ΟΙ ΠΟΙΝΕΣ ΠΟΥ αναγγέλθηκαν ήταν αντάξιες της απαξίας της ενοχής του διευθυντηρίου της Χρυσής Αυγής. Η δημοκρατία δεν εκδικείται. Δεν είναι και κορόιδο όμως. Τιμωρεί δίκαια. Και αυτό έκανε. Νίκησε και γιορτάζει.
Κι όμως, πάνω στη γιορτή της νίκης, χρειάστηκε μόνο το «επεισόδιο Κοντονή», με τις καταγγελίες του ότι οι Χρυσαυγίτες «θα πέσουν στα μαλακά», με υποτιθέμενες ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ, για να ξεκινήσει η γνωστή κλοτσοπατινάδα. Η κυβέρνηση άρπαξε την ευκαιρία να μας θυμίσει τη θεωρία των δύο άκρων σε όλες τις παραλλαγές της: από τις πιο ευτελείς και δυσώδεις ως τις πλέον επιστημονικοφανείς και εύπεπτες. Και μάλιστα δια στόματος κυβερνητικού εκπροσώπου...
Αντί λοιπόν η συντηρητική παράταξη να αρπάξει την μοναδική ιστορική ευκαιρία που της δίνει η δικαστική απόφαση προκειμένου να εξατμίσει αυτά που ο Ευάγγελος Αβέρωφ είχε κάποτε αποκαλέσει «ακροδεξιά σταγονίδια», αντί να στείλει ένα μήνυμα δημοκρατικής αυστηρότητας στους βραχίονες του βαθέος κράτους που χρόνια εξασφάλιζαν ατιμωρησία στην Χρυσή Αυγή, σε ένα μικροπολιτικό κρεσέντο, βρήκε τον φταίχτη: ΣΥΡΙΖΑ. Πλέον, η ΝΔ δεν ασχολείται καν με τη Χρυσή Αυγή. Με τον ΣΥΡΙΖΑ πάλι ασχολείται.
Αυτό είναι πολιτικά αισχρό αλλά όχι ιστορικά πρωτοφανές: ενίοτε η Δεξιά μπαίνει σε δίλημμα και συχνά μεταξύ της «αριστερής απειλής» και της «ακροδεξιάς εκτροπής» συμβιβάζεται με τη δεύτερη. Η νεότερη ευρωπαϊκή πολιτική ιστορία προσφέρει πολλά τέτοια παραδείγματα. Αν ο Κ. Μητσοτάκης θέλει τέτοια Δεξιά όμως για να εξουθενώσει τον πολιτικό του αντίπαλο, αυτή θα τον καταπιεί αμάσητο.
Στη μοναδική ιστορική στιγμή που βιώνουμε, αναδεικνύεται η εικόνα ενός μίζερου πολιτικού κόσμου που δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τη σπουδαιότητα της ποινικής καταδίκης, ύστερα από 40 χρόνια ατιμωρησίας. Μιας δημοκρατίας χωρίς τη στοιχειώδη αυτοπεποίθηση να ιεραρχήσει το μείζον από το έλασσον...
Η Άκρα Δεξιά μετά το ισχυρό χτύπημα που δέχεται με τη δικαστική απόφαση, παίρνει ανάσες ηθικής αναβάπτισης μέσω του αντικατοπτρισμού της στην Αριστερά, στον οποίο προβαίνει η ΝΔ. Κανείς δεν κέρδισε σχετικοποιώντας τα αίσχη του φασισμού – εκτός από τον ίδιο τον φασισμό. Ο κατευνασμός της Άκρας Δεξιάς είναι ιστορική αυτοχειρία ακόμη και αν βραχυπρόθεσμα μπορεί να βοηθάει την ενότητα της συντηρητικής παράταξης. Όσο κι αν μας φαίνεται στα όρια του τακτικά αφελούς σήμερα, έχει νόημα να το θυμίζουμε.
