Η μικρού μήκους ταινία του Ζακ Σιμχά (Jacques Simha) «Rosa Cairo» απέσπασε τον Αύγουστο το Βραβείο Κοινού στο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Ιεράπετρας, έχει στα σκαριά δύο ακόμα ταινίες, ζωγραφίζει (δεν βρέθηκε τυχαία στην ΑΣΚΤ), γράφει ποίηση, παίζει και μουσικές ως DJ, από σόουλ και φανκ μέχρι νταρκ γουέιβ και ποστ πανκ, βεβαίως και ποπ. Όλα αυτά με μια σεμνότητα και μια ωριμότητα που εντυπωσιάζουν για την ηλικία του και συνδυάζονται μια χαρά με την ανοιχτοσύνη, τη δοτικότητα αλλά και μια αιχμηρή, όταν χρειάζεται, γλώσσα.
Μιλήσαμε για όλα αυτά, για τις καλλιτεχνικές και υπαρξιακές του αναζητήσεις, για τα δύσκολα εφηβικά βιώματα, για τη μοναχικότητα ως επιλογή και τη συντροφικότητα ως προοπτική, για την καθημερινότητά του, καθώς επίσης και για τη ματιά του πάνω στη σύγχρονη ΛΟΑΤΚΙ πραγματικότητα – μια ματιά συμπεριληπτική και ταυτόχρονα «αντικανονική», η οποία εκφράζει, νομίζω, πολλούς συνομηλίκους του στην ίδια φάση, που τη λες και εύστοχη, συγκροτημένη και σίγουρα αισιόδοξη.
— Μεγάλωσες Αθήνα, αλλά κρατάς από Θεσσαλονίκη, σωστά;
Ναι, στην Αθήνα ήρθαμε μετά το 2010 με την οικογένειά μου –τη μητέρα μου δηλαδή και τη νεότερη αδελφή μου, γιατί οι γονείς μου είναι χωρισμένοι‒, όμως εκείνες το ’15 μετανάστευσαν στην Ολλανδία, οπότε από τα δεκαεφτά μου ζω μόνος! Τρόπος του λέγειν δηλαδή, γιατί στο μεταξύ έχω συγκατοικήσει με διάφορα άλλα άτομα σε διάφορα σπίτια: Εξάρχεια, Αργυρούπολη, Αγία Παρασκευή και τώρα Κυψέλη, μια γειτονιά που μου αρέσει πολύ.
— Πόσο εύκολο σού ήταν να συγκατοικήσεις;
Όχι και τόσο. Δεν ξέρω ποια είναι η συνταγή επιτυχίας μια συγκατοίκησης, είχα ακούσει ότι καλύτερα να μένεις με άτομα που δεν γνωρίζεις από πριν, ώστε η οικειότητα να μην αλλοιώσει τις ισορροπίες. Αυτό και έκανα, ύστερα όμως ήρθε η καραντίνα και όταν η έλλειψη επιλογών εκβιάζει σχεδόν μια οικειότητα με άτομα με τα οποία ταιριάζεις από πολύ λίγο έως καθόλου, κάπως ζορίζεσαι! Οικονομικά, τώρα, είναι σίγουρα πιο συμφέρουσα μια συγκατοίκηση και αξίζει γενικότερα να την προσπαθήσεις, όμως στο εξής θα προτιμούσα να μένω μόνος, ει δυνατό.
Δεν νομίζω ότι αξίζει η queer αλληλεγγύη σε άτομα που δεν έχουν μάθει να σέβονται και να στηρίζουν συνανθρώπους που επίσης καταπιέζονται. Βρίσκω γενικά απαράδεκτες τις διακρίσεις, τη mach-ίλα και την κατάχρηση εξουσίας και προνομίων ως αντιστάθμισμα στον δικό μας πόνο. Εξίσου απαράδεκτο είναι και το μπούλινγκ, πρακτική στην οποία συνήθως προβαίνουν άτομα με απωθημένα και βαθιά εσωτερικευμένη ομοφοβία/τρανσφοβία.
