Χθες, μετά από ένα αργό και γραφειοκρατικό πρωινό στους κόλπους του αγαπημένου μας ΟΑΕΔ, έσυρα τα ακόμα πιο αργά πόδια μου μέχρι τα Κτελ του Ν. Σερρών, προκειμένου να πάρω την υπερταχεία (!) γραμμή για Ασπροβάλτα (αλλαγή δύο λεωφορείων και περίπου δίωρη διαδρομή για σχεδόν πενήντα χιλιόμετρα απόσταση), όπου και επιτέλους θα με περίμενε η αρχή του καλοκαιριού μου… πλάι στα πιο αγαπημένα μου πρόσωπα… την οικογένειά μου!
Εκεί…. καθισμένη σε ένα ξύλινο παγκάκι, κουρασμένη και σχεδόν ζαλισμένη από την ένταση του ήλιου συνεχόμενα τόσες ώρες πάνω στο κεφάλι μου… παρακαλούσα να έρθει επιτέλους το δικό μου λεωφορείο.. και να με σώσει από τον φούρνο της εξωτερικής ατμόσφαιρας και από μία πιθανή ηλίαση… Πρώτη στάση Παλαιοκόμη, και από κει ανταπόκριση για Ασπροβάλτα και Θεσσαλονίκη, μονολόγησα από μέσα μου με μία διάθεση επανάληψης… και φόβου στιγμιαίας βραχυπρόθεσμης απώλειας μνήμης…
«Και συ Παλαιοκόμη πηγαίνεις;».. αποκρίθηκε μία φωνούλα από δίπλα μου, τόσο αχνή όσο και κείνη που φτάνει κάποιες φορές στο αυτί μας κατά τη διάρκεια ενός υπεραστικού τηλεφώνου.. Μια γιαγιά μαυροφορούσα, με γκρίζα μαλλιά, πιασμένα κότσο πίσω ψηλά στο κεφαλάκι της… κανονική σε ύψος και κιλά… μελαχρινή στο δέρμα… με δυο μεγάλα καστανά μάτια… με μία φαρδιά χρυσή βέρα στο δεξί της χέρι… μία μικρή τσάντα στην άκρη δίπλα της και ένα μπαστουνάκι ξύλινο- μαρτυρία των χρόνων που πέρασαν από πάνω της- φαινόταν να λαχταράει λίγη συντροφιά…
Δυστυχώς.. ως άνθρωπος δηλώνω τώρα ένοχη… και γεμάτη τύψεις. Η πρώτη μου σκέψη, η καθαρά εγωιστική… που δηλώνει απόλυτα μόνο τη δική μου διάθεση απέναντι στην αλληλεπίδραση με το περιβάλλον.. ήταν το γιατί ενώ αυτή τη στιγμή θέλω να βυθιστώ στην αόρατη υπόστασή μου και να μην υπάρχω για κανέναν, βρέθηκε ένας ξένος άνθρωπος να «διαρρήξει» την ηρεμία μου… Επειδή, όμως, κάτι μέσα μου πάντα με κρατάει μακριά από αγενείς αντιδράσεις, ειδικά προς άτομα τρίτης ηλικίας, τα οποία και αγαπάω ιδιαίτερα.. της απάντησα με τόνο αρμονικά συνδυασμένο με το θέμα ανάλυσής μας, ελπίζοντας να τελειώσει εκεί η όποια «επαφή» μας…
Χαμογέλασε καλοπροαίρετα, αλλά σχεδόν αδιάφορα στην απάντησή μου και για λίγα λεπτά μόνο έμεινε βουβή… παράξενα βουβή… κοιτώντας μπροστά.. στο άπειρο, με δυο μάτια τσακισμένα… άδεια. Την κοίταξα τότε..την κοίταξα πραγματικά, και απλά περίμενα να μου μιλήσει.. «Εγώ κορίτσι μου έρχομαι από τον Βόλο.. και τώρα πάω στο σπίτι μου πίσω ξανά… Έκανα ολόκληρο ταξίδι.. για τον εγγονό μου… για να τον χαιρετήσω… γιατί αυτός έφυγε πρώτος… έφυγε νέος… όμορφος.. με όλες τις χάρες του..απλά έφυγε… ξαφνικά…. έφυγε…».
Τα ζαρωμένα χέρια της έτριβαν αμήχανα το ένα το άλλο… και γω αυτά τα χέρια θυμάμαι, γιατί μόνο αυτά είχα το κουράγιο να κοιτάω… Μάτωσε η ψυχή μου… βλέποντας έναν άνθρωπο δίπλα μου να κλαίει και να σπαράζει βουβά για την απώλειά του.. κι έτσι απλά μου ξέφυγε μόνο ένα τόσο μικρό και σχεδόν γελοίο «λυπάμαι τόσο πολύ…» Αφεθήκαμε μαζί στην υγρή λύτρωση των δακρύων… χωρίς να μιλάμε… καθισμένες δίπλα δίπλα… κοιτώντας πότε το πάτωμα και πότε κλεφτά η μία την άλλη… σαν ανάγκη να νιώσουμε λίγο περισσότερο ζωντανές μέσα από την πιο αυθόρμητη ανθρώπινη επαφή… που ξεχνώντας την τελικά έχουμε νεκρωθεί κι ακρωτηριαστεί όλοι μας….
Από χθες… έρχονται στο μυαλό μου τα μάτια της… και αμέσως ένα κόμπος ανεβαίνει στον λαιμό μου.. γιατί πόσο τραγική είναι η εικόνα μιας γιαγιάς που έχει χάσει τον μόλις 30 ετών εγγονό της.. Τι παρηγοριά να προσφέρεις… και τι λόγια.. Δεν υπάρχουν… το ξέρω και το ξέρουμε όλοι μας…. Γιατί ο θάνατος είναι αναπόφευκτος, αλλά τουλάχιστον ευχόμαστε πάντα να ακολουθεί τους νόμους της φύσης και της πληρότητας χρόνων… κι όχι κόντρα σ’ αυτήν να αναγκάζει τη δύση να πενθεί για την αυγή, πριν καν προλάβει εκείνη να δείξει όλα τα χρώματά της….
Πόσο πολύτιμα εύθραυστη είναι η ζωή μας… πόσο επιπόλαια και επιδερμικά την εξαντλούμε κάποιες στιγμές…
Πόσο….
σχόλια