O εγκλεισμός έχει ένα καλό. Χρειάζεται σινεμά. Πάει καιρός που αποφάσισα να πιάσω φιλμογραφίες Ελλήνων σκηνοθετών με στόχο να καλύψω ίσως κάποια κενά αλλά και να ξαναδώ ταινίες που δεν εκτίμησα νεότερος.
Ξαναβλέποντας, ας πούμε, τον Μεγαλέξανδρο, ανέσυρα αρετές που δεν είχα παρατηρήσει καν σ' εκείνη την πρώτη προβολή είκοσι χρόνια πίσω. Και στο φιλόδοξο Ποτάμι του Νίκου Κούνδουρου έκανα «στοπ καρέ» σε ένα όνομα που δεν είχα ξανακούσει: Τσέλι Γουίλσον, μία εκ των παραγωγών του φιλμ που ο Κούνδουρος γύρισε το 1960, συνεργαζόμενος στο σενάριο με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη. Όνομα άγνωστο μεν, ιντριγκαδόρικο δε, από εκείνα που προκαλούν εμμονές – ειδικά αν έχεις και μια κάποια προδιάθεση.
Τσέλι Γουίλσον! Όπως και να το δεις, έχει μια αχλή μυστηρίου.
Η ανασκαφή ξεκινά και ανακαλύπτω πως ήταν επίσης η παραγωγός του Οκέυ, φίλε (ο μοναδικός πρωταγωνιστικός ρόλος του Γιώργου Μαρίνου) του 1974 σε σκηνοθεσία Μάριου Ρετσίλα. Ποια ήταν, λοιπόν, η Αμερικάνα που έβαζε τα λεφτά της στο ελληνικό σινεμά;
Ανακαλύπτω το όνομά της σε ένα ευρετήριο ερωτικών ταινιών, όπου εμφανίζεται ως ιδιοκτήτρια μιας αλυσίδας τσοντάδικων στη Νέα Υόρκη, ενώ από φίλους σκηνοθέτες μαθαίνω πως όντως πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο. Κάθε ιστορία που μαθαίνω ακούγεται πιο απίθανη από την προηγούμενη. Και κάποια στιγμή, ως εκ θαύματος, μαθαίνω πως η σκηνοθέτις Βαλερί Κοντάκος, ο άνθρωπος πίσω από το Exile Room, όχι μόνο ετοιμάζει ένα ντοκιμαντέρ για τη Γουίλσον με τίτλο Queen of the Deuce, αλλά στα 16 της χρόνια εργάστηκε ως ταμίας σε μία από τις αίθουσές της. Την ευχαριστώ πολύ για την πολύτιμη βοήθειά της. Ας το πιάσουμε, όμως, από την αρχή:
Κάθε διαστροφή έβρισκε τον δρόμο της στα φιλμ της Avon. Κάθε θεατής που αγόραζε εισιτήριο για μια ταινία της ήξερε τι πλήρωνε να δει. Και ήθελε να δει γνήσια, ατόφια «βρομιά».
Η Τσέλι Γουίλσον γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1907 και το αληθινό της όνομα είναι Ραχήλ Σερέρο, κόρη οικογένειας σεφαραδιτών με επιχειρηματική δραστηριότητα στην πόλη. Ανήσυχο πνεύμα από πολύ νωρίς, η Ραχήλ υποχρεώθηκε, σχεδόν αμέσως μετά την αποφοίτησή της από το Γαλλικό Κολλέγιο Θεσσαλονίκης, σε έναν γάμο που ποτέ δεν ήθελε. Δύσκολα, όμως, θα μπορούσε να ακολουθήσει τη φωνή μέσα της στην Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα. «Ετούτος ο γάμος δεν πρόκειται να κρατήσει» δηλώνει εξαρχής.
Εισαγωγέας ψυγείων και εστιών θέρμανσης ο σύζυγος (με τον οποίον, μάλιστα, θα αποκτήσει δυο παιδιά), και η Ραχήλ Σερέρο, έπειτα από ένα σύντομο ταξίδι στο Παρίσι, γυρίζει στη Θεσσαλονίκη με τεχνογνωσία αρκετή για να ανοίξει μια δική της βιοτεχνία ψυγείων, λίγα στενά από το μαγαζί του άντρα της!