Εντάξει, το ξέρουμε πως ο αντιφασιστικός αγώνας δεν είναι το πολιτικό φόρτε της Δεξιάς αλλά από την άλλη, στη συντηρητική πολιτική κληρονομιά ανήκει και η διορατικότητα ενός Τσόρτσιλ και ο εθνικός αντιναζισμός ενός Ντε Γκολ. Έτσι δεν είναι;
Έτσι, λοιπόν, την επαύριο της έκδοσης της απόφασης μια τέτοιας δίκης αντί να φύγει ένα ομαδικό «φτάνει πια» σε εισαγγελείς όπως η συγκεκριμένη της έδρας, που δεν είδε τίποτε το εγκληματικό στη δομή της Χρυσής Αυγής, σε αστυνομικούς που συνεργάστηκαν με την εγκληματική οργάνωση, σε μητροπολίτες και σε ιερωμένους που κάνανε αγιασμούς στα εγκαίνια των γραφείων της, βλέπουμε την επαναφορά στην κλασική μιζέρια του ελληνικού πολιτικού προσωπικού.
Λίγες μέρες πριν από τη δίκη, ακούστηκε η φωνή της κοινωνίας να κράζει στους χρυσαυγίτες ότι «δεν είναι αθώοι». Και προχθές, Κυριακή, η Αυγή σπεύδει με πρωτοσέλιδο για τους δύο τελευταίους πρωθυπουργούς της Δεξιάς πως «δεν είναι αθώοι». Αλήθεια, αυτή είναι η αριστερή απάντηση στην εκστρατεία των δύο άκρων;
Η σχετικοποίηση των διαφορών Δεξιάς με Άκρα Δεξιά έχει το ίδιο νοσηρό αποτέλεσμα: την ηθική αναβάπτιση της δεύτερης. Με άλλο λόγο αντιμετωπίζεται το σχέδιο της κυβέρνησης και όλων των κατεστημένων συμμαχικών της συμφερόντων για πολιτική απαξίωση της Αριστεράς. Τέτοια πρωτοσέλιδα το ενισχύουν. Κανείς δεν κερδίζει αφιονίζοντας μια μικρή μερίδα ψηφοφόρων του... Ο αντιφασισμός είναι ο κατεξοχήν υπαρξιακός αγώνας της Αριστεράς. Πάντα ήταν. Είναι κρίμα να τον ισοπεδώνει με ευτελείς και μυωπικούς τακτικισμούς. Και σε τελευταία ανάλυση, ο Σαμαράς ακραίος δεξιός είναι. Φασίστας δεν είναι. Ο Μητσοτάκης δεν είναι τίποτε από αυτά.
Η θρυαλλίδα ήταν τα λόγια ενός ή δύο πρώην υπουργών δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ που βιάστηκαν να συμφωνήσουν πως η Χρυσή Αυγή εξαιτίας του νέου Ποινικού Κώδικα «θα πέσει στα μαλακά». Η αντίδραση της αντιπολίτευσης, σε πρώτη φάση, επιεικώς αδέξια και αδικαιολόγητα φοβική: κάτι μισόλογα του τύπου «τον Ποινικό Κώδικα τον ετοίμασε μια νομοπαρασκευαστική επιτροπή έμπειρων νομικών», λες και οι λαοί στις εκλογές ψηφίζουν νομοπαρασκευαστικές επιτροπές κι όχι κυβέρνηση...
Ο νέος Ποινικός Κώδικας έχει πιο ευνοϊκές διατάξεις γι' αυτούς που κρίνονται ένοχοι. Και ορθώς. Αυτό είναι το φιλελεύθερο ποινικό δίκαιο και όχι δρακόντειοι νόμοι που επιτρέπουν σε εισαγγελείς να μοιράζουν ισόβια αριστερά και δεξιά γεμίζοντας τις ελληνικές φυλακές με κολασμένους.
