουλόπουλος.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