Η επιχείρησή της γνωρίζει μεγάλες δόξες, σύντομα όμως τα όνειρα για το μέλλον θα διαλυθούν. Με την εισβολή των ναζί στην Πολωνία τον Σεπτέμβριο του 1939, η Σερέρο συνειδητοποιεί πως ο χρόνος τους είναι μετρημένος.
Θα προσεγγίσει τον Κώστα Κοτζιά, πρώην δήμαρχο Αθηναίων και υπουργό Διοικήσεως Πρωτευούσης στην κυβέρνηση Μεταξά, με τον οποίο συνδέεται φιλικά. Ο τελευταίος είναι έτοιμος να εκδώσει διαβατήρια για όλη την οικογένειά της. Δυστυχώς, όμως, κανείς δεν συμμερίζεται τις ανησυχίες της: «Έχουμε όλη την περιουσία μας εδώ, θα τα βρούμε με τους Γερμανούς» της αποκρίνονται. Εκείνη, όμως, ξέρει πως δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. «Δεν μπορούσα πια να εμπιστεύομαι κανέναν» θα πει αργότερα.
Αφήνει την τετράχρονη κόρη της Πολέτ στα έμπιστα χέρια της γραμματέως της Έλλης (η οποία και θα αναλάβει να κρύψει το παιδί – το αγόρι το είχε αναλάβει ο σύζυγός της) και κλείνει μια θέση στο υπερωκεάνιο «Νέα Ελλάς» των αδελφών Γουλανδρή την ίδια χρονιά. «Θα γυρίσω να σε πάρω» λέει στη μικρή – υπόσχεση που θα εκπληρώσει μετά από οκτώ χρόνια.
Κανείς άλλος από την οικογένειά της δεν θα γλιτώσει τον θάνατο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Άουσβιτς. Μέχρι το τέλος της ζωής της τη Ραχήλ Σερέρο θα βαραίνει η πίκρα της ενοχής: προσπάθησε, άραγε αρκετά για να πείσει την οικογένεια της να την ακολουθήσει;
Φτάνει στη Νέα Υόρκη με πέντε δολάρια στην τσέπη, αλλά στο ταξίδι έχει προλάβει να κάνει τις διασυνδέσεις της και προτού αντικρίσει το άγαλμα της Ελευθερίας έχει ήδη δουλειά, αυτή που αντιστοιχεί σε πολλούς μετανάστες στην Αμερική εκείνα τα χρόνια: μια μικρή καντίνα. Στο μεταξύ, ο καιρός περνάει, στην Ελλάδα ο πόλεμος μαίνεται και σε λίγο η Κατοχή θα σαρώσει τα πάντα.
Αφουγκραζόμενη την αγωνία των Ελλήνων μεταναστών για την κατάσταση στην πατρίδα της, η Ραχήλ κατεβάζει μια ιδέα: φέρνει στην Αμερική μια σειρά από ελληνικά «Επίκαιρα», μικρά ρολά φιλμ 16 χιλιοστών, τα ενώνει και φτιάχνει μια ταινία μεγάλου μήκους με τίτλο Greece on the march. Πολύ σύντομα το επιχειρηματικό της δαιμόνιο θα πάρει μπρος. Κλείνει μερικούς ελληνικούς τίτλους και τους φέρνει στη Νέα Υόρκη, ανάμεσά τους και την κωμωδία Στις εννιά του μακαρίτη με την Άννα και τη Μαρία Καλουτά.