— Την παλεύεις γενικά εύκολα με την πάρτη σου;
Ναι, γιατί ανέκαθεν ήμουν μοναχικός χαρακτήρας. Όχι με την έννοια της μοναξιάς αλλά της μοναχικότητας ως επιλογή, που είναι κάτι διαφορετικό. Αν είναι π.χ. να διαλέξω τη φάση μόνος ή με κόσμο, συνήθως επιλέγω το πρώτο. Χρειάζομαι τον δικό μου χώρο προκειμένου να συνυπάρξω με κόσμο ‒δεν εννοώ τους φίλους, γιατί, ok, παρέες έχω‒ αλλά τους παραέξω. Πάνω στη δουλειά, βέβαια, η συνύπαρξη και η αλληλεπίδραση με τους συνεργάτες είναι απαραίτητη συνθήκη, το σινεμά είναι φύσει συλλογική προσπάθεια κι αυτό με εξιτάρει –δεν επιδίωξα να γίνω ζωγράφος, ας πούμε, παρότι ζωγραφίζω από μικρός, κυρίως πορτρέτα με μολύβι, και αυτό είναι σίγουρα μια πιο μοναχική δραστηριότητα.
— Σε πρωτοείδα να πρωταγωνιστείς στο βιντεοκλίπ του «Gomenaki (Someone who isn’t me)», που είχε κάνει πάταγο όταν κυκλοφόρησε το ’18 και ακόμα αρέσει πολύ. Πόσο σε επηρέασε εκείνη η εμπειρία;
Σίγουρα με σημάδεψε και την κρατώ στην καρδιά μου. Συνέπεσαν, μάλιστα, τα γυρίσματα με το πρώτο καλοκαίρι της ενηλικίωσής μου, με την έννοια ότι μόλις είχα τελειώσει το λύκειο –το Καλλιτεχνικό Σχολείο στον Γέρακα– και ετοιμαζόμουν για εξετάσεις στην ΑΣΚΤ.
Με κολάκευε όλη εκείνη η δημοσιότητα και αναγνωρισιμότητα, δεν λέω, μολονότι με σκάλωνε και λίγο καθώς ήταν μια έκθεση μεγάλη και απότομη, συνέβη δε αυτό σε ένα παιδί όπως εγώ, που, προτού επιλέξω τη μοναχικότητα ως συνθήκη, τη βίωνα ως απέραντη μοναξιά, η οποία κάποτε γινόταν τρομακτική. Προτού πάω στο Καλλιτεχνικό, που κυριολεκτικά με έσωσε –δεν υπερβάλλω, δεν το πίστευα ότι θα ένιωθα τόσο άνετα σε ένα σχολικό πλαίσιο‒, είχα δεχτεί άγριο μπούλινγκ, όχι τόσο για τη σεξουαλικότητά μου, που τότε την έκρυβα κιόλας, όσο για το ότι ήμουν «weirdo», απροσάρμοστος!
Διέφερα από το μέσο αγόρι της ηλικίας μου, είχα άλλα ενδιαφέροντα και ευαισθησίες και αυτό ξένιζε. Αναρωτιόμουν κιόλας τι πάει λάθος και δεν μπορούσα να είμαι κι εγώ ένας μικρός «κάφρος»! Το δε μυστήριο ονοματεπώνυμο και η εβραϊκή καταγωγή από την πλευρά του πατέρα μου έκαναν το πράγμα ακόμα χειρότερο ‒ εκεί να δεις δούλεμα. Φαντάσου ότι κλεινόμουν στα διαλείμματα στις τουαλέτες, ώστε να έχω την ησυχία μου, να μην είμαι εκτεθειμένος στο προαύλιο.
