Εχω ένα «θέμα» με τους μονολόγους. Σε μια τόσο πληθωρική θεατρική αγορά όσο η αθηναϊκή, μια στήλη θεατρικής κριτικής (που εξ ανάγκης καλύπτει έναν σχετικά μικρό αριθμό από το σύνολο των εκατοντάδων έργων που παρουσιάζονται) οφείλει να δίνει προτεραιότητα σε παραστάσεις μεγαλύτερου εύρους, θιάσων και όχι ενός ερμηνευτή. Όχι μόνο για λόγους «οικονομικής» τάξης. Η συνεργασία πολλών ηθοποιών στη σκηνική πράξη αυξάνει κάθετα τη δυσκολία του εγχειρήματος, γιατί προϋποθέτει και απαιτεί τη συνάντηση (διανοητική, συναισθηματική και τελικά ερμηνευτική) καθενός με τους υπολοίπους. Δεν αμφισβητώ ότι έχουν και οι μονόλογοι τη δυσκολία τους: ο ηθοποιός βγαίνει μόνος κι απροστάτευτος στη σκηνή, με όλα τα βλέμματα διαρκώς στραμμένα πάνω του, χωρίς να μπορεί να πάρει ανάσα ούτε να στηριχθεί στην παρουσία και τη συμμετοχή άλλων ηθοποιών. Γι' αυτό και άλλοτε ο μονόλογος ήταν επιλογή κατεξοχήν κορυφαίων ηθοποιών, μια πρόκληση, κάτι σαν ερμηνευτικός άθλος, επιστέγασμα μιας σπάνιας υποκριτικής στόφας, ικανής να μαγεύει το κοινό. Σήμερα, οι μονόλογοι σε μεγάλο βαθμό επιλέγονται στο πλαίσιο της ανάγκης για παραστάσεις του πλέον χαμηλού κόστους παραγωγής. Η λογική αυτή έχει ένα τίμημα γιατί δεν υπολογίζει αρκούντως τους δύο αναγκαίους όρους: είναι πράγματι το κείμενο σημαντικό ώστε να αξίζει να παρουσιαστεί (όπως δεν είναι, για ν' αναφέρω πρόχειρα, η Kassandra του Σέρτζιο Μπλάνκο, που ερμήνευσε πρόσφατα η Δέσποινα Σαραφείδου, ή ο Βυθός του Γιον Άτλι Γιόνασσον που ερμηνεύει ο Θανάσης Δόβρης στο 104); Και έχει ο ηθοποιός που αναλαμβάνει τον μονόλογο τη δύναμη, με την προσωπικότητα και την ερμηνεία του, να παρασύρει τους θεατές στον επί σκηνής κόσμο του;
Αυτή είναι η πανουργία της Ιστορίας: στην ευρύτερη προοπτική του χρόνου, οι άλλοτε ηττημένοι θα έχουν επικρατήσει απόλυτα των «νικητών»
Και τους δύο όρους καλύπτει η περίπτωση της Σταματίας, το γένος Αργυροπούλου, που παρουσιάζεται στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Ο μονόλογος του Κώστα Σωτηρίου (συγγραφέα μυθιστορημάτων κατά κύριο λόγο) έχει μεγάλο ενδιαφέρον, πρώτα για τον αριστοτεχνικό τρόπο που μέσω μιας προσωπικής αφήγησης διατρέχει την ιστορία του τόπου τα τελευταία 60 χρόνια. Το χρονικό σημείο έναρξης μόνο τυχαίο δεν είναι: 1950, ο Εμφύλιος έχει μόλις τελειώσει. Η ηρωίδα του είναι 17 χρονών, κόρη ανώτερου υπαλλήλου υπουργείου, φανατικού αντικομμουνιστή, που δεν πείνασε στην Κατοχή γιατί είχε τις σωστές άκρες (και παρ' ολίγον «να ανταλλάξει κάτι σακιά αλεύρι με ένα μαγαζί στην Αιόλου»). Στη μία και μισή ώρα της εξιστόρησης των γεγονότων που σημάδεψαν την ενήλικη ζωής της θα φωταγωγηθούν έντεχνα οι μικρές και μεγαλύτερες αντιθέσεις της βαθιά διχασμένης, μεταπολεμικής Ελλάδας μέσα από τα μάτια μιας απλής γυναίκας με πρωτόγονη πολιτική σκέψη, που δεν αμφισβήτησε ποτέ τις βαθιά συντηρητικές ιδέες και τις αξίες με τις οποίες γαλουχήθηκε.
Η Σταματία ηττήθηκε κι ας ήταν, λόγω οικογενειακής παράδοσης, με τη μεριά των νικητών. Η ήττα της είναι αντι-ηρωική γιατί δεν ένιωσε ποτέ την ανάγκη να επιλέξει ούτε διακινδύνευσε για κάτι. Δεν έχασε αγωνιζόμενη για κάτι ανώτερο, όπως είναι, ας πούμε, η επιθυμία να αλλάξεις τον κόσμο στο όνομα της δικαιοσύνης και της ελευθερίας, αλλά καθηλωμένη στον ασήμαντο, γερασμένο κόσμο της – με «στήριγμα» ένα σύνολο οπισθοδρομικών ιδεών σε μια κοινωνία και σε μια εποχή που άλλαζε γρήγορα και ριζικά. Αφοσιώθηκε, λ.χ., στη μνήμη του πρόωρα χαμένου αρραβωνιαστικού της κι έμεινε παρθένα για πάντα. Όμως η φύση, το σώμα, τιμωρεί όταν το αρνείσαι.
