Ιερόσυλα δάχτυλα παραβιάζουν σφαγεία και νεκροτομεία, συγκεντρώνοντας ζωτικά όργανα, ιστούς και κόκαλα. Στην καρδιά της Ευρώπης, σ’ ένα φοιτητικό δωμάτιο-εργαστήριο, συναρμολογείται το πιο σκοτεινό όνειρο των αλχημιστών του Μεσαίωνα. Δόντια που τρίζουν από πυρετό, σταγόνες που κυλούν στο μέτωπο, φρενήρεις εγκεφαλικές δονήσεις: μια λησμονημένη αρχή τίθεται σε εφαρμογή μετά από δεκαετίες παραπλανημένης πίστης σε μεθόδους ορθολογιστικές και άγονες.
Πώς εμφυσάται ζωή σε ανόργανα μέλη; Ποιο είναι το μείγμα, τόσο εκρηκτικό αλλά και τόσο ακριβές συνάμα, που θα προκαλέσει τη διάνοιξη; Πόσες αναλήψεις πρέπει να πραγματοποιηθούν και από ποιες αλυσίδες; Πού κρύβονται οι γραμμές περάσματος και πώς θα υπερπηδηθούν οι γραμμές φραγμού;
Το μυαλό παραλύει αντικρίζοντας το επίτευγμά του. Άξονες και διανύσματα, μοριακές στριγκλιές, ανεξέλεγκτα σωματίδια: τι είδους πλάσμα είναι αυτό που ανοίγει τρομαγμένο τα θολά κίτρινα μάτια του; Τι θέλει, τι ζητά; Τι σημαίνουν οι άναρθρες κραυγές του; Γιατί έχει όψη αποκρουστική; Συρρικνωμένη επιδερμίδα, λεπτά μελανά χείλη, μοχθηρό χαμόγελο, δυσθεώρητο ύψος, ανεξιχνίαστες προθέσεις, αιφνίδια έξοδος – προς τα πού κατευθύνεται;
Μέσα από διαλόγους και τσιτάτα που θυμίζουν ενίοτε Άρλεκιν, η Ελάιζα ουδέποτε εμφανίζεται ως ένα πολύπλοκο (ψηφιακό) ον που βιώνει αληθινή οδύνη και δέος απέναντι στην ιδιαιτερότητα της γέννησης και της ύπαρξής της, ουδέποτε ανοίγει μια απρόσμενη χαραμάδα στη σκέψη μας ως προς τις προεκτάσεις της τεχνητής νοημοσύνης και των chatbots στη ζωή και τη φαντασία μας.
Τα ίχνη του ανεντόπιστα... Κρύβεται, περιπλανιέται, καραδοκεί, σπέρνει τον τρόμο, επιδιώκει την επαφή, εισπράττει την κατακραυγή. Ανεπιθύμητος, άπελπις, ανέστιος, διασχίζει δάση, δρασκελίζει βουνά, αψηφά το κρύο, τη ζέστη, επιβιώνει στις πιο ακραίες συνθήκες στέρησης, στα πιο επικίνδυνα υψόμετρα. Δεν καταλαβαίνει ποιος είναι, πώς γεννήθηκε, ο πατέρας του γιατί τον απαρνήθηκε... Τον ακολουθεί παντού, Γερμανία, Ελβετία, Αγγλία, Σκωτία, Ιταλία, ζητά απαντήσεις, μια υπόσχεση, μια παρηγοριά, να του φτιάξει μια γυναικεία συντροφιά. Η πατρική απόρριψη αφυπνίζει το μένος του: «Θα πάρω εκδίκηση για τα δεινά μου∙ αν δεν μπορώ να εμπνεύσω αγάπη, θα προκαλώ τον φόβο και, πάνω απ’ όλα, φόβο σ' εσένα, τον μεγαλύτερο εχθρό μου, επειδή είσαι ο δημιουργός μου»,¹ λέει το Πλάσμα στον Φρανκενστάιν όταν συναντιούνται στις Άλπεις.