Η μετεγγραφή στον Γέρακα, όπου το κλίμα ήταν πολύ διαφορετικό, μου φάνηκε χολιγουντιανό θαύμα κανονικά, πρώτη φορά πήγαινα σχολείο χωρίς άγχος. Ένιωσα επιτέλους κανονικός άνθρωπος, έκανα φιλίες, «λύθηκα» κάπως, αλλά και το εκπαιδευτικό αντικείμενο ήταν σαφώς πιο ενδιαφέρον ‒ και για τέχνη μάθαινα και ζωγράφιζα, που τόσο μου άρεσε, και μπούλινγκ δεν έτρωγα!
Someone Who Isn't Me – Gomenaki (Official Video)
— Βρέθηκες, λοιπόν, στην ΑΣΚΤ, όπου επίσης το περιβάλλον είναι πιο ανοιχτό και υποστηρικτικό, εντούτοις έχουν υπάρξει κριτικές ότι αυτό είναι συχνά επιφανειακό.
Ναι, χρειάζεται περισσότερη δουλειά, δεν μπορεί, ας πούμε, οι περισσότεροι καθηγητές να είναι στρέιτ άντρες, χρειάζεται κι εκεί αλλαγή παραδείγματος. Κοίτα, γενικά στον καλλιτεχνικό χώρο υπάρχει πια ένας μεγάλος αριθμός queer καλλιτεχνών και καλλιτεχνικών πρότζεκτ και σίγουρα υπάρχει χώρος για περισσότερα, αν και δεν θα ήθελα να γίνει μαρκετινίστικη η φάση, όπως αλλού, όπου γίνεται συχνά σημαία ευκαιρίας το queer.
Χρειάζεται, επίσης, να απαλλαγούμε κάποτε όχι μόνο από τα ετεροκανονικά αλλά και από τα ομοκανονικά πρότυπα. Γιατί και η ομοκανονικότητα μπορεί να λειτουργεί ρεφορμιστικά, κάτι οξύμωρο από την πλευρά του queer.
— Φαίνεται, πάντως, ότι καλλιτεχνικά σε κέρδισε μάλλον το σινεμά.
Όντως, παρότι η ζωγραφική παραμένει μεγάλη αγάπη. Με το σινεμά ξεκίνησα ως ηθοποιός –και λίγο ως παραγωγός‒ στο «Waithood» της Louisiana Mees-Fongang, ένα ελληνοβελγικό μυθοπλαστικό ντοκιμαντέρ μικρού μήκους που προβλήθηκε και στο Φεστιβάλ της Δράμας το ’19 ‒ ήταν το πρώτο σκαλοπάτι μου εκεί προτού ξαναπάω πέρσι, με την πρώτη δική μου μικρού μήκους, τη «Rosa Cairo».
— Η ταινία «Rosa Cairo», που τον Αύγουστο βραβεύτηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ της Ιεράπετρας, είχε μια joie de vivre αύρα, ή έτσι μου φάνηκε.
Καταρχάς να πω ότι άλλο πράγμα επιδίωκα να βγει και μάλλον άλλο βγήκε! Όχι πως χαλιέμαι, δεν είναι ασυνήθιστο να καταλαβαίνει κανείς γιατί έκανε μια ταινία, αφού τη δει στο τέλος ολοκληρωμένη. Ήθελα να εστιάσω στην απόσταση που μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στα άτομα που συζούν σε ένα τύπου κοινόβιο και στη δυσκολία της ουσιαστικής πνευματικής επαφής που αντικαθιστά η σωματική, δίχως καθόλου να υποτιμώ την τελευταία.
Οι περισσότεροι, όμως, που συζήτησα μαζί τους άλλα πράγματα είδαν, μια ζεστασιά, μια εγγύτητα, ένα joie de vivre ακόμα όπως είπες, γιατί όχι; Και ναι, σίγουρα υπάρχουν και δικά μου βιώματα εκεί, δεν είναι όλα μυθοπλασία!
— Νομίζω ότι ήδη ετοιμάζεις μια νέα κινηματογραφική δουλειά.