Το ενδιαφέρον με τον μονόλογο του Σωτηρίου έχει να κάνει με το εξής φαινόμενο: ενώ οι κομμουνιστές, εν γένει οι αριστεροί, ηττήθηκαν από το κράτος της Δεξιάς, στη Μεταπολίτευση (όταν πια τελείωσε μια μακρά περίοδος απαγορεύσεων και καταπίεσης, μεταξύ άλλων της ελεύθερης διατύπωσης της άποψης και της καλλιτεχνικής έκφρασης) κυριάρχησε, δικαιολογημένα, η αριστερή οπτική στην ιστοριογραφία, στη λογοτεχνία και σε μεγάλο βαθμό στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αυτή είναι η πανουργία της Ιστορίας: στην ευρύτερη προοπτική του χρόνου, οι άλλοτε ηττημένοι θα έχουν επικρατήσει απόλυτα των «νικητών».
Το δεύτερο μεγάλο προτέρημα της Σταματίας αφορά τη γλώσσα της. Η ευπρεπής δημοτική μιας κόρης σοβαρής, συντηρητικής οικογένειας, διανθισμένη με αρκετούς τύπους της καθαρεύουσας, απηχεί τον πολιτικό διχασμό, με τον τρόπο που η συνθήκη διγλωσσίας στην Ελλάδα αντανακλούσε ιδεολογικές και ταξικές πολώσεις για περισσότερο από έναν αιώνα. Ο λόγος της ηρωίδας γίνεται φορέας της εν εξελίξει σύγκρουσης, γι' αυτό και είναι εξαιρετικά θεατρικός. Δείτε, για παράδειγμα, πώς περιγράφει το θάνατο του πατέρα της: «Βλέπεις, ο μπαμπάς είχε βγει στη σύνταξη και ως εκ τούτου διέθετε άφθονο χρόνο για να γίνεται, με αφορμή την απώλειαν του Μπάμπη, τύφλα καθημερινώς. Έτσι επήγε. Τον Δεκέμβριον του '56. Ήταν από το μεσημέρι στου Γκιόγκεζα την ταβέρνα, ένα χαμαιτυπείο που ουδόλως άρμοζε σε τμηματάρχην του υπουργείου Εμπορίου και εν συνεχεία συναντήθηκε με κάτι αποστράτους που διαρκώς του υπεδαύλιζαν την ιδέα περί συνωμοσίας των κομμουνιστών στην απώλεια του Μπάμπη. Στο καφενείο επήγαν κι άρχισαν τα ούζα, ώσπου ο μπαμπάς έχασε τις αισθήσεις του κι έπεσεν καταγής. Αυτό ήταν. Ώσπου να φέρουν γιατρό, πάει, έφυγε. Έμφραγμα και θάνατος ακαριαίος». Η Σταματία είναι πολύ σοβαρή και επειδή το εύρος της σκέψης (άρα και της ζωής) της είναι τόσο περιορισμένο, ο τρόπος που μιλάει είναι εν τέλει κωμικός στις αντιφάσεις του.
Τη ηρωίδα υποδύεται θαυμάσια η Ελένη Ουζουνίδου, μια ηθοποιός με ταλέντο φυσικό, που αναδύεται όπως το νερό από τη γη. Ακόμη κι αν κόπιασε, μαζί με τον σκηνοθέτη της, τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο, για να οικειοποιηθεί την ψυχοσύνθεση και τον λόγο της Σταματίας, αυτό δεν φαίνεται. Η ερμηνεία της είναι χυμώδης, γεμάτη αισθήματα, ικανή να δημιουργεί στο μυαλό του θεατή εικόνες, έξυπνη και με χιούμορ. Παίζει με την υστερία της γυναίκας, με τα ερωτικά της απωθημένα, σαν να ήταν το κοινό ο αρραβωνιαστικός που δεν θα γίνει ποτέ σύζυγος.
Το Δώμα του Νέου Κόσμου, στρωμένο με σεμέν (άλλοτε βασικό διακοσμητικό όλων των ελληνικών σπιτιών) από τη σκηνογράφο Μαγδαληνή Αυγερινού, ευνοεί τον εξομολογητικό τόνο και ενισχύει το περιεχόμενο της αφήγησης γιατί λειτουργεί αναλογικά με τη μικρή ζωή της ηρωίδας, με τις απολύτως περιορισμένες εμπειρίες της, με τα τσιμεντένια στεγανά του μυαλού της. Πρόκειται, βλέπετε, για γυναίκα εσωτερικών χώρων, έγκλειστη πρώτα στο πατρικό της, μετά στο σπίτι της αδελφή της, για λίγο στο σπίτι της φίλης της και, τελικά, στο δωμάτιο του γηροκομείου όπου επιθυμεί να αποσυρθεί. Το ευάερον κι ευήλιον της ζωής δεν θέλησε να το γνωρίσει. Ούτε προς τα Αριστερά, ούτε καν προς τα Δεξιά.