Αργότερα, όταν ο πόλεμος έχει τελειώσει, θα φέρει και τις ίδιες στη Νέα Υόρκη, παντρεμένη πλέον με τον προβολατζή Ρεξ Γουίλσον («Ήταν τρυφερός και μου αγόραζε τσιγάρα!», σύμφωνα με τα λόγια της πάντα). Ο κύκλος γνωριμιών της στον κινηματογραφικό χώρο διευρύνεται πλέον και στις δύο της «πατρίδες». Και κάπως έτσι βρίσκεται να βάζει λεφτά στο Ποτάμι του Νίκου Κούνδουρου, σε συνεργασία με τη Φίνος Φιλμ, μια συνεργασία που θα αποδεικνυόταν εξαιρετικά προβληματική, ίσως όχι για τους λόγους που φαντάζεστε.
Στην ταινία εκτυλίσσονται τέσσερις διαφορετικές ιστορίες με συνδετικό κρίκο τις όχθες ενός ποταμού. Τρεις ληστές κλέβουν έναν σταυρό και, ενώ προσπαθούν να περάσουν το ποτάμι, ο ένας (Τίτος Βανδής) χάνεται μαζί με το λάφυρο. Ένας στρατιώτης (Ανέστης Βλάχος), λίγες μέρες πριν απολυθεί, συνομιλεί, μέσω της μουσικής του μπουζουκιού και του τραγουδιού, με έναν αντίπαλο της άλλης όχθης και δέχεται τα πυρά του. Η κόρη ενός στρατιωτικού φεύγει από το σπίτι της και γίνεται φίλη ενός κτηνοτρόφου (Βαγγέλης Ιωαννίδης). Ένα ερωτευμένο ζευγάρι δραπετεύει και καταφεύγει στο ποτάμι, γλιτώνοντας σαν από θαύμα τον θάνατο σε ένα ναρκοπέδιο, και ο πατέρας (Γιώργος Εμιρζάς) της κοπέλας δίνει τη συγκατάθεσή του για να παντρευτούν.
Το ατού της υπόθεσης ήταν το μοντάζ. Ο Κούνδουρος, δουλεύοντας σχολαστικά με τον Ντίνο Κατσουρίδη, έχτισε μια περίτεχνη αφήγηση, με τις ιστορίες να μπλέκονται η μία με την άλλη – κάτι που δεν βρήκε καθόλου σύμφωνο τον Φίνο, ο οποίος επέβαλε ένα δικό του μοντάζ, όπου οι τέσσερις ιστορίες εκτυλίσσονται χωριστά. Η συνέχεια θα έβρισκε παραγωγούς και σκηνοθέτη στα δικαστήρια, καθώς ο Κούνδουρος αποφάσισε να προσφύγει στη Δικαιοσύνη. Και όχι μόνον αυτό, αλλά κέρδισε και τη δίκη!
Έπαιξε όμως η Τσέλι κανέναν ρόλο σε αυτήν τη διαμάχη; Η γνώμη μου είναι πως όχι, άλλωστε χαμένος από αυτή την ιστορία βγήκε ο Φίνος, που έχασε τα δικαιώματα του φιλμ. Ο Κούνδουρος, βέβαια, συνήθιζε να λέει πως «οι Αμερικανοί δεν καταλάβαιναν το μοντάζ», αλλά νομίζω ότι το έκανε επειδή έχει το δικό της ειδικό βάρος αυτή η πρόταση. Επίσης, η Τσέλι θα προβάλει, λίγα χρόνια μετά, τις περιβόητες Μικρές Αφροδίτες στους κινηματογράφους της (άρα, τι πρόβλημα να είχε;) μαζί με άλλες ελληνικές ταινίες, αλλά και ένα ρεπερτόριο καλλιτεχνικών προδιαγραφών, που όμως δεν γέμιζε τα ταμεία.
Μπορεί, βλέπετε, οι λεγόμενες «καλλιτεχνικές εισαγωγής παραγωγές» να είχαν πέραση στους Αμερικανούς σινεφίλ, αυτές όμως «έκοβαν» εισιτήρια σε άλλες αίθουσες και, κυρίως, σε άλλες πόλεις (ας πούμε πως τα πράγματα ήταν πιο ρόδινα στην Καλιφόρνια απ' ό,τι στη Νέα Υόρκη). Και κάπου εκεί, ένας συνάδελφος της λέει: «Γιατί δεν παίζεις κάτι πιο "τολμηρό", Τσέλι; Τα skin flicks έχουν πέραση».