Έχω πράγματι στα σκαριά το «KU», μία ακόμα μικρού μήκους, και αν όλα πάνε καλά, μια επόμενη μεγάλου μήκους. Το «KU» αφορά την ιστορία ενηλικίωσης ενός εφήβου με προβληματική όραση, ο οποίος ερωτεύεται την ιδέα ενός άγνωστου τύπου – εμείς παρακολουθούμε τους συνειρμούς του, που μοιάζουν με καλοκαιρινό όνειρο, και αφουγκραζόμαστε την ανάγκη του να έρθει σε πραγματική επαφή με τον φανταστικό αυτό τύπο.
Μπαίνει ταυτόχρονα το ερώτημα πόσο ερωτευόμαστε έναν πραγματικό άνθρωπο και όχι την ιδέα που έχουμε σχηματίσει εμείς γι’ αυτόν αλλά και το πόσο μπορείς να γνωρίσεις πραγματικά τον άλλον αν δεν έχεις γνωρίσει τον εαυτό σου πρώτα, ένα θέμα που με απασχολεί συχνά αναφορικά με τις ανθρώπινες σχέσεις και όχι μόνο τις ερωτικές. Ο πρωταγωνιστής θα λέγεται Παύλος, όπως και στο «Rosa Cairo» – έχω μια εμμονή με αυτό το όνομα, δεν ξέρω γιατί, σκέφτομαι μάλιστα να ονομάσω έτσι και μια ποιητική συλλογή που ετοιμάζω.
Η μεγάλου μήκους, τώρα, θα αναφέρεται στη ζωή ενός ανθρώπου που έχει ζήσει σε πολλά διαφορετικά σπίτια. Θα υπάρχει ξανά η προβληματική της ύπαρξης μιας σταθερής βάσης, θα έχει επίσης πολλή μουσική, αφού ο πρωταγωνιστής είναι πιανίστας, δεν μπορεί όμως να παίξει πια λόγω κάποιου προβλήματος και η αδυναμία του αυτή γίνεται αφορμή για μια υπαρξιακή αναδρομή στο παρελθόν του.
Ελπίζω, βέβαια, και θέλω να τα πετύχω όλα αυτά, γιατί το να κάνεις σινεμά στην Ελλάδα παραμένει δύσκολη υπόθεση. Χρήματα δεν βρίσκονται εύκολα, εκτός κι αν πρόκειται για πολύ εμπορικές παραγωγές, η δε πολιτεία προτιμά να ξοδεύεται για να ενισχύει κι άλλο την αστυνομία, ας πούμε, και να πολλαπλασιάζονται οι μπάτσοι σαν τα gremlins, αλλά όχι για την τέχνη!
— Οι σινεφίλ αναφορές σου;
Καταρχάς ο Φασμπίντερ – πολυαγαπημένος, ειδικά για τη «Χρονιά με τα 13 φεγγάρια». Ο Βίνσεντ Γκάλο επίσης, το «Brown Bunny» π.χ. το θεωρώ αριστούργημα. Ο Ζουλάφσκι, ο Βίντερμπεργκ, ο Πάνος Κούτρας, είναι επίσης σημεία αναφοράς, αγάπησα όμως πολύ και το μπλοκμπάστερ «Home Alone», κωμωδία μεν, που όμως μπορεί να ιδωθεί και ως ένα δράμα απότομης ενηλικίωσης.
— Βιβλία διαβάζεις;
Ναι, αρκετά. Λατρεύω τον Αλέν Μπαντιού, τον Αλμπέρ Καμί, τον Λούντβιχ Βιντγκενστάιν, τον Ζαν Κοκτό – υπόψη, βέβαια, ότι όλο το φετινό καλοκαίρι διάβαζα Ιστορία της Τέχνης εν όψει της εξεταστικής! Με έλκουν ιδιαίτερα ο ρομαντισμός και ο συμβολισμός και καλλιτέχνες όπως η Αλεξάνδρα Βαλιτζέφσκα και ο Ουίλιαμ Τέρνερ.
