Ο Ρενάτο Τζανέλλα ξεκίνησε επίσημα ως καλλιτεχνικός διευθυντής του μπαλέτου της Λυρικής τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε. Με μια μεγάλη θητεία στον χορό, έγινε πρώ- τα χορογράφος του Μπαλέτου της Στουτγάρδης, ενώ το 1995 κατάφερε ν’ αναλάβει μια θέση μεγάλου κύρους: έγινε διευθυντής του Μπαλέτου της Κρατικής Όπερας της Βιέννης. Εκεί έμεινε σχεδόν δέκα χρόνια, μέχρι την παραίτησή του.
«Τους εξέπληξε το γεγονός ότι παραιτήθηκα, γιατί είχα δημιουργήσει ένα ωραίο σύστημα, αλλά εγώ χρειαζόμουν να επιστρέψω στη δημιουργικότητά μου. Η εμπορικότητα της Βιέννης είχε γίνει καταπιεστική πια», λέει. Κάπως έτσι ξεκίνησε μια freelance καριέρα ανά τον κόσμο, που τον έφερε στην Ελλάδα αρχικά ως σύμβουλο στο Φεστιβάλ Αιγαίου, μετά ως συνεργάτη της Λυρικής και σήμερα πια ως διευθυντή του μπαλέτου της.
Πόσα χρόνια είστε χορογράφος;
Από το 1989, που ήμουν είκοσι οκτώ, οπότε εδώ και είκοσι δύο χρόνια. Σταμάτησα να χορεύω ο ίδιος όταν ξεκίνησα να δουλεύω στη Βιέννη - είχε ενενήντα έξι χορευτές, οπότε δεν προλάβαινα και να χορεύω. Είμαι πενήντα χρόνων πια και μου λείπει λίγο η σκηνή, αν και ξέρω ότι δεν σταμάτησα λόγω κάποιου τραυματισμού, αλλά επειδή έκανα κάτι καλύτερο. Φέτος έχουμε πολλή δουλειά, αφού θ’ ανεβάσουμε τέσσερις παραστάσεις μπαλέτου.
Πώς προέκυψε η συνεργασία σας με τη Λυρική;
Είχα σχετικά με το Φεστιβάλ της Σύρου για χρόνια, ως σύμβουλος στον τομέα του χορού. Την πρώτη φορά που ήρθα στην Ελλάδα, πήγαμε με τη γυναίκα μου ταξίδι στη Σαντορίνη κι αποφάσισα ότι θέλω πολύ περισσότερη Ελλάδα στη ζωή μου. Την επόμενη χρονιά ξεκίνησα τη συνεργασία μου με το Φεστιβάλ Αιγαίου. Αγαπώ τη χώρα και τους ανθρώπους της. Το γεγονός ότι βρίσκομαι εδώ σε μια τόσο δυσχερή συγκυρία κάνει τα πράγματα πιο δύσκολα. Καμιά φορά, όμως, μέσα σε τέ-τοιες συνθήκες φτιάχνει κανείς σπουδαία πράγματα.
Μπορείς να φτιάξεις σπουδαία τέχνη.
Εγώ είμαι πάντα υπέρ των ανθρώπων. Δεν αντέχω το γεγονός ότι η κουβέντα για τα χρήματα είναι ξαφνικά πιο σημαντική απ’ την κουβέντα για τους ανθρώπους. Είναι πολύ κακό αυτό, αλλά δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα, συμβαίνει παντού. Η δική μου ευθύνη είναι να διευθύνω εξήντα χορευτές άρα και εξήντα οικογένειες. Υπάρχει ένα σύστημα που υποτίθεται ότι τους προστατεύει και το να είσαι διευθυντής σ’ έναν οργανισμό σήμερα είναι μεγάλη ευθύνη. Έχω εμπειρία από μεγάλους οργανισμούς όπερας και ξέρω τα προβλήματά τους. Η Λυρική έχει μεγάλη παράδοση, αλλά πρέπει τώρα πια να δημιουργήσει μια καινούργια, πιο μοντέρνα. Μπορεί να μην έχουμε όλα τα μέσα, αλλά η ουσία μένει η ίδια.
