ΣΤΙΣ 22 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ΤΟΥ 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης υψώνει τη σημαία της Ελληνικής Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Δυο μέρες μετά εκδίδει στο Ιάσιο την προκήρυξη «Μάχου ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος». Πρόκειται για το ιδεολογικό μανιφέστο της Επανάστασης, ένα κείμενο που ξεχειλίζει από τον ρομαντισμό και το φιλελεύθερο πνεύμα της εποχής. Ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, ως εκπρόσωπος του Διαφωτισμού και της νεωτερικότητας, συνδέει την άσκηση των δικαιωμάτων και της ελευθερίας με την ευδαιμονία και τοποθετεί με σαφήνεια τον ελληνικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο χειραφέτησης και αυτοδιάθεσης των λαών.
«Πρὸ πολλοῦ οἱ λαοὶ τῆς Εὐρώπης, πολεμοῦντες ὑπὲρ τῶν ἰδίων Δικαιωμάτων καὶ ἐλευθερίας αὐτῶν, μᾶς ἐπροσκάλουν εἰς μίμησιν… Ἡ Εὐρώπη, προσηλώνουσα τοὺς ὀφθαλμούς της εἰς ἡμᾶς, ἀπορεῖ διὰ τὴν ἀκινησίαν μας… Ἡ Εὐρώπη θέλει θαυμάση τὰς ἀνδραγαθίας μας… Μάρτυς ἡ Ἰσπανία, ἥτις πρώτη καὶ μόνη κατετρόπωσε τὰς ἀηττήτους φάλαγκας ἑνὸς τυράννου...»
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' αφορίζει μετά βδελυγμίας την Επανάσταση κατακεραυνώνοντας τους «πρωταίτιους» Αλέξανδρο Υψηλάντη και Μιχαήλ Σούτσο ως «κακόβουλους, ασυνείδητους, αλαζόνες και αντίθεους». Δεν είναι η πρώτη φορά που το Πατριαρχείο αφορίζει τους Έλληνες επαναστάτες και την επαναστατική τους δράση. Έχει προηγηθεί ο αφορισμός του Ρήγα Φεραίου, του Κολοκοτρώνη και της Μπουμπουλίνας.
Στο φλογερό αυτό κάλεσμα ο Υψηλάντης επιστρατεύει όλες τις δυνάμεις του έθνους, πραγματικές και φαντασιακές: τους εμπειροπόλεμους οπλαρχηγούς, την ανθούσα ναυσιπλοΐα, τον ενθουσιασμό της ομογένειας, την προπατορική αρετή, το γενναίο φρόνημα. Κάθε μέσο είναι θεμιτό προκειμένου να πείσει τους υπόδουλους Έλληνες να πάρουν τα όπλα. Παρόλο που ήδη γνωρίζει ότι η Ρωσία έχει απορρίψει την ιδέα της Ελληνικής Επανάστασης, γράφει: «Κινηθῆτε, ὦ φίλοι, καὶ θέλετε ἰδῆ μίαν Κραταιὰν δύναμιν νὰ υπερασπισθῇ τὰ δίκαιά μας!» Με όρους σύγχρονης δημοσιογραφικής αργκό θα λέγαμε ότι δεν διστάζει να παίξει την Επανάσταση στα ζάρια.
Το επαναστατικό μανιφέστο κλείνει με εκτενή αναφορά στην κλασική αρχαιότητα και στην πολεμική αρετή των Ελλήνων που «κατέκοψαν» τους βάρβαρους Πέρσες ενώ σε μια επίδειξη ιστορικής ακροβασίας προσδιορίζει τους Τούρκους ως τους «βαρβαροτέρους καὶ ἀνανδροτέρους ἀπογόνους τους». Τα πάντα στο βωμό της Επανάστασης!
ΛΙΓΕΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ αργότερα έρχεται η οργισμένη απάντηση από την Κωνσταντινούπολη. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ και άλλοι 22 Ιεράρχες της Ιεράς Συνόδου αφορίζουν μετά βδελυγμίας την Επανάσταση κατακεραυνώνοντας τους «πρωταίτιους» Αλέξανδρο Υψηλάντη και Μιχαήλ Σούτσο ως «κακόβουλους, ασυνείδητους, αλαζόνες, δοξομανείς, ματαιόφρονες, τέρατα αχαριστίας, μισελεύθερους, μισογενείς, μισόθρησκους και αντίθεους». Η ηθική απαξίωση δεν αφορά μόνο τους ίδιους αλλά και τους προγόνους τους. Αγνώμονες γιοι αγνωμόνων πατεράδων. Όσοι δε ακολούθησαν τα απονενοημένα σχέδιά τους χαρακτηρίζονται ως «κακοήθεις και ανόητοι».
Δεν είναι η πρώτη φορά που το Πατριαρχείο αφορίζει τους Έλληνες επαναστάτες και την επαναστατική τους δράση. Έχει προηγηθεί ο αφορισμός του Ρήγα Φεραίου, του Κολοκοτρώνη και της Μπουμπουλίνας. Ωστόσο αυτή τη φορά η παρέμβαση της εκκλησίας είναι πιο κρίσιμη από ποτέ, γιατί αυτή τη φορά η Επανάσταση είναι πιο έτοιμη από ποτέ.
Κι όμως οι Άγιοι Πατέρες και εν Χριστώ αδελφοί δεν αρκούνται στον ηθικό στιγματισμό και τις κατάρες προς τους Επαναστάτες αλλά ως δαιμόνιοι ρεπόρτερ σπεύδουν να εξουδετερώσουν την «μπλόφα» του Υψηλάντη περί ρωσικής εμπλοκής αποκαλύπτοντας ότι «ὁ ἴδιος ἐνταῦθα ἐξοχώτατος Πρέσβυς (τὴς ῥωσσικὴς Αὐτοκρατορίας) ἔδωκεν ἔγγραφον πληροφορίαν, ὅτι οὐδεμίαν ἢ εἴδησιν ἢ μετοχὴν ἔχει τὸ ῥωσσικὸν κράτος εἰς αὐτὴν τὴν ὑπόθεσιν, καταμεμφόμενον μάλιστα καὶ ἀποτροπιαζόμενον τοῦ πράγματος τὴν βδελυρίαν…». Και για όποιον δεν κατάλαβε: Κατακαημένοι ραγιάδες, είστε μόνοι σας στον αγώνα!
Το συνοδικό κείμενο αποτελεί μνημείο μίσους κατά της Επανάστασης και ξεδιάντροπης προπαγάνδας υπέρ του Σουλτάνου. Στο μανιφέστο του Υψηλάντη η Πατρίδα παρουσιάζεται γυμνή, εξαθλιωμένη, να επιδεικνύει τις πληγές της και με τρεμάμενη φωνή να ζητάει βοήθεια από τα υπόδουλα τέκνα της. Αντίθετα στο συνοδικό κείμενο οι ραγιάδες φαίνεται να περνάνε ζωή και κότα, ανενόχλητοι και ασκανδάλιστοι, υποτελείς και ωραίοι.