— Από queer καλλιτέχνες;
Naomi Frisson, P.anas.m (Αναστάσης Παναγής Μελέτης) και Cha.Vla, για να αναφέρω μόνο μερικούς.
— Δυσκολεύτηκες πολύ όταν ανακάλυψες τη σεξουαλικότητά σου;
Κοίτα, ήμουν καταρχάς τυχερός, γιατί η μητέρα μου, ένας έξυπνος και ανοικτός άνθρωπος, ήταν πολύ υποστηρικτική. Φαντάσου κιόλας ότι λάτρεψε εκείνο το βιντεοκλίπ με το «Gomenaki» και το πόσταρε διαρκώς! Αλλά και ο πατέρας μου, με τον οποίο σπάνια βλεπόμαστε –ζει στη Θεσσαλονίκη– και που δεν έχουμε μια τυπική σχέση μπαμπά-γιου, ήταν κομπλέ με αυτό όταν το έμαθε. Οι άλλοι συγγενείς είναι γενικά στον κόσμο τους, αλλά και να το παίρνανε γραμμή, δεν τρέχει τίποτα, έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσα να αλληλεπιδρώ με άτομα που έχουν βασικά θέματα διαχείρισης και συνειδητότητας.
Είπαμε, αν ο άλλος δεν σε βλέπει και δεν σε δέχεται έτσι όπως είσαι αλλά όπως νομίζει ή όπως θέλει εκείνος να είσαι, καμία σχέση δεν μπορεί να προχωρήσει, είτε συγγενική, είτε φιλική, είτε ερωτική. Αν κιόλας προσπαθείς, παρά ταύτα, να διατηρήσεις σχέσεις με τέτοια άτομα, συμβάλλεις και ο ίδιος στην καταπίεσή σου. Έτσι τουλάχιστον το καταλαβαίνω εγώ.
Κάτι άλλο που σημάδεψε άσχημα τη δική μου γενιά ήταν η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου, σοκαριστική ήταν όμως επίσης η συγκάλυψη και τη σκύλευση που επιχειρήθηκαν στη συνέχεια. Η απόδοση δικαιοσύνης είναι το στοιχειώδες που απαιτούμε.
— Τη σημερινή ΛΟΑΤΚΙ πραγματικότητα πώς την κρίνεις;
Αρχικά, είναι γεγονός ότι τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα σήμερα ανασαίνουν ευκολότερα κι αυτό είναι πολύ βασικό. Θεωρώ, επίσης, πολύ θετικό το ότι η συνειδητότητα της κοινότητας –ενός υπολογίσιμου κομματιού της, τουλάχιστον‒ έχει προχωρήσει αρκετά, ώστε να συμμερίζεται τα προβλήματα κι άλλων καταπιεζόμενων κοινωνικών ομάδων και να στέκεται αλληλέγγυα πλάι τους.
Υπάρχουν όμως ακόμα θέματα και δεν εννοώ μόνο τη βία, την ορατότητα και τα δικαιώματα. Δυσκολεύομαι, ας πούμε, να κατανοήσω πώς ένας άνθρωπος που έχει συμφιλιωθεί με τη διαφορετική σεξουαλικότητά του μπορεί να είναι ταυτόχρονα ρατσιστής, ξενοφοβικός ή μισογύνης, παρότι ξέρω ότι δυστυχώς, ναι, μπορεί να συμβαίνει όταν η συμφιλίωση αυτή είναι προσχηματική, συμφεροντολογική και τίθεται σε πλαίσια βολέματος μιας καύλας, χωρίς το υπόβαθρο μιας συνειδητότητας και μιας κουλτούρας απελευθερωτικής. Δεν νομίζω ότι αξίζει η queer αλληλεγγύη σε άτομα που δεν έχουν μάθει να σέβονται και να στηρίζουν συνανθρώπους που επίσης καταπιέζονται. Βρίσκω γενικά απαράδεκτες τις διακρίσεις, τη mach-ίλα και την κατάχρηση εξουσίας και προνομίων ως αντιστάθμισμα στον δικό μας πόνο.
