ΜΟΙΑΖΕΙ ΑΣΕΒΗΣ ΣΧΕΔΟΝ η εκδήλωση αυθόρμητης έκπληξης ως αντίδραση στην αναγγελία θανάτου ενός δημόσιου προσώπου, όσο πλήρης ημερών κι αν ήταν και όσο κι αν είχε αποσυρθεί προ πολλού από την επικαιρότητα. «Μα ζούσε ακόμα;». Και η εποχή των social media έχει περιπλέξει ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Υπάρχουν φορές που βλέπεις κάποιον/α ηθοποιό σε παλιότερη ταινία ή κάποιον/α πολιτικό ή καλλιτέχνη σε ντοκιμαντέρ, και αναρωτιέσαι, αν στέκονται οι ημερομηνίες, μήπως ζουν ακόμα. Δεν μπορεί, σκέφτεσαι, αν είχε πεθάνει, μέσα στην τελευταία δεκαετία τουλάχιστον, θα το θυμόμουν από την παλίρροια των RIP και των επικήδειων στο ίντερνετ.
Θέλω να πιστεύω ότι είμαι αρκετά ενημερωμένος, και ότι η μνήμη δεν με έχει εγκαταλείψει, ώστε να θυμάμαι γενικά ποιος (επώνυμος) ζει και ποιος πέθανε, ειδικά αν πρόκειται για κάποιον σαν τον Ζισκάρ Ντ' Εστέν, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα στις πρώτες, και συνεπώς αξέχαστες, αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας όσον αφορά τον κεντρικό θίασο της διεθνούς πολιτικής επικαιρότητας.
Ο «Ζισκάρ», άκουγα να λέει τότε η μάνα μου – σκέτο, χωρίς επίθετο ή άλλον προσδιορισμό. Τέτοια οικειότητα.
Πόσο μάλλον όταν είχε προβληθεί τόσο πολύ τότε, στα τέλη της δεκαετίας του '70 όταν είχα αρχίσει να διακρίνω πιο καθαρά πρόσωπα και πράγματα, ως ο πιο επιφανής ισχυρός φίλος της χώρας μας («Ελλάς, Γαλλία, συμμαχία» - τι σύνθημα ήταν κι εκείνο, ε;) αλλά και του «Εθνάρχη» προσωπικώς, και ο πιο ένθερμος υποστηρικτής της ένταξής μας στην ΕΟΚ (πόσο vintage ακούγονται τα αρχικά αυτά...). Ασχέτως αν αυτός ο σύνδεσμός του με την χώρα μας αποτελεί μια υποσημείωση μάλλον στον πολιτικό και αρκούντως επεισοδιακό (Γάλλος γαρ) πολιτικό βίο του που ξεκινά από τα μέσα της δεκαετίας του '50. Ο «Ζισκάρ», άκουγα να λέει τότε η μάνα μου – σκέτο, χωρίς επίθετο ή άλλον προσδιορισμό. Τέτοια οικειότητα.
Παρ΄ όλα αυτά τον είχα αφήσει προ πολλού στη λήθη και ξαφνιάστηκα έντονα, σα να μου υπενθυμίστηκε η ίδια η ύπαρξή του, όταν είδα αργά τη νύχτα την είδηση του θανάτου του, και αντανακλαστικά έσπευσα να τσεκάρω την ημερομηνία, μπας και επρόκειτο για αναδημοσίευση παλαιότερης αναφοράς που για κάποιο λόγο ανασύρθηκε στην επιφάνεια. Η αλήθεια είναι ότι μέσα στον χαμό της πανδημίας, μου είχε διαφύγει και η τελευταία φορά που ανασύρθηκε (ή μάλλον διασύρθηκε) το όνομά του στην δημοσιότητα. Τώρα μόλις, εκ των υστέρων το είδα, σ' ένα τυχαίο google search. Ήταν τον περασμένο Μάιο, όταν μια Γερμανίδα δημοσιογράφος κατήγγειλε ότι την πασπάτεψε απρεπώς κατά την διάρκεια μιας συνέντευξής το 2018, όταν δηλαδή εκείνος ήταν ήδη 92 χρονών. Ο ίδιος αρνήθηκε ότι συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο, σε κάθε περίπτωση όμως μοιάζει θλιβερό το να είναι αυτή η τελευταία σου ζωντανή εμφάνιση στο αδιάκοπο σίριαλ της επικαιρότητας.
Έχω την εντύπωση πάντως πως η έκπληξή μου από την είδηση του θανάτου του έχει να κάνει μάλλον με το ότι, μετά τον θάνατο του Χέλμουτ Σμιτ (το 2015) κυρίως, αλλά και του άσπονδου ανταγωνιστή του Ντ' Εστέν στην ηγεσία της γαλλικής (κεντρο)δεξιάς, Ζακ Σιράκ (πέρσι), στο μυαλό μου είχαν εγκαταλείψει πλέον τα εγκόσμια άπαντες οι εκπρόσωποι εκείνης της πολιτικής τάξη ευρωπαίων ηγετών (μόλις θυμήθηκα ότι ο Τζίμι Κάρτερ ζει) με τους οποίους συστηθήκαμε σε πολύ τρυφερή ηλικία μέσω της ασπρόμαυρης τηλεοπτικής εικόνας.
Είναι περίεργο ίσως το γεγονός ότι οι απώλειες επιφανών πολιτικών προσώπων (συντηρητικών, προοδευτικών, σημαντικών, αμφιλεγόμενων, δεν έχει σημασία) που ήταν στο προσκήνιο από τότε που θυμόμαστε τον εαυτό μας μέχρι και το τέλος της νεότητας, προκαλούν μια πιο λοξή αλλά και πιο βαθιά αίσθηση νοσταλγίας απ' ότι οι αντίστοιχες αγαπημένων καλλιτεχνών. Ίσως επειδή με τις πολιτικές προσωπικότητες υπήρχε εξ ορισμού ένα χάσμα γενεών, μια καθησυχαστική απόσταση ασφαλείας. Δεν θα μπορούσαμε όμως να φανταστούμε το σκηνικό χωρίς αυτούς. Όπως κι οι γονείς μας, έμοιαζαν κι εκείνοι να ενσαρκώνουν τους αδιανόητους συμβιβασμούς ενός ενήλικου (ή μεσήλικου) συστήματος ζωής που δεν έμοιαζε και πολύ ελκυστικό, η ύπαρξή του όμως μας έδινε μια αίσθηση σιγουριάς ώστε να αφοσιωθούμε απερίσπαστοι στην (προ)εφηβική μας ιδιώτευση.
σχόλια