Και όμως, το «πάχος του κορωνοϊού» υπάρχει και προκαλεί ήδη μεγάλη ανησυχία σε ειδικούς και διατροφολόγους.
Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε την περασμένη Παρασκευή στη Γερμανία, το 25% περίπου των ενηλίκων και το 9% των παιδιών κάτω των 14 ετών δηλώνουν ότι πάχυναν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ο φόβος ενός νέου lockdown εντείνει τώρα την ανησυχία των ειδικών για ακόμη περισσότερα περιττά κιλά και κατ΄ επέκταση αύξηση των ασθενειών που αυτά προκαλούν.
Αυτό που ανησυχεί περισσότερο τους ειδικούς είναι η τάση στα παιδιά και τους νέους. «Ο κίνδυνος υπερβολικού βάρους και κακής διατροφής αυξάνεται, ειδικά στα παιδιά άνω των 10 ετών», εξηγεί ο Μπέρτχολντ Κολέτσκο από την Πανεπιστημιακή Κλινική του Μονάχου, παραπέμποντας στην πρόσφατη δημοσκόπηση. «Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ανησυχητική διαπίστωση». Και αυτό διότι οι συνέπειες για την υγεία μπορεί να είναι άκρως επικίνδυνες, πόσο μάλλον που τα παιδικά χρόνια κρίνουν σε μεγάλο βαθμό τις διατροφικές συνήθειες της ενήλικης ζωής.
Διατροφή και μορφωτικό επίπεδο
Η έρευνα δείχνει πάντως ότι στο 80% των οικογενειών δεν άλλαξαν σημαντικά οι διατροφικές συνήθειες μεταξύ Μαρτίου και Σεπτεμβρίου. Το 14% έτρωγε μάλιστα και πιο υγιεινά απ' ότι πριν, κάτι που αποδίδεται στο ότι πολλοί μαγειρεύουν πλέον περισσότερο, ειδικά στα νοικοκυριά όπου οι γονείς εργάζονται πλέον σε καθεστώς τηλεργασίας. Το γεγονός ότι πολλά παιδιά πάχυναν παρά ταύτα, οφείλεται στο ότι την ίδια ώρα αυξήθηκε και η κατανάλωση γλυκών, τσιπς και αναψυκτικών.
«Εάν δει κανείς τις κοινωνικές τάξεις θα διαπιστώσει ότι το θέμα αφορά λιγότερο τα παιδιά από οικογένειες με ανώτερο μορφωτικό επίπεδο ενώ, στον αντίποδα, το ένα τέταρτο των παιδιών γονέων με απολυτήριο γυμνασίου μόνο έβαλαν τους τελευταίους μήνες κιλά», λέει ο Μπέρτχολντ Κολέτσκο.
Η διαπίστωση αυτή δεν φάνηκε να εκπλήσσει τον Άνσγκαρ Γκερχάρντους, επικεφαλής του Γερμανικού Ιδρύματος Δημόσιας Υγείας. «Η υγεία συναρτάται σε μεγάλο βαθμό από την κοινωνική θέση», λέει ο ειδικός, προσθέτοντας ότι η πανδημία φαίνεται να επιβαρύνει σε μεγαλύτερο βαθμό τους ανειδίκευτους εργαζόμενους. Όχι μόνο επειδή ο οδηγός λεωφορείου, για παράδειγμα, μπορεί να μολυνθεί εκ των πραγμάτων ευκολότερα από τον καθηγητή που εργάζεται από το σπίτι του, αλλά και επειδή οι λιγότερο προνομιούχες κοινωνικές ομάδες είναι ούτως ή άλλως πιο ευάλωτες και έχουν λιγότερα μέσα για να αντιμετωπίσουν πρόσθετες επιβαρύνσεις.
Ως παράδειγμα ο ειδικός αναφέρει την επιδοτούμενη μερική απασχόληση. «Όταν ξαφνικά βγάζεις μόνο 2/3 από έναν ήδη χαμηλό μισθό, τότε δεν σου μένει πλέον τίποτα», όπως λέει. Και αυτό προκαλεί τεράστια ανασφάλεια και φόβους. Παρά ταύτα δεν θα πρέπει να αντλούνται βεβιασμένα συμπεράσματα, όπως επισημαίνει, διότι «υπάρχουν διαφορές μεταξύ επαγγελματικών ομάδων, μεταξύ διαφορετικών ηλικιακών ομάδων αλλά και από άνθρωπο σε άνθρωπο». Ο ίδιος παραπέμπει σε πτυχιούχους ανώτατης εκπαίδευσης, όπως καθηγητές, που το τελευταίο διάστημα βρίσκονται σε διαρκή κατάσταση στρες. «Σε πολλές δουλειές έχει επιβαρυνθεί εν γένει η ψυχική υγεία των εργαζομένων. Αυτό εκφράζεται τόσο ψυχολογικά όσο και σωματικά».
Σωστή και εξισορροπημένη διατροφή
Ένα από τα πλέον κατάλληλα «αντίδοτα» είναι, σύμφωνα με τους ειδικούς, η υγιεινή διατροφή. «Δεν υπάρχει φυσικά διατροφή που να προστατεύει άμεσα από τον κορωνοϊό όπως ένα φάρμακο», εξηγεί η Άντγιε Γκαλ από το Γερμανικό Ίδρυμα Διατροφής. Ωστόσο «η διατροφή και το ανοσοποιητικό είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους και το ανοσοποιητικό είναι καλά θωρακισμένο όταν υπάρξει μια εξισορροπημένη διατροφή με επαρκή βιταμίνη C, D, ψευδάργυρο και σελήνιο».
Γι΄ αυτό και δεν πρέπει να λείπουν από καμία κουζίνα πολλά φρούτα και λαχανικά, δημητριακά, ψάρι και, λιγότερο, κρέας. «Είναι σημαντικό να μην τρώει κανείς συνέχεια το ίδιο, αλλά να αλλάζει», επισημαίνει η Γκαλ. «Έτσι προσλαμβάνει κανείς όλο το φάσμα των βιταμινών και των ανόργανων συστατικών». Και παράλληλα αποτρέπει κανείς τα περιττά κιλά που εν καιρώ πανδημίας είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Διότι «το υπερβολικό από ιατρική σκοπιά βάρος είναι παράγοντας κινδύνου για ενδεχόμενη βαριά εξέλιξη του Covid-19», υπογραμμίζει ο Χανς Χάουνερ, διευθυντής του Κέντρου Διατροφολογίας Else Kröner-Fresenius στην Τεχνολογική Σχολή του Μονάχου.
Εν τέλει όμως δεν θα πρέπει να αναγάγει κανείς τη διατροφή του σε δόγμα, σχολιάζει η Άντγιε Γκαλ από το Γερμανικό Ίδρυμα Διατροφής. Κάπου-κάπου πρέπει να απολαμβάνει κανείς και μια τηγανητή πατάτα, όπως λέει.
Σε αυτά τα συμφραζόμενα και η συμβουλή της Μπεάτε Γκρόσμαν από την Ομοσπονδιακή Ένωση Πρόληψης και Προστασίας της Υγείας, για τη διατροφή εν καιρώ πανδημίας. «Ειδικά σε τέτοιους καιρούς δεν θα πρέπει να θέτει κανείς μη ρεαλιστικούς κανόνες για την υγεία του, αλλά να είναι γενικώς επιεικής και όχι τόσο αυστηρός με τον εαυτό του».
Με πληροφορίες από Deutsche Welle