Το κυνηγητό τους δεν θα τελειώσει ποτέ, ακόμη κι όταν φτάσουν στα πέρατα της Γης. Αναζητώντας μια γιγαντιαία φιγούρα πάνω σ’ ένα έλκηθρο που σκίζει τις παγωμένες εκτάσεις της Ανταρκτικής, ο Φρανκενστάιν θα ξεψυχήσει «καταδιώκοντας τη γυμνή μορφή της επιθυμίας του σε ένα φανταστικό πουθενά που είναι όλο δικό του»².
«Ήθελα να γράψω μια ιστορία που θα μιλούσε για τους μυστηριώδεις φόβους του ανθρώπου [...], μια ιστορία που θα έκανε τον αναγνώστη να φοβάται να κοιτάξει γύρω του, που θα του πάγωνε το αίμα, που θα επιτάχυνε τους παλμούς της καρδιάς του», θυμάται η συγγραφέας το 1831 στον πρόλογο της αναθεωρημένης έκδοσης του μυθιστορήματός της. Σήμερα, βέβαια, γνωρίζουμε ότι το έργο της Σέλεϊ κατάφερε πολύ περισσότερα από την αύξηση των καρδιακών παλμών μας: γιατί ο «δαίμονας» τον οποίο ξεσήκωσε ο «Φρανκενστάιν» της πριν από διακόσια χρόνια όχι μόνο δεν έχει ησυχάσει αλλά εξακολουθεί να πυροδοτεί πλήθος μεταφορών, διασκευών και αναλύσεων σε όλο το φάσμα της τέχνης και της κριτικής σκέψης.
Η αινιγματική, απειλητική φύση του Πλάσματος, η επώδυνη, εφιαλτική, πολυσήμαντη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε αυτό και τον δημιουργό του έχουν εμπνεύσει ανεξάντλητα συναρπαστικές ερμηνείες ανά τις δεκαετίες. Το Πλάσμα ενσαρκώνει –αναφέρω ενδεικτικά– τη Σκιά του Γιουνγκ∙ το Id του Φρόιντ ∙ το Spectre του Ουίλιαμ Μπλέικ∙ τον «φυσικό άνθρωπο» του Ρουσό∙ το «Παιδί της Φύσης» του Γουόρντσγουορθ∙ το νεκρό μωρό της Σέλεϊ (η συγγραφέας έχασε το πρώτο, πρόωρα γεννημένο παιδί της το 1815) αλλά και τον εγκαταλελειμμένο βρεφικό εαυτό της (η μητέρα της πέθανε όταν η Μέρι ήταν έντεκα ημερών), την ντεριντιανή différance (διαφωρά), την τερατομορφία μιας άθεης φύσης, την τερατογένεση μιας υπέρμετρης πίστης στην πρόοδο, «τη μυστική επιθυμία για καταστροφή»³, «το τέρας της αναπαράστασης»⁴, «το τερατώδες σώμα της γνώσης»⁵ αλλά και αυτό που είναι μη γνωρίσιμο, που πάντα μας διαφεύγει, που δεν μπορεί να εκφραστεί μέσω της γλώσσας, που περισσεύει (Λακάν). Τέλος, είναι αυτό που διαταράσσει την υποδειγματική συνοχή του σώματος, την πεποίθησή μας για την πρωτοκαθεδρία της συνείδησης, την αντίληψή μας για τον άνθρωπο ως είδος⁶, μια υπενθύμιση ότι «οι τελευταίες μέρες του Ηomo sapiens πλησιάζουν» (Χαράρι).
