ΟI ΛΙΓΟ-ΠΟΛΥ ΠΑΛΙΟΤΕΡΟΙ θα θυμούνται ίσως την περίπτωση του Γκάρι Χαρτ και το περιβόητο σκάνδαλο που γκρέμισε το ακλόνητο φαβορί, μέχρι εκείνη τη μοιραία άνοιξη του 1987, για το χρίσμα του Δημοκρατικού υποψήφιου στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές της επόμενης χρονιάς.
Τα όσα συνέβησαν εκείνον τον Απρίλη, αναγκάζοντας τον δυναμικό γερουσιαστή από το Κολοράντο με την επιβλητική εμφάνιση, τον ευφραδή λόγο, την επιβλητική ρητορική και την φιλεργατική ατζέντα να παραιτηθεί από την κούρσα εξαιτίας των κλιμακούμενων αναταράξεων που προκάλεσε η αποκάλυψη εφημερίδας ότι (μπορεί να) είχε εξωσυζυγική σχέση, αφηγείται με τη μαεστρία ιδανικού πολιτικού θρίλερ και με την υψηλή τεχνική ταινιών του Ρόμπερτ Άλτμαν, η ταινία του Τζέισον Ράιτμαν, "The Front Runner".
Δεν έκανε τον ίδιο θόρυβο με τη «Δίκη των 7 του Σικάγο» του Άαρον Σόρκιν, που είναι διαθέσιμη επίσης στην πλατφόρμα του Netflix, και έχει ως θέμα τη δίκη-φάρσα που έγινε το 1968 με κατηγορούμενους μερικούς εκ των πιο επιφανών στελεχών της αντικουλτούρας και του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα.
Ωστόσο, από τις δύο αυτές υψηλού επιπέδου δραματοποιημένες αναπαραστάσεις κομβικών επεισοδίων της αμερικανικής πολιτικής ιστορίας κατά την τελευταία πεντηκονταετία, πιστεύω ότι το "The Front Runner" όχι μόνο είναι η καλύτερη ταινία σε κάθε επίπεδο, αλλά και αυτή που το θέμα της μοιάζει πολύ πιο καίριο στην εποχή μας. Η πτώση του Γκάρι Χαρτ σηματοδοτεί την στιγμή που τα μαζικά μέσα ανέλαβαν και επίσημα τον ρόλο του δικαστή (και του δήμιου, εν προκειμένω) χαρακτήρων, παρασύροντας και το κοινό σε μια κανιβαλική αντίληψη της πολιτικής ως θεαματική σαπουνόπερα (στις ΗΠΑ καταρχάς και παντού στη συνέχεια) όπου δεν υφίστανται πλέον αθέμιτα μέσα ούτε χτυπήματα κάτω από τη ζώνη.
Η ταινία ενδιαφέρεται κυρίως να θέσει (καίρια) ερωτήματα παρά να προσφέρει (αναμασημένες) απαντήσεις.
Παρά τα χαρίσματά και τον γνήσιο ιδεαλισμό του, ο Χαρτ ήταν μάλλον αφελής και σίγουρα αλαζών, καθώς εμφανίζεται (με τη μορφή του Χιου Τζάκμαν) στην ταινία να μην μπορεί με τίποτα να πιστέψει ότι υπάρχει περίπτωση η ιδιωτική του ζωή να αφορά τις εφημερίδες και το κοινό. Ακόμα και να τους αφορά όμως, δεν έχουν το δικαίωμα να υπερβούν τα όρια.
Μέχρι το τέλος αρνείται να δεχτεί ότι οι εποχές άλλαξαν και ότι το άβατο δεν ισχύει για κανέναν και πουθενά. «Δεν του πέφτει λόγος ούτε τον νοιάζει τον κόσμο οτιδήποτε δεν έχει να κάνει με το πολιτικό μου έργο, ο κόσμος θα με στηρίξει», λέει στους συνεργάτες του οι οποίοι συνειδητοποιούν ότι πλέον όλα είναι μάταια. Η δίνη του μιντιακού τσίρκου που είχε στηθεί γύρω από την υπόθεση, τους είχε ήδη παρασύρει όλους μαζί, χωρίς επιστροφή.