«Μὲ τοιαύτας ῥαδιουργίας ἐσχημάτισαν τὴν ὀλεθρίαν σκηνὴν (…) καὶ ἐπεχείρησαν εἰς ἔργον μιαρόν, θεοστυγὲς καὶ ἀσύνετον, θέλοντες νὰ διαταράξωσι τὴν ἄνεσιν καὶ ἡσυχίαν τῶν ὁμογενῶν μας πιστῶν ῥαγιάδων τῆς κραταιᾶς βασιλείας, τὴν ὁποίαν ἀπολαμβάνουσιν (…) μὲ τόσα ἐλευθερίας προνόμια, ὅσα δὲν ἀπολαμβάνει ἄλλο ἔθνος ὑποτελὲς καὶ ὑποκείμενον, ζῶντες ἀνενόχλητοι μὲ τάς γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα των, μὲ τάς περιουσίας καὶ καταστάσεις, καὶ μὲ τὴν ὕπαρξιν τῆς τιμῆς των, καὶ κατ’ ἐξοχὴν μὲ τὰ προνόμια τῆς θρησκείας, ἥτις διεφυλάχθη καὶ διατηρεῖται ἀσκανδάλιστος μέχρι τῆς σήμερον ἐπὶ ψυχικῇ ἡμῶν σωτηρίᾳ…»
Τα προνόμια της θρησκείας και της εκκλησίας πάνω από όλα! Καμία αναφορά σε πατρίδα, έθνος, Ελλάδα και Έλληνες. Αυτές είναι λέξεις μοντέρνες, νεωτερικές, απαγορευμένες. Στη θέση τους συναντάμε τις λέξεις «ραγιάδες», «ρεαγιάδικος», «ρεαγιαλίκι». Η δε βασιλεία του Σουλτάνου περιγράφεται ως «ευμενής, ελεήμων, φιλάνθρωπη, θεόσταλτη, κραταιά και αήττητη». Εφόσον λοιπόν η βασιλεία του Σουλτάνου είναι θεόσταλτη, τότε δεν μπορεί παρά το σχέδιο της Επανάστασης να είναι θεομίσητο και το φρόνημα της δημεγερσίας σατανικό. Ο Θεός μισεί την Επανάσταση, την νεωτερικότητα και τους εκπροσώπους της. Είναι ένας Θεός εκδικητικός, μισάνθρωπος, μεσαιωνικός, που βολεύεται με τον Σουλτάνο γιατί φοβάται τον Ναπολέοντα.
Κι έτσι ο πέλεκυς του αφορισμού και της αιώνιας κατάρας πέφτει βαρύς στα κεφάλια των «αποστατών»:
«Ἐκείνους δὲ τοὺς ἀσεβεῖς πρωταιτίους καὶ ἀπονενοημένους φυγάδας καὶ ἀποστάτας ὀλεθρίους νὰ τοὺς μισῆτε καὶ νὰ τοὺς ἀποστρέφεσθε καὶ διανοίᾳ καὶ λόγῳ, καθότι καὶ ἡ Ἐκκλησία καὶ τὸ γένος τοὺς ἔχει μεμισημένους, καὶ ἐπισωρεύει κατ’ αὐτῶν τάς παλαμναιοτάτας καὶ φρικωδεστάτας ἀρὰς (…). Ὡς παραβάται δὲ τῶν θείων νόμων καὶ κανονικῶν διατάξεων (…) ἀφωρισμένοι ὑπάρχειεν καὶ κατηραμένοι καὶ ἀσυγχώρητοι, καὶ μετὰ θάνατον ἄλυτοι, καὶ τῷ αἰωνίῳ ὑπόδικοι ἀναθέματι…»
ΜΕΣΑ στους επόμενους μήνες η σπίθα της Επανάστασης στις Ηγεμονίες θα σβήσει και ο Υψηλάντης θα οδηγηθεί στις αυστριακές φυλακές. Ο Γρηγόριος Ε’ και κάποιοι από τους συνυπογράφοντες ιεράρχες θα απαγχονιστούν από τον Σουλτάνο ως προδότες της κραταιάς βασιλείας του εφόσον απέτυχαν να καταπνίξουν την Επανάσταση που φούντωνε στην Πελοπόννησο. Η Ελληνική Επανάσταση και Αντεπανάσταση θα συνεχιστεί με άλλους πρωταγωνιστές. Όμως, ακόμα και μετά την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Ελληνικού Κράτους, το Πατριαρχείο αμετανόητο θα εξακολουθήσει να στέλνει επιστολές προπαγανδίζοντας σθεναρά την επιστροφή των πιστών ραγιάδων στον τουρκικό ζυγό.