Business is business και η Τσέλι βάζει μπροστά το επιχειρηματικό της δαιμόνιο, κλείνοντας μια συμφωνία με τον Ντέιβιντ Φ. Φρίντμαν, που εκείνη την περίοδο θησαύριζε γυρίζοντας μια σειρά ταινιών που όλες διαδραματίζονταν σε κάμπινγκ γυμνιστών. Οι τίτλοι ενδεικτικοί: «Mau Mau Sex Sex», «Nature's Playmates» και «Daughter of the sun», ταινίες γυρισμένες με ελάχιστα χρήματα, αλλά με άφθονη γυμνή, πλην αθώα σάρκα – όσο αθώα ήταν και η εποχή. Κάτι οι hippies, κάτι η σεξουαλική απελευθέρωση, το κλίμα ήταν ιδανικό και ξαφνικά η Τσέλι άρχισε επιτέλους να βλέπει μεγάλα κέρδη.
Ήταν η εποχή που και εδώ ακόμα, στο Ιντεάλ, έσπαγε ταμεία η ταινία Κρουαζιέρα Γυμνιστών, με καθαρά ανδρικό (και κατά χιλιάδες) κοινό! Όλα αυτά λίγα χρόνια πριν φτάσουμε στο flip-side των '60s – δηλαδή πριν η εποχή σκοτεινιάσει επικίνδυνα.
Ο Μικρός Τζο δεν «το 'δωσε» τσάμπα ποτέ.
Όλοι έπρεπε να πληρώνουν και να ξαναπληρώνουν.
Ένα ψωνιστήρι εδώ, κι ένα ακόμα εκεί.
Η Νέα Υόρκη είναι το μέρος που λέγαν:
Έι μωρό, δοκίμασε την άγρια πλευρά
Είπα, έι Τζο, δοκίμασε την άγρια πλευρά
Λου Ριντ – Walk on the wild side
O μικρός Τζο, στον οποίο αναφέρονται οι στίχοι, είναι ο ηθοποιός Τζο Νταλεσάντρο που ξεκίνησε την καριέρα του ως πρωταγωνιστής –και προστατευόμενος– του Άντι Γουόρχολ, του οποίου οι ταινίες έγιναν ανάρπαστες στο κύκλωμα προβολών της Τσέλι Γουίλσον.
Τη δεκαετία του '70 η Times Square είναι πλέον διάσημη για τα ερωτικά βιβλιοπωλεία, τα ζωντανά γυμνά σόου και τους κινηματογράφους ενηλίκων. Κάποιοι μιλούν πλέον ξεκάθαρα για «την επιτομή της αστικής και ηθικής παρακμής» και δεν ήταν λίγοι οι σκηνοθέτες που την κατέγραψαν ως τέτοια, από τον Μάρτιν Σκορσέζε του Ταξιτζή μέχρι και τον Πολ Σρέιντερ του αδίκως ξεχασμένου σήμερα Hardcore (διόλου τυχαίο που ο Σρέιντερ ήταν ο σεναριογράφος του σκορσεζικού αριστουργήματος). Και όχι μόνον αυτοί: Shaft, The Warriors και Saturday Night Fever ζωγράφισαν επίσης με λαμπερά χρώματα το έκφυλο τοπίο της.
Αυτή η κόλαση όμως είχε τη δική της γοητεία, ήταν ένας τόπος όπου τα πάντα μπορούσαν να συμβούν. Όπως, για παράδειγμα, το στήσιμο μιας πορνοβιομηχανίας από μια λεσβία Ελληνοεβραία! Είχε έρθει, λοιπόν, η ώρα για την ίδρυση της διαβόητης Avon, μιας εταιρείας στημένης αρχικά για να τροφοδοτεί με πορνογραφικό υλικό τους κινηματογράφους της Τσέλι.