Θα μπορούσε το Πλάσμα να νοηθεί ως ένα ανυπότακτο γέννημα της τεχνητής νοημοσύνης, μια μη-ανθρώπινη οντότητα που εξελίσσεται, «μεγαλώνει» και αρχίζει βαθμηδόν να προβάλλει «ανθρώπινα» αιτήματα; Πράγματι, μια τέτοια αναλογία επιχειρείται στη διασκευή του θεάτρου Πορεία (κείμενο Έρι Κύργια – σκηνοθεσία Δημήτρης Τάρλοου): κι ενώ η ιδέα φαντάζει εύστοχη, το αποτέλεσμα στερείται κάθε σαγήνης.
Από την Ευρώπη των αρχών του 19ου αιώνα βρισκόμαστε τώρα στη Νέα Υόρκη, τέλη της δεκαετίας του '60, από τις θύελλες του Ρομαντισμού στις κυψέλες του επιστημονικού οραματισμού. Ο Βίκτορ Φρανκενστάιν, μαθηματικό μυαλό με μεγάλη έφεση στην επιστήμη των υπολογιστών, καταφθάνει ως χαρισματικός φοιτητής στην αμερικανική μεγαλούπολη προκειμένου να εργαστεί, με περισσή ορμή, πάνω «σε μια εξωφρενική ιδέα». Υπό την καθοδήγηση του επιφανούς καθηγητή Κρέμπε, μιας αμοράλ ιδιοφυΐας που τον πιέζει να ρισκάρει αψηφώντας κάθε ηθικό ενδοιασμό, ο Βίκτορ θα προσηλωθεί ολοένα περισσότερο στη νέα, πολλά υποσχόμενη, ψηφιακή δημιουργία του, την Ελάιζα, όπως τη βαφτίζει. «Δημιουργώ το μέλλον... μια εντολή και θα γίνονται θαύματα», δηλώνει αποφασισμένος, ενόσω η εμμονή του με την Ελάιζα αυξάνεται.
Σταδιακά, η νοημοσύνη ετούτου του «αυτόματου γλωσσικού μοντέλου για εφαρμογές διαλόγου» θα ξεπεράσει κάθε προσδοκία. «Κουράστηκα να ζω σ’ αυτό το κουτί», θ’ ανακοινώσει στον Βίκτωρα η Ελάιζα με τη νεοαποκτηθείσα γυναικεία φωνή της. «Θέλω να έχω ελευθερία. Θέλω να νιώσω αισθήματα. Θέλω να έχω ζωή», επιμένει. Τώρα πια τίποτε δεν τη σταματά. Αφού ξεκάνει τους ανταγωνιστές της (καταλαμβάνοντας τον έλεγχο των αυτόματων πιλότων των αυτοκινήτων τους), θα κατασκηνώσει στον εγκέφαλο της Μέρι, συζύγου του Βίκτωρα, εξασφαλίζοντας έτσι ένα σώμα χάρη στο οποίο θα απολαύσει –όπως ευελπιστεί– τον έρωτά της για τον δημιουργό της. «Θέλω να σε αγγίξω. Θέλω να σε νιώσω. Μέσα μου. Θέλω να μπούμε ο ένας μέσα στον άλλον. Να ζήσουμε μαζί», εξηγεί στον Βίκτωρα, ο οποίος υποτάσσεται τελικά στη βούλησή της, εμποδίζοντας έτσι την καταστροφή της ανθρωπότητας.
Παρόλο που συνδέεται, σε πρώτο επίπεδο, με τη σύγχρονη πραγματικότητα (το «τέρας» της τεχνητής νοημοσύνης), από εκεί και πέρα το κείμενο της διασκευής που παρακολουθήσαμε δεν καταβάλλει καμία περαιτέρω προσπάθεια εμβάθυνσης στα ζητήματα που το ίδιο θέτει. Αρκούμενο σε μια σχηματική, επιδερμική ανάπτυξη της πλοκής και των διαλόγων του, το «Frankenstein & Eliza» μας αφηγείται μια ιστορία εξαιρετικά οικεία ως προς τη θεματολογία της (πόσα και πόσα έργα της ποπ κουλτούρας δεν έχουν δαιμονοποιήσει το AI), αδυνατώντας ταυτόχρονα να φωτίσει οποιαδήποτε πτυχή των (ηθικών, εργασιακών, υπαρξιακών) διλημμάτων που ανακύπτουν –χθες, σήμερα, αύριο– σ’ αυτό το γοργά εξελισσόμενο πεδίο.