Εξίσου απαράδεκτο είναι και το μπούλινγκ, πρακτική στην οποία συνήθως προβαίνουν άτομα με απωθημένα και βαθιά εσωτερικευμένη ομοφοβία/τρανσφοβία. Υπάρχει έπειτα και το ενδοκοινοτικό μπούλινγκ... Αν, όμως, δεν έχεις μάθει να σέβεσαι και να αποδέχεσαι τον ίδιο σου τον εαυτό, πώς θα το κάνεις για τους άλλους; Και επιτέλους, ας μη σέβεσαι εσένα, μπορείς, παρακαλώ, να μην ενοχλείς παραπέρα, γιατί κανείς δεν σου χρωστάει τίποτα να τον κακοποιείς λεκτικά ή και σωματικά;
— Τι εκτιμάς περισσότερο;
Την ειλικρίνεια, τη συνέπεια και την αξία της συντροφικότητας ‒ θα ήθελα ξέρεις να διαπλάσω μια δική μου οικογένεια με την ευρεία έννοια, σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο. Εκτιμώ όμως πολύ και το χιούμορ, ειδικά το μαύρο!
«2222»: Ένα ποίημα του Jacques Simha
Εφτά, ακόμη. Ή και 8. Ποιος ξέρει;
Έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν τον κοιτάζει πια.
Τι σημαίνει «ηλικία» αν είσαι διαφανής;
Οι καθρέφτες; Ακόμα πολύ ψηλά για να τους φτάσει.
Ταξιδεύει στο φως,
αχτίδες ήλιου - μοχλοί
ένα βήμα, κι άλλο φως.
Περιπλανάται χωρίς να ξεκινά, το τέλος πανταχού παρόν.
Όμως, ο Ναός του Καθενός,
έξαφνα βρίσκεται εδώ, μπροστά στα μάτια του.
Ίχνος ξένης παρουσίας τριγύρω· ό,τι ανοίκειο, συσσωρευμένο στη φιγούρα απέναντί του.
Μάζα από μυς,
Πελώριο δέντρο από δέρμα και νερό, χωρίς πρόσωπο.
Διάχυτη σιωπή, εκκωφαντικά μικρή.
Οργανικά, σκαρφαλώνει τα κλαδιά - άκρα,
κλειδώνοντας τα πόδια σε εσοχές - κεραμίδια.
Δεν κοιτάζει ποτέ ψηλά, μόνο εδώ και πίσω.
«Ιδρώνει, άραγε, το δέντρο, αν το κουράσω;»
Ως τη σκεπή,
Από εδώ, το νερό αντανακλάται στον ουρανό, πλάι στις ρίζες - ακροδάχτυλα.
Τα μάτια του σχεδόν τυφλά.
Η μυωπία σταδιακά αυξάνεται, ώσπου πήζει περιμετρικά η ατμόσφαιρα σε γυαλί.
Έξαφνα, ως διά επιπρόσθετης μαγείας,
Απειράριθμοι καθρέφτες περικλείουν το δέντρο του(ς).
Καθρέφτες ιπτάμενοι, αιχμηροί.
Το θέμα, η αντανάκλαση του ίδιου να καβαλά τον εαυτό του.
Μικροσκοπικό κεφάλι για τόσο ογκώδεις ώμους.
(ειδικά για τόσες αντανακλάσεις - επικυρώσεις!)
Για λίγο, ό,τι και να σημαίνει «πολύ», νιώθει ουσιαστική απόσταση.
Ξυπνά και προσγειώνεται με παφλασμό στη θάλασσα (;).
Αχ, και να 'ξερε να περπατά!