Σύντομα, η Avon θα τροφοδοτούσε ασταμάτητα με πορνογραφικά φιλμ μια αλυσίδα αιθουσών σε ολόκληρη την Times Square. Το ατού τους; Η ακραία θεματική τους. Κάθε διαστροφή έβρισκε τον δρόμο της στα φιλμ της Avon. Κάθε θεατής που αγόραζε εισιτήριο για μια ταινία της ήξερε τι πλήρωνε να δει. Και ήθελε να δει γνήσια, ατόφια «βρομιά».
Στο μεταξύ, η κακοφημία των ταινιών της επεκτεινόταν και στους ανθρώπους πίσω απ' αυτήν. Το εργατικό δυναμικό της Avon αποτελούνταν από τους απόκληρους της πορνοβιομηχανίας, εκείνους που δεν προσκλήθηκαν ποτέ σε τελετές απονομής βραβείων για ταινίες του είδους. Δεν ήταν «hip» –αντιθέτως, συχνά ήταν επικίνδυνοι–, ένας εκ των σκηνοθετών της μάλιστα βρέθηκε κατηγορούμενος για φόνο.
Ωστόσο, κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τα νούμερα. Τα μικροσκοπικά budgets των ταινιών της Avon (που γυριζόντουσαν στα 16 mm για 5.000-10.000 δολάρια) έφερναν πολλαπλάσια κέρδη μέσα σε λίγες εβδομάδες. Έπειτα, η εταιρεία έδινε τις ταινίες σε υπο-διανομείς που τις πρόβαλλαν από την Καρολίνα μέχρι την Καλιφόρνια. Και η Τσέλι Γουίλσον βρισκόταν στην κορυφή της πυραμίδας.
Ψάχνοντας στο Διαδίκτυο, έπεσα πάνω σε παραγωγούς που μέχρι σήμερα μνημονεύουν τα κόλπα με τα οποία η Γουίλσον τους έριχνε οικονομικά προς όφελός της. Πήγαινε ο εισπράκτορας να παραλάβει τα 10.000 δολάρια που όριζε το συμβόλαιο και αυτή τον έπειθε πως το αληθινό ποσό ήταν 1.000 δολάρια και πως η παρεξήγηση οφειλόταν σε τυπογραφικό λάθος. Δεδομένης της φήμης της Avon, κανείς δεν σκεφτόταν να ζητήσει τα λεφτά του.
Την ίδια στιγμή, έδινε στις αίθουσές της ονόματα Ελλήνων θεών του έρωτα. Η αλυσίδα αιθουσών της στην 8η Λεωφόρο περιλάμβανε τους κινηματογράφους Venus, Eros και Adonis. Η ίδια είχε εγκατασταθεί πλέον στο επιπλωμένο διαμέρισμά της πάνω από τον κινηματογράφο Eros. Και την πόρτα της χτυπούσαν συχνά πολλοί που αναζητούσαν δουλειά, λεφτά, συστάσεις (συχνά, έχοντας μόλις αποφυλακιστεί), βοήθεια ή δάνεια για επείγουσες ιατρικές ανάγκες.
Παράλληλα, η Γουίλσον φαίνεται να διατηρούσε και μια χαρτοπαικτική λέσχη, όπου έπαιζαν μεταξύ τους κορυφαίοι αστέρες του πορνό. Το δεξί χέρι της κυρίας, ο Μάρεϊ, διεύθυνε την αλυσίδα. Ψηλός, χλωμός, ασπρομάλλης «επαγγελματίας παραθεριστής» του Μαϊάμι, πρώην σαξοφωνίστας σε παριζιάνικο μπουρλέσκ κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η έμπιστη λογίστρια της Avon ήταν η Στέλα Στίβενς, πρώην μοντέλο των '50s και δηλωμένη λεσβία, υπεύθυνη για την καθημερινή λειτουργία των αιθουσών, συμπεριλαμβανομένων των προσλήψεων και απολύσεων του προσωπικού.
