Παρασκευή βράδυ, λεωφόρος Συγγρού, 03:54 πμ. Μετά τη δουλειά, και αφού πετάχτηκα για μια μπύρα στον Σταυρό Του Νότου, βρέθηκα για φαγητό. Όταν μπήκα μέσα, αντίκρισα μια ξανθιά με άσπρο μίνι και ψηλοτάκουνα να παραλαμβάνει μια σακούλα γεμάτη φαγητά. Πλήρωσε, και αφού χαιρέτισε ευγενικά, έφυγε με τον κοντό συνοδό της. "Τραγουδίστρια?", ρώτησα τον σερβιτόρο. "Όχι, βιζιτού", μου απάντησε. Παρήγγειλα κοτόπουλο με ρύζι και βγήκα έξω να περιμένω το φαγητό μου. Η πριγκίπισσα της νύχτας, με τη σακούλα στο χέρι, κατευθυνόταν στο γνώριμο ζευγάρι των άστεγων που κοιμόταν λίγο πιο δίπλα. Έσκυψε και την άφησε. Είμαι σίγουρος πως πίστευε πως ένοιωθε συμπόνια για τους ενοίκους του πεζοδρομίου. Εγώ πάλι σκεφτόμουν πως μάλλον ήθελε να ξορκίσει τον φόβο της: πως μια μέρα θα μπορούσε να είναι συγκάτοικος τους. Ίσως και να ευχαρίστησε την Παναγία από μέσα της. Το τραπέζι απέναντι μου, μια παρέα τριαντάρηδων, άρχισε να χειροκροτεί και να επιδοκιμάζει. Η ξανθιά μπήκε στο αμάξι που την περίμενε και έφυγε. Ο άντρας που ξάπλωνε, αντιλήφθηκε τι έγινε και σηκώθηκε εμφανώς ενοχλημένος. Περπάτησε γρήγορα στον κάδο και πέταξε τη σακούλα με τα φαγητά. Γύρισε πίσω και άρχισε να καπνίζει.
"Ρε παιδιά, ο άνθρωπος μουνί ήθελε!" φώναξε ένας από την παρέα των τριαντάρηδων. Γέλασαν και συνέχισαν τη δουλειά τους. Μιλούσαν δυνατά και τρώγανε με ανοιχτά τα στόματα. Ήταν καλοντυμένοι και κάπως μεθυσμένοι. Τους φαντάστηκα να χορεύουν τσιφτετέλια, μισή ώρα νωρίτερα. Δεν ξέρω τί ακριβώς ήθελε ο άστεγος, αλλά φαντάζομαι ότι θα ένοιωσε χορτάτος με την σκέψη πως μόλις αρνήθηκε μία σακούλα μουσακάδες από μία πουτάνα. Είναι αξιοθαύμαστη η ψευδαίσθηση που έχουμε ότι η απόφαση μιας στιγμής μπορεί να συμπυκνώσει ένα υποτιθέμενο ηθικό ανάχωμα που δίνει νόημα στην κατά τα άλλα, αδιάφορη για άλλους, ύπαρξη μας. Πήρα τη μηχανή στα χέρια μου για να δω τη φωτό που μόλις είχα βγάλει. Ζούμαρα και σκέφτηκα "Καλά, υπάρχει ακόμα ο Κλαουδάτος?"
σχόλια