1. Με γοήτευαν και με γοητεύουν τα τεθλασμένα έργα, τα σπασμένα παιχνίδια, τα συναρμολογούμενα βιβλία. Πετάγεσαι από τη μία σελίδα στην άλλη, αλλάζεις διάθεση από τη μία παράγραφο στην άλλη, νιώθεις τον καταιγισμό να εναλλάσσεται με τη νηνεμία, κι όλα όμως να είναι ένα, όλα να οδηγούν στη μέθεξη, όλα να σε οδηγούν σε λεκτικές συνθέσεις και αρχιτεκτονήματα εντός σου. Και πώς να μιλήσεις για τον έρωτα, αυτόν της σάρκας και των οστών, αν όχι με κομμάτια κι αποσπάσματα; Πώς, αν όχι μέσα από την αντισφαίριση των αντιφάσεων και από το night club των συνειρμών; Διαβάζω, και μένω, όπως λέγαμε παλιά: «"Συναντιόμασταν. Γδυνόμασταν. Ανταλλάσσαμε υγρασίες. Ξαναντυνόμασταν. Συναντιόμασταν. Γδυνόμασταν. Ανταλλάσσαμε σιωπές. Συναντιόμασταν. Γδυνόμασταν. Ανταλλάσσαμε ψέματα. Ξαναντυνόμασταν. Συναντιόμασταν. Γδυνόμασταν. Ανταλλάξαμε ποτέ γυμνότητες;" Σου φάνηκε ελαφρώς μελό, όταν έλαβες μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του Τζακομέτι απ' το Παρίσι, όπου από πίσω υπήρχαν αυτές οι αράδες, με γράμματα ψείρες, λες και αρνιόντουσαν να μνημειωθούν στο χαρτί, λες και λαχταρούσαν να χαθούν στην απόλυτη λευκότητα» (Μισέλ Φάις, Κτερίσματα, εκδ. Πατάκη, σ. 191). Έρωτας μέσα από το καλειδοσκόπιο του συγγραφέα που γίνεται/είναι ποιητής. Και μου 'ρχεται το τετράστιχο, διαβάζοντας το βιβλίο, και το γράφω στο σημειωματάριο:
Κτερίσματα εδιάβαζα του Φίνου Φίλου Φάις
Και ουίσκι άιρις έπινα με δίχως διόλου ice
Θραύσματα και θερίσματα, θύμησες και θεριέματα
Αρμόζονται, συμπλέκονται, κάμουνε ντου στα ψέματα
2. Μυθιστορήματα σε λίαν συμπυκνωμένη μορφή, short stories έτοιμες ανά πάσα στιγμή να εκραγούν. Ζωή στο περιθώριο, χαμοζωή, ζωή σε υποχθόνιους γαλαξίες, στις κατακόμβες της επίσημης πραγματικότητας που μπάζει από παντού. Ψυχές με στρώματα λάσπης γύρω τους, τρένα χτεσινά, ρόδες σκουριασμένες, ιδρωμένες, που έγραφε ο Τάσος Φαληρέας και τραγουδούσε ο Θείος Νώντας, νοσταλγία αναποδογυρισμένη έτσι που να σου δείχνει την άχαρη βραχνάδα ενός άχαρου σήμερα, γιατί κάποτε υπήρχανε «αυτά τα γλυκά απόβραδα που περιμένεις να συμβούν τα πάντα, και καθόμαστε στο καφενείο δίπλα στη λίμνη», ενώ σήμερα, άμα σε ρωτήσουν απότομα, θ' απαντήσεις πως όχι, σίγουρα όχι, δεν υπάρχουν καφενεία και δεν ξέρεις ακριβώς τι σημαίνει λίμνη. Δημήτρης Νόλλας και Στον τόπο (εκδ. Ίκαρος), δέκα διηγήματα και ογδόντα τρεις σελίδες που γίνονται οχτακόσιες, χίλιες τριακόσιες μες στο μυαλό σου, που το πυρώνουν και το βουρλίζουν με την ασυνεννοησία του Νεκτάριου και της Ανθούλας, όπου και η φράση «Πόσα σουσάμια μπορεί να είναι κολλημένα πάνω σ' ένα κουλούρι, αναρωτήθηκε ο Νεκτάριος, καθώς σκορπίστηκαν πάνω στο τσίγκινο τραπεζάκι» (σ. 23), το αναστατώνουν για να κάτσει να ξανασκεφτεί μέσα από τον μονόλογο του σαλταρισμένου από την πρώτη πρωτεύουσα των Σελτζούκων που θα πει, «Γεγονότα, βλάκα, γεγονότα σχετικά με το γεγονός» (σ. 51), που το γκρεμίζουν μπας και ανορθωθεί πιο ανθρώπινα μέσα από την ψυχεδελική παραλλαγή μιας ιστορίας που θα μπορούσε να είχε γράψει ο Ρέιμοντ Κάρβερ, μέσα από την «Τιμή των ονείρων», με τον γυρολόγο που φέρνει του Τζον Σίλβερ, του πειρατή απ' το βιβλίο του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον και από τα παιδικά μας χρόνια. Νόλλας στα καλύτερά του!
3. Εγώ, μπορείς να με πεις και κοροβινικό εμένα, φαν του Θωμά του Κοροβίνη, κι ας μη μου φαίνεται. Τώρα πιάνω το πολυσέλιδο μυθιστόρημα '55 (εκδ. Άγρα, 449 σελίδες), μα έχω ακόμη μέσα μου τις υγρές φράσεις από το ολιγοσέλιδο Αγγελόκρουσμα – Η τελευταία νύχτα του κυρ-Αλέξανδρου (εκδ. Άγρα, 33 σελίδες). Να μία: «Ω, χάνομαι! Θα είναι το αγγέλιασμα! Μα να ο καφενές της Λυκόβρυσης, να η Πλάκα και το Μοναστηράκι, να τα καΐκια κι οι σκούνες μας, τα κυματώδη νερά των Σποράδων και στο βάθος το πολύφερνο Πήλιο». Παλιά, όταν ήμουνα στα ράδια, έπαιζα συνέχεια άσματα από το «Κελί» ανάμεσα σε Neubauten, Άκη Πάνου και Bob Dylan, και διάβαζα αποσπάσματα από τα βιβλία του Κοροβίνη, σαν να κάπνιζα Καρέλια Αγρινίου, πίνοντας μοσχοφίλερο και φρούμελ, ήτανε. Ωραία χρόνια ήτανε. Πολύ ωραία. Κι ένα βράδυ – αλλά αυτό είναι μιαν άλλη ιστορία να την πω.
σχόλια