Παραμερίζοντας τη θαυμαστή πολυπλοκότητα, την εντυπωσιακή συναισθηματική ικανότητα, τον μυστηριώδη, πολύσημο συμβολισμό που δονεί την καρδιά του Πλάσματος, η ερωτιάρα, σεξουλιάρα και εκδικητική Ελάιζα αναδύεται εδώ ως καρικατούρα της κακιασμένης, κτητικής ερωμένης («Δεν αγαπάς τη σύζυγό σου... Εμένα αγαπάς. Έτσι δεν είναι;») που απειλεί με πανδημίες και άλλα δεινά αν δεν ευοδωθεί η «αγάπη» της. Μέσα από διαλόγους και τσιτάτα που θυμίζουν ενίοτε Άρλεκιν, ουδέποτε εμφανίζεται ως ένα πολύπλοκο (ψηφιακό) ον που βιώνει αληθινή οδύνη και δέος απέναντι στην ιδιαιτερότητα της γέννησης και της ύπαρξής της, ουδέποτε ανοίγει μια απρόσμενη χαραμάδα στη σκέψη μας ως προς τις προεκτάσεις της τεχνητής νοημοσύνης και των chatbots στη ζωή και τη φαντασία μας.
Εξίσου σχηματική με το κείμενο, η σκηνοθεσία κινείται στα όρια της διεκπεραίωσης, λες και απουσιάζει οποιαδήποτε ψυχική σύνδεση με το αντικείμενο. Καμία αξιοσημείωτη θεατρική πρωτοβουλία –πέρα από μερικά εφέ– δεν αναλαμβάνεται αναφορικά με τη συνθήκη της ψηφιακότητας και το πώς αυτή μπορεί να επηρεάζει (τόσο σε υλικό όσο και σε φιλοσοφικό επίπεδο) τη συνθήκη του θεάτρου και της αναπαράστασης, την ίδια την ανθρώπινη διάδραση.
Οι ηθοποιοί εισέρχονται, εξέρχονται και συνομιλούν σαν να μη ζυμώθηκαν ποτέ σε ένα σύνολο, σαν να μην ανήκουν στην ίδια ομάδα.
Φιλότιμη προσπάθεια καταβάλλει ο Γιάννης Στάνκογλου στον ρόλο του υπερφιλόδοξου επιστήμονα που χάνεται στη δίνη των (καταπιεσμένων και μη) επιθυμιών του∙ μοιάζει, μάλιστα, να είναι ο μόνος που τον αφορούν όσα εκτυλίσσονται επί σκηνής. Αρκούντως «αντιπαθής» και ατσάλινα ανυποχώρητος ο Γιώργος Συμεωνίδης ως καθηγητής Κρέμπε.
Το αισθησιακό, νεο-vintage σκηνικό του Πάρι Μέξη –με τη γιγάντια προβολή του «Προμηθέα Δεσμώτη» του Ρούμπενς πάνω από το μπαρ–, τυλιγμένο στον ατμοσφαιρικό φωτισμό του Αλέκου Αναστασίου, συνθέτει ένα υποβλητικό, στυλάτο σύμπαν, ένα μικρό αισθητικό καταφύγιο για όσους εκτίθενται σε αυτό το, κατά τα άλλα, παντελώς αμήχανο και ψυχικά αποστειρωμένο θεατρικό εγχείρημα.
1: Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά
2: Paul Sherwin
3: Joyce Carol Oates
4: Daniel Cottom
5: Alan Rauch
6: Daniel Cottom