Και μια και συζητάμε και για τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, εννοείται πως η νέα ρύθμιση είναι πολύ καλύτερη της προηγούμενης. Σε μια χώρα που, ως το 1998, είκοσι μόλις χρόνια πίσω, το κράτος αφαιρούσε ιθαγένειες με συνοπτικές διοικητικές διαδικασίες, είναι πολλαπλώς δικαιότερο η αφαίρεση των πολιτικών δικαιωμάτων να αφορά την εκλογική νομοθεσία και όχι την ποινική ή τη διοικητική. Σε τελευταία ανάλυση, και η νέα ποινική ρύθμιση προβλέπει τη δυνατότητα στέρησης δημοσίων αξιωμάτων εφόσον ο δικαστής το κρίνει πρόσφορο.
Αντί, λοιπόν, η αξιωματική αντιπολίτευση να υπερασπιστεί το κυβερνητικό έργο για το οποίο έχει λόγους να είναι ικανοποιημένη, εισάγει εσπευσμένα τροπολογίες που την εκθέτουν, δικαιώνοντας την κακόβουλη κριτική που υφίσταται. Διότι, όταν ο αντίπαλος λέει πως «έριξες στα μαλακά τη Χρυσή Αυγή» και τρέχεις να καταθέσεις τροπολογία, είναι σαν να σπεύδεις να του πεις πως έχει δίκιο. Κι όμως, δεν έχει κανένα δίκιο η ΝΔ. Το ότι στην εκλογική νομοθεσία της χώρας δεν υπάρχει ειδική πρόβλεψη για κόμματα-εγκληματικές οργανώσεις τη βαραίνει εξίσου.
Έτσι, στη μοναδική ιστορική στιγμή που βιώνουμε, αναδεικνύεται η εικόνα ενός μίζερου πολιτικού κόσμου που δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τη σπουδαιότητα της ποινικής καταδίκης, ύστερα από 40 χρόνια ατιμωρησίας. Μιας δημοκρατίας χωρίς τη στοιχειώδη αυτοπεποίθηση να ιεραρχήσει το μείζον από το έλασσον... Να ξεχωρίσει την πολιτική ευθύνη από τη ποινική ενοχή και να φωνάξει «ως εδώ» στους ναζί, χωρίς ανοίκειους συμψηφισμούς και ανόητους αστερίσκους.
Η ιστορική καταδίκη της Χρυσής Αυγής, εγκληματικής οργάνωσης που μασκαρεύτηκε πολιτικό κόμμα, έφερε την Ελλάδα στα πρωτοσέλιδα της διεθνούς επικαιρότητας για έναν λόγο που κάνει υπερήφανους τους Έλληνες δημοκράτες.
Είναι μερικές φορές που η Ιστορία στρίβει και στον διάβα της συνθλίβει τις αντιστάσεις σαν παράσιτα. Όχι μόνη της. Η ιστορία δεν κάνει τίποτε μόνη της. Οι άνθρωποι το κάνουν. Δικαστές και μη. Κανείς αγώνας δεν πάει χαμένος. Αυτήν τη φορά λοιπόν η Ιστορία πήρε την καλή ρότα. Αυτήν που ο κάθε δημοκράτης στον κόσμο προσδοκάει για τον τόπο του και όχι μόνο. Με την απόφαση αυτή, η Ελλάδα βγήκε μπροστά. Έστω και με καθυστέρηση, έδειξε πιστή στη συνάντηση με την καλή πλευρά της Ιστορίας, θυμίζοντας τις φωτεινές σελίδες του αντιφασιστικού της παρελθόντος.
Είναι κρίμα λοιπόν η ανάταση από την απόφαση να κρατήσει λιγότερο από όσο της αξίζει για ευτελείς σκοπιμότητες του ελληνικού πολιτικού προσωπικού που φαίνεται ανάξιο του μεγαλείου, αλλά και της κρισιμότητας της συγκυρίας. Η επόμενη μέρα είναι εδώ.