Τα ήθελε και ο ίδιος βέβαια, όχι μόνο επειδή ήταν υπότροπος συζυγικής παρασπονδίας και έπρεπε να προσέχει διπλά, αλλά και επειδή είχε την αυτοπεποίθηση ή μάλλον το θράσος να δηλώσει δημόσια λίγες μέρες πριν πέσει με ιλιγγιώδη ταχύτητα από τα σύννεφα: «Αν θέλει κάποιος να με παρακολουθήσει, ελεύθερα. Απλά θα πλήξει πολύ». Αυτή η ανέμελη ατάκα πολύ σύντομα θα επέστρεφε, σαν απόηχος ύβρης, για να τον στοιχειώσει για πάντα.
Τα ήθελε επίσης επειδή σε ένα διάλειμμα της προεκλογικής εκστρατείας δέχτηκε την πρόσκληση για ένα πάρτι- μίνι κρουαζιέρα με γιοτ στα ανοιχτά του Μαϊάμι. Εκεί θα γνώριζε μια ξανθιά νεαρή γυναίκα ονόματι Ντόνα Ράις, η οποία θα του εκδήλωνε την έντονη επιθυμία της να εργαστεί ως εθελόντρια στην καμπάνια του. Λίγες μέρες αργότερα, μετά από ένα ανώνυμο τηλεφώνημα στα γραφεία της εφημερίδας, δύο δημοσιογράφοι της Miami Herald μετέβησαν στην Ουάσιγκτον και την έστησαν για μέρες μαζί με έναν φωτογράφο κοντά στο σπίτι του, μέχρι να πετύχουν το στιγμιότυπο που ήθελαν. Ώσπου κάποια στιγμή το πέτυχαν...
Η ταινία ενδιαφέρεται κυρίως να θέσει (καίρια) ερωτήματα παρά να προσφέρει (αναμασημένες) απαντήσεις. Ο Χιου Τζάκμαν για άλλη μια φορά μας καλεί να μην αμφισβητούμε τόσο εύκολα το εύρος της γκάμας του, ενώ και το υπόλοιπο καστ είναι εξαιρετικό (ενδεικτικά και μόνο: η Βέρα Φορμίγκα στον ρόλο της συζύγου του, ο Άλφρεντ Μολίνα στον ρόλο του τότε διευθυντή της Washington Post, η οποία ακολουθεί κι αυτή διστακτικά τον ολισθηρό δρόμο, ο Τζ.Κ. Σίμονς στον ρόλο του επικεφαλής της εκστρατείας), ένα από τα καλύτερα ensemble καστ που έχουμε δει τελευταία οπουδήποτε.
Μερικούς μήνες μετά το δράμα (συνδυασμό με θρίλερ και κωμωδία ηθών) που εκτυλίσσεται στην ταινία, το χρίσμα του Δημοκρατικού κόμματος θα κέρδιζε ο «δικός μας» Μάικλ Δουκάκης, τον οποίον ο αντίπαλός του Τζορτζ Μπους (πατήρ) θα χαρακτήριζε (χρησιμοποιώντας ρητορική οικεία στις μέρες μας «εκπρόσωπο της φιλελεύθερης ελίτ από την Μασαχουσέτη», πριν τον καταβροχθίσει για πρωινό στις εκλογές που κατέληξαν σε ταπεινωτική συντριβή των Δημοκρατικών (ο χάρτης κοκκίνισε απ' άκρη σ' άκρη εκείνη τη μέρα).
Όσο για τον Γκάρι Χαρτ, ζει ακόμα με την σύζυγο του, όπως πληροφορούμαστε στο τέλος της ταινίας. Το σίγουρο είναι ότι αντηχεί ακόμα η πικρή ομιλία που είχε δώσει στους εκπροσώπους των μέσων δηλώνοντας την απόσυρση της υποψηφιότητάς: «Σας το λέω εγώ τούτη την ώρα και θα με θυμηθείτε – η πολιτική σ' αυτή την χώρα κινδυνεύει να γίνει άλλο ένα ανταγωνιστικό σπορ υψηλής θεαματικότητας. Και θα έρθει μια μέρα που θα έχουμε τους χειρότερου είδους πολιτικούς ηγέτες επειδή αυτοί θα μας αξίζουν».