Ποιο είναι το όραμά σας για το μπαλέτο;
Το όραμά μου είναι το πρόγραμμά μου. Να βρω τον ρυθμό, να εντατικοποιήσω τον ρυθμό της ομάδας, να τους εκπαιδεύσω, κατά κάποιον τρόπο, σε υψηλό επίπεδο, να παράγουμε όσο γίνεται περισσότερο, να χορεύουμε όσο γίνεται περισσότερο. Στη συνέχεια, πιστεύω ότι πρέπει να δούμε το προγραμμα του παρελθόντος και να διευκρινίσουμε τη σημερινή εικόνα της ομάδας.
Με ποιον τρόπο θέλετε να το κάνετε αυτό;
Πιστεύω ότι πρέπει να έχουμε ένα ρεπερτόριο που να μας αντιπροσωπεύει και να ταιριάζει στο είδος των χορευτών που έχουμε. Δεν είμαστε μια ομάδα νεαρών χορευτών. Ένα κομμάτι της αποτελείται από ώριμους χορευτές και πρέπει να βρούμε τρόπους μέσα από το ελληνικό και διεθνές ρεπερτόριο ώστε να τη βοηθήσουμε να γίνει προϊόν άφθαστης ποιότητας. Από αυτά που έχω δει νομίζω ότι η ομάδα υπολείπεται λίγο στο προφίλ της. Δεν έχει ακόμα μια ξεκάθαρη καλλιτεχνική θέση. Είναι η μεγαλύτερη ομάδα χορού στην Ελλάδα, με εξήντα χορευτές, και η μόνη κλασική στη χώρα. Έχω εξήντα χορευτές που πληρώνονται για να χορεύουν δέκα με έντεκα μήνες τον χρόνο. Σε εποχή κρίσης, μάλιστα, αυτός ο χορός έχει πολύ περισσότερη αξία. Είναι πολύ σημαντικό να χορεύουν συχνά και γι’ αυτό υπάρχει το πρόγραμμα «Χορός στις πλατείες», στο πλαίσιο του οποίου χορεύουμε σε πλατείες της πόλης. Εαν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, θα πάει το βουνό στον Μωάμεθ.
Τι αντιδράσεις έχετε από τις παραστάσεις που έχετε κάνει μέχρι τώρα στις πλατείες;
Η πρώτη παράσταση στην πλατεία Αγίου Κωνσταντίνου, στον Κολωνό, ήταν πολύ συγκινητική. Έβλεπες ότι η γειτονιά ήταν σχετικά φτωχή, με πολλά παιδιά, και ότι αντιμετωπίζει μια δύσκολη πραγματικότητα. Στο τέλος είχαν ενθουσιαστεί όλοι τους, ειδικά τα παιδιά. Είχε τόση ζεστασιά όλο αυτό… Στο Γκάζι, πάλι, είχαμε ένα πιο προετοιμασμένο ακροατήριο, πολύ πειθαρχημένο και ήσυχο. Όλα τα καφέ ήταν άδεια, αλλά ήταν μια πετυχημένη βραδιά.
Έτσι προσεγγίζετε την πόλη;
Ναι. Είναι σημαντικό να πλησιάσουμε τους Αθηναίους. Θα κάνουμε πολλή δουλειά τώρα. Όπερες, χορό, τρεις διαφορετικές σκηνές. Δουλεύουμε με καινούργιο ρεπερτόριο. Η νέα μας παράσταση, το «Όλοι χορεύουν βαλς!», θα δείξει τον νέο τρόπο της ομάδας, και φυσικά θα έχει τη σφραγίδα μου. Θα είναι ένας καινούργιος τρόπος κι ένα νέο στυλ χορογραφίας για την ομάδα. Μετά, θα έχουμε μπαλέτο για παιδιά, το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», και αργότερα μια παγκόσμια πρώτη στο Μέγαρο, τον «Φάουστ», όπου εγώ θα είμαι και σκηνοθέτης και χορογράφος.
Είχατε φέρει και μια βερσιόν της παράστασης «Όλοι χορεύουν βαλς» στην Ελλάδα το 2002;
Ναι, είχα φέρει το ένα από τα τρία κομμάτια της παράστασης στο Ηρώδειο, αλλά ακόμα κι αυτό το κομμάτι είναι ξαναδουλεμένο. Πέρσι τον Ιανουάριο κάναμε ένα γκαλά στο Μέγαρο, μια πρόσκληση για χορό, και η ομάδα ταίριαζε τόσο πολύ σε αυτό το κομμάτι που ονομάζεται «Everybody Waltzes!» σε μουσική Γιόχαν Στράους και Γκούσταβ Μάλερ, που αποφάσισα να το δουλέψω κι αυτό. Το δεύτερο κομμάτι, που είναι καινούργια δουλειά, ονομάζεται «Εmpty Place» και είναι σε μουσική Λόρι Άντερσον, Μπράιαν Ίνο και Τζον Χάσελ. Τέλος, θα δούμε και το «Μπολερό» του Ραβέλ. Πρόκειται για τρία κομμάτια της δουλειάς μου που δείχνουν πολύ καλά τη σχέση μου με τον κλασικό χορό, την ανάπτυξή μου ως χορογράφου τα τελευταία 30 χρόνια.