Από την άλλη η ελληνική ορθόδοξη εκκλησία θα ανακηρύξει τον Γρηγόριο Ε΄ εθνομάρτυρα και άγιο και σύμβολο της εθνεγερσίας κατασκευάζοντας έναν ακόμη εθνικό μύθο μαζί με το κρυφό σχολειό και την κήρυξη της Επανάστασης από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στην Αγία Λαύρα. Ως απαρχή της Επανάστασης θα οριστεί η 25η Μαρτίου, ημέρα Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, και όχι η 22η Φεβρουαρίου, όταν ο Υψηλάντης κήρυξε την Επανάσταση στη Μολδοβλαχία ή η 21η Μαρτίου, όταν οι Τούρκοι εγκατέλειψαν τα Καλάβρυτα, ή η 23η Μαρτίου, όταν ο Κολοκοτρώνης απελευθέρωσε την Καλαμάτα.
Ένα προς ένα, όλα τα συμβολικά κλειδιά της Επανάστασης θα καταλήξουν στην εκκλησία. Κι έτσι η εκκλησία θα καταφέρει όχι μόνο να καμουφλάρει το αντεπαναστατικό της παρελθόν αλλά και να ταυτίσει την ύπαρξη του ελληνικού έθνους με τον εαυτό της. Η επίσημη ιστοριογραφία θα κρίνει τον Γρηγόριο Ε’ με επιείκεια θεωρώντας ότι πιέστηκε από τον Σουλτάνο να συγγράψει τον αφορισμό παρά την θέλησή του. Κάποιοι θα ισχυριστούν ότι ο αφορισμός ήταν εικονικός και ότι εν πάση περιπτώσει ανακλήθηκε μυστικά σε άγνωστο χρόνο ενώ άλλοι θα αποδώσουν τον αφορισμό και συνολικά την εχθρική στάση της εκκλησίας προς την Επανάσταση στα σημαντικά προνόμια που απολάμβανε το Πατριαρχείο από τον Σουλτάνο. Όποια ερμηνεία και να υιοθετήσει κανείς για τα πρόσωπα και τα γεγονότα, τα κείμενα έχουν πάντα τη δική τους απαράγραπτη αξία.
Οι απαγορευμένες λέξεις που δεν βρήκαν θέση στο συνοδικό αφορισμό του 1821 θα γίνουν σιγά-σιγά ταυτόσημες της χριστιανοσύνης και της Ορθοδοξίας. Η χρήση τους σταδιακά θα αλλάξει. Το περιεχόμενό τους από νεωτερικό και προοδευτικό θα μεταλλαχθεί σε συντηρητικό και αντιδραστικό. Το παραδοσιακό τρίπτυχο «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια» και το χουντικό σλόγκαν «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» θα επικαλύψουν ως επικοινωνιακά τρυκ την ιστορική αλήθεια.
Το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, ως διαχρονικός θεματοφύλακας της ελληνοχριστιανικής πίστης και παιδείας, θα εξοβελίσει τον αφορισμό του Υψηλάντη, όπως και των άλλων Επαναστατών, από την διδακτέα ύλη της νεοελληνικής ιστορίας, νεοελληνικής μυθολογίας καλύτερα, για να προστατέψει το εθνικό φρόνημα και την υπόληψη της εκκλησίας. Από το δε επαναστατικό μανιφέστο του Υψηλάντη θα διασωθεί στα σχολικά βιβλία μόνο η «μπλόφα» της κραταιάς δύναμης που θα υπερασπιστεί δήθεν τα δίκαιά μας.
Σήμερα, ακριβώς 200 χρόνια μετά τη συγγραφή τους, αυτά τα δύο παραγνωρισμένα κείμενα εξακολουθούν να θέτουν με εντυπωσιακή ακρίβεια τα όρια ταλάντωσης του εθνικού μας εκκρεμούς: Από τη μία ο ατελής πλην ηρωικός βολονταρισμός της νεωτερικότητας και από την άλλη το βαθύ, μισανθρωπικό σκοτάδι του καθ’ ημάς μεσαίωνα.
σχόλια