Στο διαμέρισμά της πάνω από το Eros μια σειρά ασπρόμαυρων τηλεοράσεων πρόβαλλε αδιάκοπα, μέσω κλειστού κυκλώματος, την κίνηση στους κινηματογράφους της, καθώς και την ποιότητα της προβολής – και τα Χριστούγεννα όλη η οικογένεια, μαζί με τους συνεργάτες της, γιόρταζαν εκεί την παραμονή (παρά την εβραϊκή καταγωγή, η Τσέλι δεν εγκατέλειψε ποτέ τα ελληνικά έθιμα).
Αυτό φαινομενικά θα παρουσίαζε κάποια σοβαρά προβλήματα. Για να πας στο διαμέρισμα, έπρεπε πρώτα να περάσεις από το φουαγέ της αίθουσας, με τους τοίχους να τρίζουν από τις κραυγές των πρωταγωνιστών – όμως κανείς δεν θεώρησε απαραίτητο να εξηγήσει στα μικρά παιδιά τι ακριβώς συνέβαινε. Ούτε, για παράδειγμα, γιατί η μαμά τους έδειχνε τόσο αποξενωμένη από τον μπαμπά, παρότι εκείνος τη λάτρευε. Με έναν τρόπο που μοιάζει ακατανόητος και παράλληλα πολύ ελληνικός, η Τσέλι δεν έκανε τίποτα για να αποκρύψει την αλήθεια για τη σεξουαλική της ταυτότητα και ταυτόχρονα δεν μιλούσε ποτέ γι' αυτήν.
Η Avon Theaters απέκτησε ευρύτερη φήμη όταν πρόβαλε για πρώτη φορά στο πλατύ εμπορικό κύκλωμα ταινίες του Άντι Γουόρχολ, όπως το My Hustler, το Vinyl και, φυσικά, τη διάσημη Σάρκα, που ακόμα, στα μέσα των ελευθεριακών sixties, θεωρούνταν πρόστυχες.
Τα ομοφυλοφιλικά στοιχεία των underground ταινιών είχαν μια ανέλπιστα αξιοσημείωτη εμπορική δυναμική, οπότε η Τσέλι άνοιξε την πρώτη αίθουσα μόνο για άντρες στη Νέα Υόρκη, το Adonis, που σύντομα θα γινόταν ξακουστό για τους τρεις εξώστες αλλά και την έντονη σεξουαλική δραστηριότητα. Τόσο ξακουστό, που απέκτησε και τη δική του ταινία, με τίτλο A night at the Adonis, όπου οι θαμώνες του σινεμά μπορούσαν να απολαύσουν στη μεγάλη οθόνη άλλους άντρες να ερωτοτροπούν στην ίδια αίθουσα – ο ορισμός του Inception.
Όμως στον «Άδωνη» δεν έβλεπες αποκλειστικά τσόντες. Εκεί έκαναν πρεμιέρα οι softcore μικρού μήκους ταινίες του Πατ Ρόκο και επίσης εκεί παρουσιάστηκαν οι πιο «δύσκολες» ταινίες του Κένεθ Άνγκερ. Εκεί όμως προβλήθηκαν και ταινίες ελληνικές – τις απογευματινές ώρες. Ακόμα και η Ευδοκία του Δαμιανού πέρασε από το κύκλωμα της Τσέλι! Όλα αυτά μέχρι την παρακμή του πορνογραφικού κυκλώματος, που ξεκινά με την έλευση του VHS στις αρχές των '80s.
Η άφιξη του Ρούντολφ Τζουλιάνι στη δημαρχία της Νέας Υόρκης άλλαξε οριστικά το πρόσωπο της πόλης και οι αίθουσες αυτές αναγκάστηκαν ή να αλλάξουν ρεπερτόριο ή να κλείσουν. H Τσέλι Γουίλσον, ή αλλιώς Ραχήλ Σερέρο, πέθανε στα 90 της, έχοντας ζήσει μια ζωή που κανένας σεναριογράφος δεν θα ονειρευόταν ποτέ.
Το φθινόπωρο του 1997 η κόρη της Μπόντι πούλησε το Eros, που ήταν η τελευταία αίθουσα της οικογένειας.
Η Αφροδίτη και ο Άδωνης είχαν πουληθεί νωρίτερα.