Πώς ταιριάζουν αυτά τα τρία κομμάτια μεταξύ τους;
Από τη μια είχα κατά νου ότι την πρώτη χρονιά όλοι αναρωτιούνται τι θα κάνει ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής κι από την άλλη ότι έχουμε ένα πολύ μεγάλο ακροατήριο, παιδιά, κοινό του μπαλέτου, λάτρεις της όπερας, που πρέπει να ικανοποιηθεί. Κατά τ’ άλλα, δεν υπάρχει κάποια λογική στον συνδυασμό αυτό. Ήταν ένα στοίχημα για μένα ν’ αποστασιοποιηθώ απ’ τη βαλς πραγματικότητα της Βιέννης και να έρθω εδώ. Η ομάδα έχει τη δυνατότητα και τη δύναμη να δείξει πολλά παραπάνω. Στο κλασικό μπαλέτο έχεις μπροστά δυο άτομα, πιο πίσω άλλα έξι και οι υπόλοιποι στέκονται σχεδόν ακίνητοι. Ε, δεν είναι τρόπος αυτός για να δεις το μπαλέτο μας. Με τον «Δον Κιχώτη», που θα ανέβει τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο στο Ολύμπια, θέλω να χρησιμοποιήσω όλη την ομάδα, να δείξω τη δύναμη και το σθένος της. Ψάχνω για έργα που να μπορούν ν’ αναδείξουν και το μέγεθός της. Είμαι εδώ και για να δημιουργήσω μια πρόκληση, φυσικά. Τέχνη σημαίνει πρόκληση, συζήτηση ως προς το γιατί κάνουμε κάτι. Θέλω να κάνουμε γερή δουλειά.
Και πώς σκοπεύετε ν’ ανεβάσετε τον «Φάουστ»;
Καταρχάς, είναι η πρώτη μεγάλη όπερα που σκηνοθετώ. Έχω κάνει όπερες, αλλά πάντα ως χορογραφος, ποτέ ως σκηνοθέτης, γι’ αυτό είμαι πολύ χαρούμενος. Είναι ιδιοφυής δουλειά ο «Φάουστ», γιατί δείχνει τη φοβερή διαμάχη που βιώνουμε όλοι κάποια στιγμή στη ζωή μας. Έρχεται μια στιγμή που είμαστε πολύ γέροι για να κάνουμε αυτό που θέλουμε, ενώ πριν ήμασταν πολύ νέοι για να έχουμε το μυαλό να καταλάβουμε τι ήταν σωστό. Είναι λες και όλη μας τη ζωή βρισκόμασταν στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Είναι δυο τα ερωτήματα. Πρώτα το ηθικό: έχω κάνει αυτό που ήθελα; Και το δεύτερο αφορά τι θα μου συμβεί μετά θάνατον. Θέλουμε να πλησιάσουμε την πραγματικότητα όσο πιο πολύ γίνεται, όχι να πάρουμε έναν γέρο και να τον κάνουμε νέο. Επίσης, να υλοποιήσουμε την ιδέα του Φάουστ, ότι όλα αυτά είναι στο μυαλό του, σαν την ιστορία του γυμνού βασιλιά. Νομίζει ότι έχει αλλάξει, αλλά, όσο κι αν μικραίνει στην ηλικία, στην ουσία δεν μπορεί ν’ αλλάξει. Έχουμε μια πολύ απλή ιδέα, αλλά πολύ έξυπνη. Θα είναι κάτι που όλοι μας έχουμε ζήσει. Όλοι είχαμε έναν δάσκαλο και όλοι πήγαμε σχολείο - η ιδέα περιστρέφεται γύρω απ’ το συγκεκριμένο παιχνίδι. Και αυτό είναι το μόνο που θα πω επί του θέματος. Για τα υπόλοιπα θα πρέπει να δείτε την παράσταση τον Ιανουάριο στο Μέγαρο.
σχόλια